Τάσος Ζωγράφος: Από τη Μακρόνησο στις χυμώδεις γοργόνες
01/03/2021Φέτος συμπληρώνονται δέκα χρόνια από την απώλεια του σεμνού σκηνογράφου-ενδυματολόγου και ζωγράφου Τάσου Ζωγράφου (γεννήθηκε στη Λιβαδιά το 1926), συνεξόριστου στη Μακρόνησο του σκηνοθέτη του θρυλικού Δράκου (1956) Νίκου Κούνδουρου (1926-2017) και του Θανάση Βέγγου (1927-2011). Τη γνωριμία του με τον κοντόσωμο νεοφερμένο το 1948 στους χώρους του κολαστηρίου της Μακρονήσου ο Κούνδουρος τη διασώζει (“Από πικρές αναμνήσεις στη χαρούμενη ζωγραφική του Τάσου Ζωγράφου”, Ζυγός, τχ. 33, 1979).
Ο Ζωγράφος είχε στραφεί από τη δεκαετία του 1940 σε σκηνικά για το θέατρο και για τον κινηματογράφο χάρη σε μιαν εύνοια της μοίρας: η μάνα του, επιστάτρια σε ιδιωτικό σχολείο των Αμπελοκήπων, έτυχε να βοηθήσει τη μισολυπόθυμη στον δρόμο πριμαντόνα της οπερέτας Μελπομένη Κολυβά (1893-1981) και την είχε μεταφέρει στο φτωχικό της.
Εκείνη, μόλις συνήλθε και είδε τις ζωγραφιές του γιου της γυναίκας στους τοίχους του σπιτιού σαν καλύμματα για την υγρασία που τους πότιζε, πήρε τον νεαρό Τάσο να τον πάει στο θέατρο Απόλλων της οδού Σταδίου. Τον σύστησε να μαθητεύσει δουλεύοντας κοντά στον παλαιό σκηνογράφο Γιώτη Στεφανίδη για τον θίασο της Κούλας Νικολαΐδου (1918-1993) στο έργο Στείλε κι άλλα, θείε Τρούμαν (1947).
Κατά τη δεκαετία του 1950 το Εθνικό Θέατρο, όταν ανακάλυψε ότι ο μικρός που έφτιαχνε σκηνικά χωρίς να φαίνεται το όνομά του ήταν απολυμένος από το 2ο Τάγμα Σκαπανέων Μακρονήσου, τον απέβαλε! Δούλεψε στον ελληνικό “λαϊκό” κινηματογράφο από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και στην ελληνική τηλεόραση από τα πρώτα βήματά της στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Εικονογράφησε ακόμα δίσκους, εκδόσεις και προγράμματα.
Στη ζωγραφική
Βαθιά αγάπη του Ζωγράφου στάθηκε η ζωγραφική, την οποία, λόγω των σκληρών εμφυλιοπολεμικών συνθηκών, δεν κατόρθωσε να τη σπουδάσει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών το 1947. Διαμόρφωσε όμως το δικό του αναγνωρίσιμο ύφος: αφηγηματική σαν παραμύθι λεπτομερής πλοκή ιστοριών, όπου δεσπόζουν συμπαθείς μορφές από λαϊκά στρώματα της καθημαγμένης μεταπολεμικής καθημερινότητας στην Ελλάδα, ρεαλιστικά αποδοσμένες αλλά ταυτόχρονα και ποιητικά υπερρεαλιστικές, ιδιότυπο κράμα βγαλμένο από τον βαθύ πυρήνα των ιθαγενών αξιών του τόπου/καιρού του.
Παλληκάρια γεμάτα ρώμη και γυναίκες καλεστικές στον έρωτα ζωντανεύουν σε πίνακές του. Το 2014 ο Οργανισμός Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας του Δήμου Αθηναίων οργάνωσε στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων στο Μεταξουργείο αναδρομική έκθεση έργων του με την αποφασιστική συνδρομή της συζύγου του και την προσεγμένη επιμέλεια της διευθύντριας της Πινακοθήκης Νέλλης Κυριαζή (1950-2020), ενώ τη βραδιά των εγκαινίων φίλοι του καλλιτέχνη μίλησαν και θέρμαναν το κλίμα.
Οι χυμώδεις γοργόνες του
Στο πλαίσιο αυτής της λαϊκότροπης αντίληψής του, ο Ζωγράφος έδειξε έμμονη προτίμηση σε ένα θέμα που ταίριαζε προς την απλή, ανεπιτήδευτη γραφή του: στις γοργόνες. Τις ζωγραφίζει αυθόρμητες και ζωηρές, σαν αγνές χωριατοπούλες στην ελληνική ύπαιθρο των μεταπολεμικών δεκαετιών 1955-75. Οι γοργόνες του είναι γυμνές κοπέλες, πληθωρικές, ανάλαφρες, λευκές, καθαρές, πετούν σαν τα ξωτικά. Ζέφυροι ή Αύρες κρατούν δαφνόφυλλα, καραβάκια και ελληνικές σημαιούλες.
Τις γοργόνες του τις στέλνει για να κάνουν λαγαρή την αλλοιωμένη από τις κάθε είδους ρητορείες οπτική μας, «ανεπανάληπτες […] να εισβάλουν στα κρεοπωλεία και ν’ αποδιώχνουν, στις γιορτάσιμες μέρες, τις τσελιγκοπούλες και τα “Ζήτω το Έθνος”» (Μποστ, «Για τον Τάσο Ζωγράφο και τον μεγάλο του πίνακα, το “Δοξαστικό”», Ζυγός, τχ. 49, 1981). Όλες, λέει ο καλλιτέχνης, «μια γοργόνα με χίλια πρόσωπα γυναικών, άλλοτε μανιασμένη, άλλοτε ερωτική να με ταξιδεύει, πότε σε γαλήνια νερά και πότε σε φουρτούνες, πάντοτε όμως με το τραγούδι στο στόμα και την υπόσχεση ότι σε λίγο κοντεύουμε και όλα θα αλλάξουν προς το καλύτερο…».