Το Τατόι στις φλόγες – “Μεγαλειότατε τα δέντρα και οι στρατιώτες σου καίγονται”
21/01/2021Στις 20 Ιανουαρίου, η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη παρουσίασε αναλυτικά τη μορφή που θα πάρει το πρώην βασιλικό κτήμα στο Τατόι που βρίσκεται σε μια έκταση 42.000 στρεμμάτων δασικής έκτασης. Όλο αυτό το δάσος, όμως, το 1916 είχε γίνει στάχτη προκαλώντας σοκ στον ίδιο τον Βασιλιά Κωνσταντίνο που έβλεπε τους στρατιώτες του να καίγονται ζωντανοί!
Σύμφωνα με την κυβερνητική ανακοίνωση η περιοχή θα αποκατασταθεί σε δύο επίπεδα, το δάσος και τα ανάκτορα. Η ευρύτερη δασική περιοχή που βρίσκονται τα πρώην βασιλικά ανάκτορα έχει έκταση 42.000 στρέμματα. Μέσα σε αυτή λοιπόν απλώνονται 55 κτίρια -εκ των οποίων τα 27 κηρυγμένα μνημεία- σε μια έκταση 15.000 τ.μ. Σε αυτόν τον τεράστιο χώρο, βρίσκεται ο πυρήνας του κτήματος, δηλαδή τα ανάκτορα, βοηθητικά κτίρια, ταφικά μνημεία, χώρο αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής.
Το Τατόι όμως δεν είχε την σημερινή μορφή, καθώς το καλοκαίρι του 1916, ξέσπασε μια πυργαγιά που άλλαγε τα πάντα. Στην επιστολή του της 23 Ιουλίου του 1916 προς την ξαδέλφη και ερωμένη του πριγκίπισσα Πάολα, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος αποκαλύπτει τις δραματικές στιγμές που έζησε. «Η πυρκαγιά του Τατοίου ήταν ένα ατύχημα τρομερόν» έγραφε σε επιστολή του καθώς «όλον το δάσος εκάη, η βίλλα που εκατοικούσα και το περίπτερον. Τώρα μένων εις τον κύριον κτίριον. Το πυρ ήρχισε κατά τα δέκα και μισή το πρωί, εις απόστασιν σχεδόν 4 χλμ. από την βίλλαν, κοντά στον δρόμο και προχωρούσε με ταχύτητα τρομακτική».
Σε εκείνο το σημείο βρισκόταν ο βασιλιάς, ώστε αναγκάστηκε με τους στρατιώτες και το προσωπικό να εγκαταλείψουν την ιδέα της κατάσβεσης της πυρκαγιάς στο δάσος καθώς τους ήταν αδύνατον. «Έτσι ηναγκάσθημεν να […] συγκεντρωθώμεν εις απόστασιν ολιγωτέραν του ενός χιλιομέτρου από την βίλλαν δια να ημπορέσωμεν να την περιορίσωμεν, αλλά μας έφθασε και εκεί όπου ήμεθα κάνοντας τον γύρον του λόφου όπου ευρισκόμην. Όταν αντιλήφθηκε ότι ήταν σχεδόν μπροστά στη φωτιά ήταν πλέον πολύ αργά, δεν υπηρχε διέξοδος σωτηρίας.
Την κρίσιμη αυτή στιγμή, ο βασιλιάς έπεσε μέσα στο χαντάκι του δρόμου και άρχισε να προχωρά παράλληλα με τη φωτιά, η οποία τον «ακολουθούσε με ταχύτητα αφάνταστον». Σε εκείνο το σημείο όμως καταλάβαινε ότι μάλλον πλησίαζε το τέλος του καθώς «η καρδιάν μου, αδυνατισμένη από την αρρώστεια, υπέστη κρίσιν». Τότε, τον σώσανε οι στρατιώτες του. «Αν οι στρατιώται δεν με κρατούσαν θα εχανόμουν και εγώ μέσα στη φωτιά» ομολογούσε. «Μόλις κατώρθωσα να ξαναγυρίσω στο σπίτι».
Ο βασιλιάς κινδυνεύει – Το δάσος εξαφανίστηκε!
Όπως αναφέρει ο αμφιλεγόμενος μονάρχης, όσοι τον ακολούθησαν σώθηκαν, αλλά ο ίδιος έγινε μάρτυρας στρατιωτών που αφού έπεσαν λιπόθυμοι άρχισαν να καίγονται ζωντανοί «ωσάν πυρσοί». Οι τρεις σωφέρ που προσπάθησαν να σώσουν τα αυτοκίνητα, έξι στρατιώτες, έξι υπάλληλοι των κτημάτων και τρείς αξιωματικοί έχασαν τη ζωή τους. Απώλεια για τον βασιλιά ήταν και ο θάνατος ενός συνταγματάρχη που ήταν παιδικός του φίλος. Στην επιστολή ο βασιλιάς ομολογούσε συγκλονισμένος ότι «τα θύματα με κατέθλιψαν τόσον, που δεν μπορώ να σου περιγράψω. Οι δυστυχισμένοι απέθαναν δι’ εμέ και τον καθήκον των».
Τόσο οι εύζωνοι της ανακτορικής φρουράς όσο και οι πεζοί «ειργάσθηκαν κατά τρόπον αξιοθαύμαστον» για να σώσουν ότι υπήρχε στη βίλλα και τα κατάφεραν. Ο Κωνσταντίνος αναφέρει ότι μόλις οι εύζωνες τον έχασαν από τα μάτια τους καθώς τον περικύκλωσε η φωτιά, «ήθελαν με κάθε τρόπον να γυρίσουν ανάμεσα στις φλόγες δια να με σώσουν». Όπως γράφει ο ίδιος, με κόπο κατάφεραν να συγκρατήσουν τους εύζωνες να μην προστρέξουν στον βασιλιά, διότι θεωρήθηκε σίγουρο ότι -εφόσον γνώριζε καλά τα κατατόπια του κτήματος- θα κατάφερνε να τη γλιτώσει μέσα από τις φλόγες και να επιστρέψει.
Μέχρι το βράδυ, η φωτιά είχε κάψει 10.000 στρέμματα ενώ ρίχτηκαν στη μάχη πάνω από 1000 άνδρες για την κατάσβεση αλλά «πολύ ολίγα πράγματα είχον καταρθώσει να κάμουν» […] Ίσως το καλόν μου άστρον ήρχισε να κατεβαίνη προς την δύσιν του. Θα ήτο τρομερόν αυτό, ιδίως κατ” αυτήν την στιγμήν που η χώρα μου και η οικογένειά μου έχουν τόσην ανάγκην εμού».
«Τώρα είμαι καλύτερα, αλλά κατά τας τελευταίας ημέρας ησθάνθην τον εαυτόν μου πολύ εξαντλημένον. Θα χρειασθούν πολλά χρόνια δια να ξαναγίνη το δάσος. Αυτάς τα ημέρας έβρεξε. Ο καιρός είνε δροσερός και ευχάριστος, αλλά το θέαμα είνε απελπιστικόν». Εκείνη η πυρκαγιά σηματοδότησε το τέλος της “χρυσής εποχής” καθώς κατέκαψε το μεγαλύτερο μέρος του δάσους, εκατοντάδες από τα ελάφια που ο Γεώργιος είχε φέρει από την Ουγγαρία, το παλιό ανάκτορο, τους στάβλους, το μουσείο και τον ναό του Προφήτη Ηλία.
Τατόι, 105 χρόνια μετά
Η επιστολή του βασιλιά είχε δημοσιευθεί στην εβδομαδιαία επιθεώρηση “Νέα Εποχή” τον Φεβρουάριο του 1927. Σήμερα, 105 χρόνια μετά, τα πρώην ανάκτορα θα αποκτασταθούν και σύμφωνα με την κυβερνητική ανακοίνωση θα είναι προσβάσιμα σε όλους, ενώ θα αναβιώσει το ιστορικό brand προϊόντων που παρήγαγε το κτήμα στο παρελθόν. Θα δημιουργηθούν μουσεία, καφέ, εστιατόριο, εργαστήριο τέχνης, εξωτερικοί και εσωτερικοί χώροι για εκδηλώσεις.
Μονοπάτια για ποδηλάτες, περιπατητές και ιππασία θα διαμορφωθούν στο δάσος ενώ θα λειτουργούν με θεματικές κατευθύνσεις την ιστορία και τον πολιτισμό, την υπαίθρια άθληση και αναψυχή, την αγροτική οικονομία, την έρευνα και τη γνώση καθώς και την ευεξία. Για να συντηρηθεί οικονομικά το “άνοιγμα” των πρώην ανακτόρων θα δημιουργηθεί ξενοδοχείο, μουσείο, παραγωγή αγροτικών προϊόντων, καταστήματα, εστιατόρια, αναψυκτήρια ενώ θα τσοντάρει και το Δημόσιο.
Επειδή όμως στην Ελλάδα μπορούν σε λίγες ώρες να καούν ζωντανοί χιλιάδες άνθρωποι μαζί και χιλιάδες δέντρα (Μάτι), αλλά και να κινδυνεύσουν μνημεία από φωτιά (Μυκήνες) καλό είναι να κρατήσουμε από την επιστολή το βασιλιά το εξής: «Θα χρειασθούν πολλά χρόνια δια να ξαναγίνη το δάσος» και ότι «οι δυστυχισμένοι απέθαναν δι’ εμέ και τον καθήκον των»…