Η “άλλη” ελληνικότητα του Νικόλα Κάλας
11/01/2021«Ας δημιουργήσουμε το πεπρωμένο
Ας θυμίσουμε στο άπειρο το ρυθμό του θράσους
Ας ξαναδώσουμε έρεισμα στο ένστικτο και ζωή στη ζωή…».
Από το ποίημα “Ο Χορός των Διασωθέντων, Αθήνα 1937 – Παρίσι 1938.
Οι εορτασμοί για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, το μεγάλο αυτό ιστορικό γεγονός που επαναπροσανατόλισε την ευρωπαϊκή νεωτερικότητα, ξεκίνησαν ήδη και διαφαίνεται ότι στο επίπεδο του δημόσιου λόγου δεν θα απασχολήσουν τόσο τα ιστορικά γεγονότα, αλλά οι επιπτώσεις τους.
Διαφαίνεται δε ότι τις συζητήσεις θα επισκιάσει το ταυτοτικό ζήτημα της ελληνικότητας, ένα ανοιχτό θέμα που συνεχίζει να μας ταλανίζει μεταξύ του αρχαίου κλέους, της ρωμαϊκότητας ή μη του Βυζαντίου, της Ορθοδοξίας και της δημιουργικής προσαρμογής στη νεωτερικότητα. Οι προσπάθειες για την υπέρβαση των ταυτοτικών διλημμάτων που πυροδοτούσαν και πυροδοτούν οι εκάστοτε ιστορικές εξελίξεις, είναι πάμπολλες, αλλά αποτιμώνται γενικώς ως ατελέσφορες, καθώς το υπαρξιακό ερώτημα «Έλληνας γεννιέσαι ή γίνεσαι» και εν πάσει περιπτώσει «τι είναι Έλληνας;» παραμένει ανοιχτό.
Και μάλλον είναι το καλύτερο πράγμα που μας συμβαίνει, αφού αυτή η εκκρεμότητα εμπεριέχει μια ισχυρή δυναμική, τον “μη τελικό” αυτοπροσδιορισμό της ελληνικής ιδιοσυστασίας. Αναμφίβολα, η περίφημη “γενιά του ‘30” σφράγισε τον 20ο αιώνα, επιχειρώντας μέσα από την τέχνη και την λογοτεχνία να συμβαδίσει με την ευρωπαϊκότητα, όπως πολύ ωραία εξήγησε ο Γιώργος Καραμπελιάς σε πρόσφατο άρθρο του.
“Δραπέτης” της γενιάς του ’30
Όμως και αυτή η απόπειρα έμεινε ανολοκλήρωτη με την έννοια της απόδοσης καρπών και πολλαπλασιαστικού υλικού. Βέβαια, για να μην παρεξηγηθούμε, έκτοτε οι προσπάθειες υπέρβασης των στερεοτύπων και καθορισμού της ελληνικότητας συνεχίζονται στη λογική ενοποίησης αντιθετικών και αντιφατικών ιστορικών, πολιτισμικών και ψυχαναλυτικών χαρακτηριστικών και εκφάνσεων της ελληνικότητας.
Μια στιβαρή εξήγηση για τη στενότητα και τον συντηρητισμό της “γενιάς του ‘30” είναι η αντίθεση του σύγχρονού της υπερρεαλιστή ποιητή και κριτικού Νικόλα Κάλας που δραπέτευσε από τα δεσμά του “κανόνα” της, αλλά στη συνέχεια και του φροϋδομαρξισμού, που κατανόησε, έκρινε και άφησε πίσω του, για να χτίσει στο Παρίσι αρχικά και στη Νέα Υόρκη επί δεκαετίες μια μοντέρνα (υπερρεαλιστική) εκδοχή της οικουμενικής ελληνικότητας.
Μιας ελληνικότητας που θα μπορούσε και μπορεί να αποτελέσει σήμερα όχι μόνο τον τρίτο δρόμο για την ανάκτηση-επαναπροσδιορισμό του ελληνικού εαυτού που υφίσταται συνεχείς αλλοτριώσεις, αλλά και του συνεχώς αυτοαναιρούμενου ευρωπαϊκού πνεύματος.
Ένας ξεριζωμένος Έλληνας
Ο Νικόλας Κάλας, κατά κόσμον Νικόλαος Καλαμάρης, γόνος εύπορης και αριστοκρατικής οικογενείας (1907-1988) γεννήθηκε στη Λωζάνη και εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1933 ως Νικήτας Ράντος, με την πρώτη του συλλογή, “Ποιήματα”, σε ελεύθερο στίχο. Την περίοδο 1924-27 είναι δραστήριο μέλος της “Φοιτητικής Συντροφιάς”.
Η “Φοιτητική Συντροφιά” (1910-1933) ήταν μια προοδευτική φοιτητική οργάνωση που ξεπήδησε από το κλίμα τους Κινήματος στο Γουδί (1909) και επιδίωκε την καθιέρωση “της ζωντανής Ελληνικής Γλώσσας” και την αναβάθμιση της πολιτιστικής ζωής της χώρας, ενώ υποστήριξε το 8ωρο εργασίας, την ασφάλιση των εργαζομένων κ.ά. Ο Καλαμάρης χρησιμοποίησε επίσης τα ψευδώνυμα Μ. Σπιέρος (από το Ροβεσπιέρος) και N. Calas στα θεωρητικά και κριτικά του κείμενα.
Την περίοδο 1934-1939, πιεζόμενος από την άρνηση και τους δογματισμούς των λογοτεχνικών αλλά και των εγχώριων μαρξιστών κύκλων, εγκαθίσταται στο Παρίσι, όπου εντάχθηκε στην υπερρεαλιστική ομάδα του Αντρέ Μπρετόν. Γίνεται συνοδοιπόρος με τον τροτσκισμό, χωρίς όμως ποτέ να ενταχθεί. Εκεί θα δημοσιεύσει το 1938 το “Foyers d’incendie” (“Εστίες πυρκαγιάς”). Θα περάσει ένα χρόνο στη Λισαβόνα, πριν εγκατασταθεί μονίμως στη Νέα Υόρκη, αν και περιστασιακά ερχόταν στην Ελλάδα.
Στη Νέα Υόρκη θα αναδειχθεί ως ένας ιδιαίτερος κριτικός τέχνης, δοκιμιογράφος και θεωρητικός. Θα δημοσιεύσει επίσης τα έργα “Art in the Age of Risk” (1968 – “Η τέχνη την εποχή της διακύβευσης”, Άγρα 1997), “Icons and Images of the Sixties” (1971), “Surrealism Pro and Con” (1973), “Transfigurations” (1982). Το 1977 τιμήθηκε στην Ελλάδα με το Κρατικό βραβείο ποίησης για την συλλογή του “Οδός Νικήτα Ράντου”.
Η επαναφορά του Κάλας
Σε εκείνα τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, οι νέοι ξαναανακαλύπτουν τον Νικόλα Κάλας, ο οποίος προσλαμβάνεται ως μυθική μορφή, καθώς ήταν φροϋδομαρξιστής και αναφέρεται ονομαστικά στο “Μανιφέστο του Σουρεαλισμού” του Μπρετόν, σαν συνομιλητής και του Τρότσκι και φίλος του Εμπειρίκου. Προσωπικά γνώρισα τον Κάλας από το μεταδικτατορικό ανάτυπο του περιοδικού “ΠΑΛΙ” και από το “Ιδεοδρόμιο” του Λεωνίδα Χρηστάκη.
Έκτοτε χάθηκα και τον έχασα, ώσπου τον συνάντησα ξανά πέρσι όταν διάβασα το “Η γενιά του τριάντα: Ιδεολογία και μορφή” του Μάριο Βίττι (Εκδ. Ερμής, Αθήνα, 1977 και Ερμής, Αθήνα 1995) και πρόσφατα στο βιβλίο της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη “Ο μοντερνιστής κριτικός Νικόλας Κάλας – Μια ποιητική εικόνων, ρημάτων, πραγμάτων”, με αποτέλεσμα να αναμοχλευθούν μνήμες και συναισθήματα των νεανικών μου χρόνων (Εκδ. Αρμός, 2018).
Στη συνέχεια θα παρακολουθήσουμε την κριτική και θεωρητική αξονική τομογραφία του Κάλας από τη Δεληγιώργη, η οποία αποκαλύπτει την “άλλη” ελληνικότητά του. Σημειωτέον ότι η ομότιμη καθηγήτρια φιλοσοφίας και λογοτέχνης Αλεξάνδρα Δεληγιώργη είχε ήδη εκδώσει το “Ά-νοστον ήμαρ – Οδοιπορικό της σκέψης του Νικόλα Κάλας” που τιμήθηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου το 1998 (Εκδ. Άγρα, 1997).
Στο δοκίμιο αυτό επιχείρησε την επαναφορά του Κάλας στο προσκήνιο με στόχο να εξιχνιάσει την πνευματική του πορεία από τους Ίωνες, τον Βιττγκενστάιν, την πορτογαλική αναγέννηση και τον Ιερώνυμο Μπος στον υπερρεαλισμό, την αμερικανική πρωτοπορία, αλλά κυρίως από την ποίηση στη ζωγραφική. Αυτή η μετάβαση είναι καταλυτικής σημασίας για την εξέλιξη της σκέψης του Κάλας, καθώς με τις κριτικές του θεωρήσεις επιδιώκει τη «φανέρωση του αόρατου που έχει λεχθεί, στην εικαστική επιφάνεια», προκειμένου «να συλλάβει όλα όσα αντικειμενοποιεί ο ζωγράφος πριν ή πέρα από τη λεκτική έκφραση».
Μια αρμαθιά κλειδιά για το Νικόλα Κάλας
Δέκα χρόνια μετά, η Δεληγιώργη επανέρχεται στον «μοντερνιστή κριτικό» για να εξιχνιάζει σε βάθος την βασική θέση του για την ποίηση και την τέχνη, σύμφωνα με την οποία «η υπέρτατη λειτουργία του ποιητή είναι να κάνει το μυστήριο έκδηλο μέσω των μεταφορών». Η Δεληγιώργη αξιοποιεί τη βαθιά φιλοσοφική και φιλολογική της κατάρτιση για να κατανοήσει την ανοιχτωσιά του αισθητικού και κριτικού «κανόνα του Κάλας» παραδίδοντας μια αρμαθιά κλειδιά για την προσέγγισή του.
Αποφεύγει όμως να δώσει ένα passpartout, όχι επειδή δεν το βρήκε, αλλά μάλλον γιατί υπέθεσε πως δεν θα ήθελε κάτι τέτοιο ο ίδιος ο Κάλας. Έτσι, αποφεύγει επίσης την ανεκδοτολογία γύρω από τη ζωή και την δράση του μυθικού αυτού Έλληνα και γίνεται απαιτητική από τον αναγνώστη της, χωρίς να διολισθαίνει σε απλουστευτικές εκπτώσεις στο κείμενό της, κρατώντας το στο ύψος του μυημένου κοινού.
Ο Κάλας ήταν ο πρώτος που εγκωμίασε το βάρος της ποίησης του Καβάφη στα ελληνικά γράμματα και αντιτάχθηκε στο μοντέλο ελληνικότητας που έχτιζε στο Μεσοπόλεμο η γενιά του ’30, η οποία άνοιξε τον δρόμο προς τον μοντερνισμό και έφερε και τα δύο Νόμπελ στη χώρα. Ο Κάλας θεώρησε πως ο λογοτεχνικός της κανόνας ήταν «συντηρητικός και μονόπλευρος, ηγεμονικός και αναγκαστικά προκατειλημμένος», με αποτέλεσμα να προκαλέσει “σύγχυση” και να υποβαθμίσει την αξία του Βιζυηνού, του Παπαδιαμάντη, του Καζαντζάκη.
Στην ουσία αρνήθηκε ως ψευδο-σχίσμα τη δημώδη παράδοση-Ανατολή με τη λόγια παράδοση-Δύση, αλλά και όλα τα «σχήματα αμοιβαίου αποκλεισμού». Από τη συστηματική προβολή των θέσεων του και πάντα σε συνάρτηση με τους “συνομιλητές” του, η Δεληγιώργη αποκαλύπτει πως ο Κάλας προχωρούσε με συνθέσεις αντιθέσεων και αντιφάσεων, χρησιμοποιώντας ως κλειδί της ανθρώπινης φύσης τα “σύμβολα” του ασυνείδητου ψυχισμού.
Η συνάντηση με τον Ιερώνυμο Μπος
Κάπου εκεί συναντά τον Ιερώνυμο Μπος, «επίγονο του Δάντη και πρόδρομο του υπερρεαλισμού» και το τρίπτυχο ζωγραφικό του έργο “Ο Κήπος των Επίγειων Απολαύσεων” που θα αναλύσει με τη χρήση μύθων των πρώτων χριστιανικών αιώνων, κειμένων της πατερολογίας και του Αγίου Αυγουστίνου. Από την επί δεκαετίες εμμονή του με τον Μπος, θα δημοσιευτούν μερικά άρθρα στο Time. Τελικώς θα απομείνουν δέκα κούτες σημειώσεων και σχολίων στο Αρχείο Κάλας, που θα έπρεπε το υπουργείο Πολιτισμού να έχει φροντίσει να αποκτήσει τα δικαιώματα τις έκδοσής του στα αγγλικά και τα ελληνικά…
Ο Κάλας, όπως εξηγεί η Δεληγιώργη, θα προσπελάσει με εμβριθείς τις αναλύσεις του όλη την Ιστορία της Τέχνης και τα εκάστοτε ψυχαναλυτικά της υπόβαθρα, από το προπατορικό αμάρτημα, στην ενοχή του οιδιπόδειου συμπλέγματος και από εκεί στη μετάβαση στο δεσμό αγάπης/μίσους, ήτοι τη «σύγκρουση αντίρροπων ψυχικών δυνάμεων».
Η σχέση του Κάλας με τον υπερρεαλισμό, η φιλία του με τον Εμπειρίκο, οι θεωρήσεις του για τις κατακτήσεις του μοντερνισμού, η στροφή του προς την ύπαρξη και στην “τριπρόσωπη εικόνα” της, ο διάλογός του με τον Βιτγκενστάιν, οι σφοδρές επιθέσεις του στην πειραματική και στην ψευδοπειραματική τέχνη, αναλύονται στο βιβλίο με τρόπο που ανασυγκροτεί σταδιακά τους μηχανισμούς σύνθεσης της σκέψης του Κάλας.
Σκέψης που τον οδήγησε σε μια βαθιά κατανόηση της αινιγματικότητας της τέχνης και του “υψηλού” ως έκφραση της ελευθερίας και του τραγικού της χαρακτήρα. Στην ουσία, ο «απροσάρμοστος και εριστικός» Κάλας στο τέλος της περιπλάνησής του στον μοντέρνο κόσμο επιστρέφει στην τραγωδία που αντιτάσσει στη μοίρα τη «δύναμη της ανθρώπινης βούλησης να παραβαίνει το θέλημα των θεών». Αυτή η παραβατικότητα και η μῆτις συναποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά του Έλληνα Ανθρώπου, που τον καθιστούν “πολύτροπο”.