Στο ρίνγκ Μπάιντεν-Ερντογάν – Γιατί ο συμβιβασμός είναι ελάχιστα πιθανός
15/02/2021“Φωνάζει ο κλέφτης για να φοβηθεί ο νοικοκύρης” ή αλλιώς “τα λέει στη νύφη για να τα ακούσει η πεθερά”! Και τα δύο αυτά λαϊκά γνωμικά ταιριάζουν γάντι στην περίπτωση του Ερντογάν. Μιλώντας στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματός του, είπε προ ημερών απευθυνόμενος στον Έλληνα πρωθυπουργό: «Να ξέρεις τα όρια σου. Αν δεν ξέρεις τα όρια σου, σημαίνει πως εσύ έριξες κλωτσιά στο τραπέζι, δραπέτευσες από το τραπέζι. Εμείς δεν φύγαμε από το τραπέζι. Κι αν συνεχιστεί έτσι εμείς μαζί σου δεν μπορούμε να κάτσουμε στο τραπέζι».
Εμμέσως ο Τούρκος πρόεδρος απείλησε με διακοπή των διερευνητικών εάν η ελληνική πλευρά δεν προσαρμοσθεί στις απαιτήσεις του. Το πρόσφατο ξέσπασμά του κατά του Μητσοτάκη δεν απευθυνόταν μόνο για τα αυτιά της Αθήνας. Έγινε για να σταλεί ένα μήνυμα στην Ουάσιγκτον, αλλά και –για άλλους λόγους– στο Βερολίνο, με σκοπό η Μέρκελ να ασκήσει πιέσεις για περισσότερη ελληνική “ευελιξία”, δηλαδή για υποχωρήσεις.
Αναφορικά με την Ουάσιγκτον, σ’ αυτό το επίπεδο τα πράγματα είναι μάλλον σκούρα για το νεοσουλτάνο, ο οποίος βλέπει ότι οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις δεν εξελίσσονται όπως θέλει. Αυτό το γεγονός, λόγω αλαζονικού χαρακτήρα και μεγαλοϊδεατισμού εξώθησε τον Ερντογάν σε φραστικές κόντρες και με τον Μπάιντεν, όταν διαπίστωσε ότι η νέα αμερικανική κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να τηρήσει αυστηρή στάση απέναντί του. Έτσι φτάσαμε σ’ αυτό το ιδιότυπο μπραντεφέρ.
Οι δύο πρόεδροι θυμίζουν αντίπαλους μποξέρ στο ριγκ στην αρχή του αγώνας τους. Ο ένας είναι βαρέων βαρών, ο άλλος μεσαίων, αλλά χωρίς επαρκή συναίσθηση του συγκριτικού μειονεκτήματός του. Έχουν ανταλλάξει τα πρώτα χτυπήματα, αλλά όχι τα μοιραία. Οι κινήσεις του Ερντογάν μοιάζουν με εκείνες ενός χορευτή. Βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση, προκαλώντας. Ο Μπάιντεν από την άλλη πλαγιοκοπεί τον αντίπαλό του, αλλά δείχνει διστακτικός να τον βγάλει νοκάουτ, προφανώς επειδή ακόμα ελπίζει να επαναφέρει την Τουρκία στο δυτικό πλαίσιο.
Αυστηροί όροι
Από την άλλη πλευρά, όμως, σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, θέτει αυστηρούς όρους, εμφανιζόμενος προς το παρόν τουλάχιστον αποφασισμένος να ρίξει και το κροσέ εάν η άλλη πλευρά συνεχίσει το παιχνίδι που παίζει εδώ και πολύ καιρό. Το κλίμα στην άλλη άκρη του Ατλαντικού είναι βαρύ για τον Τούρκο πρόεδρο. Κι αυτό δεν περιορίζεται στους τοίχους του Λευκού Οίκου. Ενδεικτική η κοινή επιστολή 54 Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων γερουσιαστών.
Σε αυτήν κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου στον Μπάιντεν και στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, εκφράζοντας την άποψη ότι η Ουάσινγκτον πρέπει να ασκήσει έντονη πίεση στην Άγκυρα για το θέμα της συνεχιζόμενης παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της διάβρωσης των δημοκρατικών αρχών. Ούτε λίγο, ούτε πολύ ζητούν από τον πρόεδρο Μπάιντεν να σφίξει τα χαλινάρια. Χαλινάρια που ο προκάτοχός του είχε αφήσει πολύ χαλαρά.
Η προσβλητική ρητορική του Ερντογάν προς τον Αμερικανό και τον Γάλλο πρόεδρο, καθώς και οι πολεμικές ιαχές του κατά της Ελλάδας επιβεβαιώνει τον ολισθηρό δρόμο στον οποίο έχει προ πολλού εισέλθει. Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού φαίνεται να εγκαταλείπουν τις ψευδαισθήσεις και να συνειδητοποιούν ότι εάν υπάρχει μία πιθανότητα η Τουρκία να στρίψει την πλάτη της στη Ρωσία και να επιστρέψει στη Δύση αυτή είναι να της ασκηθεί ασφυκτική πίεση.
Αυτή η διαδικασία, εξάλλου, έχει προ πολλού αρχίσει, έστω κι αν δεν έχει προσλάβει τις διαστάσεις “πνιγμού”. Ο Ερντογάν απολαμβάνει το χρυσοποίκιλτο παλάτι του, αλλά τα σύννεφα συσσωρεύονται απειλητικά. Η τουρκική οικονομία βρίσκεται στα όρια της κατάρρευσης, οι διαδηλώσεις των φοιτητών συνεχίζονται, οι διάφοροι αντικαθεστωτικοί πληθαίνουν, αλλά και τα λοξοκοιτάσματα του Μπαχτσελί επιβαρύνουν το πολιτικό κλίμα.
Με βάση όλα αυτά, η κυρίαρχη τάση στο επιτελείο του Αμερικανού προέδρου είναι ότι πρέπει να ενταθούν οι πιέσεις με σκοπό αφ’ ενός το καθεστώς Ερντογάν να καταστεί όσο πιο ευάλωτο γίνεται, με την ελπίδα πως έτσι θα υποχωρήσει ατάκτως, αφ’ ετέρου για να ενισχυθεί το κύρος των ΗΠΑ διεθνώς. Αυτός είναι ο λόγος που στην Ουάσιγκτον δύσκολα πια βρίσκεις υποστηρικτές μίας πολιτικής κατευνασμού του Τούρκου προέδρου.
Κομμένη η απευθείας σύνδεση
Ο πρόεδρος Μπάϊντεν δείχνει αποφασισμένος να μην αφήσει στον Τούρκο ομόλογό του περιθώρια παρερμηνείας όσον αφορά την αποφασιστικότητά του, ξεκαθαρίζοντας ότι η περίοδος ανοχής που υπήρχε επί προεδρίας Τραμπ ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Το μήνυμα που εκπέμπει η Ουάσιγκτον είναι ξεκάθαρο: μόνο εάν η Τουρκία αφήσει στα κουτιά τους S-400 και απομακρυνθεί από τη Ρωσία θα καταστεί δυνατή η εξομάλυνση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων.
Με την έλευση του Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο, κόπηκε η απευθείας σύνδεση που είχε ο Ερντογάν με τον Τραμπ. Και για να μην υπάρχει καμία παρερμηνεία, επιβλήθηκε και μία εκκωφαντική απουσία επικοινωνίας της νέας αμερικανικής ηγεσίας με την Άγκυρα. Η μόνη επικοινωνία ήταν η τηλεφωνική του Αμερικανού Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας με τον Καλίν, η οποία, όμως, γρήγορα έδειξε ότι δεν δημιούργησε κάποια στέρεα βάση με σκοπό την εξομάλυνση. Υπενθυμίζουμε ότι λίγες ημέρες πριν αναλάβει τα καθήκοντά του, ο Μπάιντεν είχε αγνοήσει τηλεφώνημα που είχε δεχθεί από τον Τούρκο πρόεδρο, κίνηση ασυνήθιστη για σύμμαχο των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ.
Η αρνητική στάση του νέου Αμερικανού προέδρου που προκάλεσε δυσφορία στην Άγκυρα, η οποία αποτυπώθηκε στην συνέντευξη του Μεσούτ Χακί Τζασίν (σύμβουλος του Ερντογάν), ο οποίος στηλίτευσε το γεγονός ότι ο Μπάιντεν δεν έχει επικοινωνήσει ακόμη τηλεφωνικά με τον Τούρκο πρόεδρο. Κερασάκι στην τούρτα και η ρητορική του εκπροσώπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο οποίος με τις δηλώσεις του έδωσε το στίγμα της διαφορετικής αντιμετώπισης που επιφυλάσσει για την Τουρκία η νέα αμερικανική κυβέρνηση.
Οι Αμερικανοί δεν “αγόρασαν”
Το πεδίο στο οποίο θα παιχθεί η πρώτη πράξη του δράματος είναι –όπως προαναφέραμε– η αγορά των S-400. Η νέα αμερικανική κυβέρνηση έχει προειδοποιήσει για επιβολή περαιτέρω κυρώσεων. Σε μία προσπάθεια να εκτονώσει την κρίση, ο Ακάρ πρότεινε η Τουρκία να χρησιμοποιήσει τους S-400 με τον τρόπο που η Ελλάδα χρησιμοποιεί τους S-300, οι οποίοι είχαν αγοραστεί από την Κύπρο και τώρα βρίσκονται εγκατεστημένοι στην Κρήτη.
Οι Αμερικανοί δεν “αγόρασαν” τον τουρκικό ελιγμό και παραμένουν στην ανελαστική θέση τους, απαιτώντας ολοσχερή τουρκική υποχώρηση. Μπορεί και ο Μπάϊντεν να υιοθετεί την άποψη ότι η Τουρκία είναι γεωπολιτικά απαραίτητη για τη Δύση, αλλά φαίνεται να έχει πειστεί πως αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την άσκηση ασφυκτικών πιέσεων. Εξάλλου το πρόβλημα δεν είναι μόνο οι S-400. Αυτοί είναι η κορυφή του παγόβουνου.
Το παγόβουνο είναι η άτυπη πλην πραγματική συμμαχία Πούτιν-Ερντογάν. Έτσι κι αλλιώς, ο πλανητάρχης φρόντισε να ξεκαθαρίσει που στέκεται σε σχέση με τη Μόσχα: «Είπα ξεκάθαρα στον πρόεδρο Πούτιν, με τρόπο πολύ διαφορετικό από τον προκάτοχό μου, ότι ο καιρός που οι ΗΠΑ υποχωρούσαν μπροστά στις επιθετικές ενέργειες της Ρωσίας… έχει παρέλθει».
Αξίζει να σημειωθεί ότι ποτέ δεν περίσσευε η κατανόηση μεταξύ των Μπάιντεν και Ερντογάν. Κανένας από τους δύο δεν έχει ξεχάσει την ένταση που είχε προκαλέσει εν μέσω της προεκλογικής εκστρατείας στις ΗΠΑ ένα βίντεο από τη συζήτηση μεταξύ του τότε υποψηφίου Μπάιντεν και της συντακτικής ομάδας των New York Times. Σ’ αυτό, ο Μπάιντεν περιέγραφε τον πρόεδρο της Τουρκίας σαν “αυτοκράτορα” και πρότεινε οι ΗΠΑ να ενισχύσουν τους αντιπάλους του, ώστε οι τελευταίοι να τον ανατρέψουν μέσω εκλογών.
“Ερώτημα του ενός εκατομμυρίου”
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Μπάιντεν άφηνε να διαφανεί η άποψή του. Το 2014, ως αντιπρόεδρος, είχε απολογηθεί όταν είχε υπονοήσει δημοσίως ότι ο Ερντογάν είχε παραδεχθεί το λάθος της κυβέρνησής του να επιτρέψει σε τρομοκράτες να περάσουν από το έδαφος της Τουρκίας στον δρόμο τους προς τη Συρία και το Ιράκ. Επιπροσθέτως, η φιλική διάθεση του νυν προέδρου προς την Ελλάδα και τους Κούρδους δεν συμβάλει στην αποκατάσταση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων.
Το “ερώτημα του ενός εκατομμυρίου” είναι αν παρ’ όλα αυτά οι δύο ηγέτες τελικά θα ξεπεράσουν την αμοιβαία δυσπιστία και θα βρουν έναν συμβιβασμό. Από τη μία, ο Μπάϊντεν, όπως περιγράφει άρθρο του Foreign Policy, «δεν έχει περιθώριο ηθικού συμβιβασμού με Τουρκία του Ερντογάν». Από την άλλη, ο Τούρκος πρόεδρος όχι μόνο δεν φημίζεται για την προσαρμοστικότητά του, αλλά και έχει συνείδηση πως θα ήταν πολιτική αυτοκτονία να υποκύψει στους όρους που του θέτει η Ουάσινγκτον.
Αρχικά, επιχείρησε να ρίξει γέφυρες, αλλά όταν δεν βρήκε την ανταπόκριση που περίμενε επανήλθε ακόμα πιο επιθετικά στον πραγματικό εαυτό του, πυροδοτώντας νέα ένταση. Εξάλλου, έχει υιοθετήσει για τα καλά τον ρόλο του επίδοξου ηγέτη του απανταχού Ισλάμ. Μόνο ο χρόνος θα δείξει αν και κατά πόσο μπορεί να αλλάξει ρότα. Η εκτίμησή μας, πάντως, είναι πως δεν υπάρχουν περιθώρια για κάτι τέτοιο, άρα η κρίση στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις πιθανότατα οδεύει στο να καταστεί ρήξη.
Μέρκελ και Μακρόν, Μάιντεν-Ερντογάν
Στη δυναμική αυτή που οδηγεί σε μετωπική σύγκρουση, οφείλει να υπολογίσει κανείς και άλλους δύο παίκτες: την Μέρκελ και τον Μακρόν. Η πρώτη προσφέρει πολιτική ασυλία στον Τούρκο πρόεδρο, παρασύροντας προς αυτή την κατεύθυνση και την ΕΕ. Η καγκελάριος, όπως και η κυρίαρχη τάση στη γερμανική πολιτική ελίτ, δεν θέλει να διαταραχθούν οι σχέσεις του Βερολίνου με την Άγκυρα κι αυτή ακριβώς η στάση αποθρασύνει περαιτέρω τον Ερντογάν.
Από την πλευρά του, Μακρόν λειτουργεί εν μέρει σαν ανάχωμα στην προσέγγιση ΕΕ-Τουρκίας που επιδιώκουν οι Γερμανοί. Εξέφρασε ακόμα και με στρατιωτική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο τη στήριξή του στην Ελλάδα και την Κύπρο, ενώ βρέθηκε ούτε μία ούτε δύο φορές σε προσωπική διαμάχη με τον Τούρκο ομόλογό του. Φάνηκε, μάλιστα, κάποιες φορές να εκφράζει το μέρος εκείνο της Δύσης που πιστεύει πως η Τουρκία έχει χαθεί για τη Δύση. Τα βήματά του, όμως, δεν υπήρξαν σταθερά προς αυτή την κατεύθυνση. Αντιθέτως, χαρακτηρίστηκαν από εμφανή πισωγυρίσματα.
Ο αγώνας, όμως, θα κριθεί στο “ρινγκ” μεταξύ Μπάιντεν-Ερντογάν. Οι δύο ηγέτες δεν έχουν πλέον περιθώρια ούτε να υποχωρήσουν, αλλά ούτε και να βρουν ένα συμβιβασμό. Έτσι όπως φαίνεται να εξαλίσσονται τα πράγματα, ο ένας από τους δύο θα κερδίσει. Και βέβαια οι προϋποθέσεις είναι υπέρ του Αμερικανού προέδρου, εάν βέβαια χρησιμοποιήσει την ισχύ που κατέχει…