Το Berlin Process και ο αποκλεισμός της Ελλάδας
26/11/2017του Αλέξανδρου Τάρκα –
Η μερική στροφή του ηγέτη των Σοσιαλδημοκρατών Σουλτς ανοίγει την προοπτική σχηματισμού κυβέρνησης “μεγάλου συνασπισμού”. Αν, ωστόσο, αυτό το σενάριο δεν ευοδωθεί η πολιτική αστάθεια στη Γερμανία συνεπάγεται αστάθεια για την Ευρώπη και ιδιαίτερα για την Ελλάδα.
Η στιβαρή δημόσια διοίκηση του Βερολίνου και οι ηγεσίες των ομόσπονδων κρατιδίων εγγυώνται τη λειτουργία των θεσμών και την επίλυση των προβλημάτων καθημερινότητας των πολιτών, αλλά μόνο σε θέματα που αφορούν στο εσωτερικό της Γερμανίας. Ασφαλώς, θα υπάρξει συνέχεια και συνέπεια και στην εξωτερική πολιτική, αλλά θα περιοριστεί στα απολύτως απαραίτητα και στη συνέχιση υφιστάμενων πολιτικών, χωρίς νέες πρωτοβουλίες.
Για την κρίση της ελληνικής οικονομίας και για τα θέματα της Ευρωζώνης δεν μπορούν να προκύψουν διευθετήσεις, εάν δεν βρεθεί λύση στο πολιτικό πρόβλημα της Γερμανίας. Μέχρι την άνοιξη, πάντως, όταν θα αρχίσουν οι συζητήσεις και για το δημόσιο χρέος και για τη μελλοντική μορφή στήριξης της Ελλάδας κατά πάσα πιθανότητα θα έχει υπάρξει σταθερό κυβερνητικό σχήμα στο Βερολίνο.
Η απερχόμενη γερμανική κυβέρνηση θα κληροδοτήσει στη νέα αρκετά ανοιχτά ζητήματα. Τα κυριότερα εξ αυτών, που επηρεάζουν άμεσα την ελληνική εξωτερική πολιτική, είναι οι ενταξιακές συνομιλίες ΕΕ-Τουρκίας, η συμφωνία με την Άγκυρα για το Μεταναστευτικό και η κατάσταση στα Βαλκάνια, με αιχμή τις σχέσεις της ΠΓΔΜ με τους ευρωατλαντικούς θεσμούς.
Το Berlin Process
Σύμφωνα με έγκυρες διπλωματικές πηγές, οι συνεργάτες της καγκελαρίου και το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών βρίσκονταν τις τελευταίες εβδομάδες σε επαφές με άλλα ισχυρά μέλη της ΕΕ για τη συνέχιση του λεγόμενου Berlin Process. Πρόκειται για τη διαδικασία που εγκαινιάστηκε το καλοκαίρι του 2014 με τη διοργάνωση στο Βερολίνο ειδικής συνόδου με τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων (Αλβανία, Βοσνία, Κόσοβο, Μαυροβούνιο, ΠΓΔΜ και Σερβία).
Ας σημειωθεί ότι εκείνη η σύνοδος είχε παρακάμψει κάθε έννοια κοινοτικής αλληλεγγύης. Κι αυτό γιατί όλα αυτά τα κράτη βρίσκονται σε κάποια μορφή διαλόγου ή σύνδεσης με την ΕΕ. Υποτίθεται, λοιπόν, ότι όλες οι σχετικές επαφές θα έπρεπε να διεξάγονται στις Βρυξέλλες.
Η Άνγκελα Μέρκελ δεν έκρινε σκόπιμη, ούτε επί κυβέρνησης Σαμαρά ούτε επί κυβέρνησης Τσίπρα, την πρόσκληση της Ελλάδας στο Berlin Process. Έτσι, απέδειξε ότι οι κατά τα άλλα στενές σχέσεις Αθήνας-Βερολίνου δεν βρίσκονται σε τέτοιο σημείο εμπιστοσύνης, ώστε να ανατεθεί στην Ελλάδα ρόλος «τοποτηρητή» στην περιοχή. Αντίθετα, η Γερμανία προσκάλεσε τις (ελεγχόμενες) Κροατία και Σλοβενία και τη σταθερή φίλη Αυστρία. Επίσης, στο πνεύμα κάποιου ανοίγματος στην ΕΕ, εξασφάλισε τη συμμετοχή και της Γαλλίας και της Ιταλίας. , Οι σύνοδοι του 2016 και του 2017 έγιναν αντίστοιχα στο Παρίσι και στην Τεργέστη.
Ο ρόλος του Λονδίνου
Κατά τις ίδιες διπλωματικές πηγές, είναι πολύ πιθανόν η σύνοδος Berlin Process του 2018 να συγκληθεί στο Λονδίνο, σε μια συνειδητή προσπάθεια του Βερολίνου να δείξει (ή να υποκριθεί) πως δεν πρόκειται πλέον για μια γερμανική πρωτοβουλία, αλλά για σχήμα ευρύτερης μορφής, που θα έχει μέλλον. Αν και ακόμα δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των υπουργείων Εξωτερικών Γερμανίας και Βρετανίας και η πολιτική κρίση στο Βερολίνο ίσως την καθυστερήσει ή/και την ακυρώσει, η de facto διεύρυνση του Berlin Process με μια σύνοδο στο Λονδίνο θα αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία.
Και αυτό γιατί, μεταξύ άλλων, θα βοηθήσει την κυβέρνηση Μέι και το Φόρεϊν Όφις να δείξουν ότι εννοούσαν αυτό που υποστήριζαν σε σχέση με το Brexit. Δηλαδή, ότι «φεύγουμε από την ΕΕ, αλλά όχι από την Ευρώπη». Επίσης, θα επαναφέρει το ενδιαφέρον της Βρετανίας για τα Βαλκάνια για πρώτη φορά από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας το 1991-92 και τον πόλεμο στο Κόσοβο το 1999.
Αν μάλιστα η συγκεκριμένη εξέλιξη συνδυαστεί με τις νέες αμυντικές δομές της ΕΕ μετά το Brexit (και σε συνεργασία με το ΝΑΤΟ), τότε πολλοί συσχετισμοί αλλάζουν. Μια τέτοια εξέλιξη, αν και αιφνιδιαστική, δεν είναι απαραίτητα αρνητική για τα ελληνικά συμφέροντα. Οπωσδήποτε, όμως, θα απαιτήσει ανασχεδιασμό.