Εκεχειρία το κλείσιμο της 1ης αξιολόγησης

Εκεχειρία το κλείσιμο της 1ης αξιολόγησης

«Δεν πρόκειται για συμφωνία. Πρόκειται για εκεχειρία». Το σχόλιο ανήκει σε παράγοντα της Κομισιόν και αφορά τη διελκυστίνδα ανάμεσα στην Ευρωζώνη και στο ΔΝΤ για το ελληνικό χρέος: «Το Ταμείο δεν ήθελε να αναλάβει το πολιτικό κόστος να προκαλέσει αδιέξοδο. Να εξωθήσει την Ελλάδα σε πιστωτικό γεγονός (χρεοκοπία) και να πυροδοτήσει το κλίμα στην ΕΕ ενόψει του βρετανικού δημοψηφίσματος. Γι’ αυτό και τώρα έκανε ένα βήμα πίσω. Η σύγκρουση μετατίθεται στον επόμενο γύρο και μάλιστα με δυσμενείς όρους για το Βερολίνο. Η συζήτηση για το ελληνικό χρέος θα γίνει με βάση τη μελέτη για τη βιωσιμότητά του που θα εκπονήσει το ΔΝΤ. Ο Σόιμπλε κέρδισε χρόνο, αλλά προοπτικά δεν μπορεί να ξεφύγει από την αντίφασή του: θέλει τη συμμετοχή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα, αλλά όχι την προϋπόθεση γι’ αυτό, που είναι η ελάφρυνση του χρέους».

Προφανώς, η κυβέρνηση θα προτιμούσε να καθαρίσει ο ορίζοντας όσον αφορά την αναδιάρθρωση του χρέους. Μία τέτοια απόφαση θα ήταν ισχυρό όπλο στα χέρια του Τσίπρα για να εξισορροπήσει τη διάχυτη κοινωνική οργή από τα πρόσφατα επώδυνα μέτρα. Το παιχνίδι για το ελληνικό χρέος, όμως, παίζεται πάνω από το κεφάλι της Αθήνας. Εκτός αυτού έχει και άλλα ζόρια.

Δεν πρόλαβε να αναπνεύσει με ανακούφιση για το κλείσιμο της αξιολόγησης και αποδεικνύεται πως το κλείσιμο δεν ήταν ακριβώς κλείσιμο. Για να εκταμιευθεί η πρώτη υποδόση των 7,5 δισ. πρέπει να διευθετηθούν κάποιες λεπτομέρειες που δεν είναι τόσο λεπτομέρειες.

Πρόκειται για κάποιες από τις εκκρεμότητες που αφορούν τα κόκκινα δάνεια (οι υπόλοιπες είναι προαπαιτούμενα για την εκταμίευση της δεύτερης υποδόσης των 2,8 δισ.), για την ολοκλήρωση της πώλησης του Ελληνικού, για τη μη αναδρομική επιστροφή χρημάτων από δικαιούχους του ΕΚΑΣ, για την ασυλία της διοίκησης του Υπερταμείου ιδιωτικοποιήσεων και για το Ταμείο Κοινωνικής Αλληλεγγύης που κινδυνεύει να αποδειχθεί θνησιγενές.

Κοινοτική πηγή υπογραμμίζει πως η απόφαση του Eurogroup για το κλείσιμο της αξιολόγησης την περασμένη Τρίτη ήταν κατά βάση πολιτική απόφαση. Το ευρωιερατείο δεν ήθελε να προκαλέσει κλίμα αβεβαιότητας εν όψει και του βρετανικού δημοψηφίσματος. Η Αθήνα, άλλωστε, νομοθέτησε για όσα είχε δεσμευθεί. Η αποστολή ενός μηνύματος ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε σωστή τροχιά ήταν αναγκαίο και για τις δύο πλευρές.

Σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε πριν τη σύνοδο του Eurogroup με τη συμμετοχή του Γιούνκερ, του Τουσκ, του Ντράγκι και του Ντάισελμπλουμ οριστικοποιήθηκε η απόφαση για το κλείσιμο της αξιολόγησης. Ο Ντάισελμπλουμ, με την ανοχή του Σόιμπλε ανέλαβε να πείσει όσους υπουργούς Οικονομικών θα είχαν αντιρρήσεις.

Σύμφωνα με την ίδια κοινοτική πηγή, «η πολιτική σκοπιμότητα ήταν το βασικό επιχείρημά μας όχι μόνο προς το ΔΝΤ, αλλά και προς την Ουάσιγκτον, από την οποία ζητήσαμε να συμβάλει για να αποτραπεί το αδιέξοδο». Όπως απέδειξαν τα γεγονότα, το επιχείρημα ήταν ισχυρό και έπιασε τόπο. Δεν γεφύρωσε, ωστόσο, το χάσμα που χωρίζει την Ευρωζώνη από το ΔΝΤ όσον αφορά το ελληνικό χρέος.

Υπενθυμίζουμε ότι το 2010 η Ευρωζώνη είχε πείσει το ΔΝΤ να υποχωρήσει από την απαίτηση για κούρεμα του μη βιώσιμου ελληνικού χρέους, με το επιχείρημα ότι αυτό θα προκαλούσε γενικευμένη κρίση στην Ευρωζώνη. Κρίση, η οποία θα απειλούσε το ασταθές εκείνη την εποχή διεθνές οικονομικό σύστημα. Τότε, το Ταμείο είχε χρειασθεί να τροποποιήσει το Καταστατικό του για να ικανοποιήσει την απαίτηση των Ευρωπαίων.

Το 2012, το Eurogroup ανέλαβε τη δέσμευση να ξεκινήσει τη συζήτηση για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους όταν η Ελλάδα θα εμφάνιζε πρωτογενές πλεόνασμα. Η Ελλάδα εμφάνισε πρωτογενές πλεόνασμα, αλλά η Ευρωζώνη αντί να τηρήσει τη δέσμευσή της πέταξε την μπάλα στην κερκίδα, χωρίς το ΔΝΤ να σηκώσει ανάστημα.

Τώρα, το Ταμείο δηλώνει αποφασισμένο να μην περιορισθεί σε γενικές υποσχέσεις. Αυτή τη φορά έκανε ένα βήμα πίσω, αλλά εξασφάλισε δύο ανταλλάγματα:

  • Πρώτον, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η συζήτηση θα πραγματοποιηθεί με βάση την ανάλυση βιωσιμότητας που θα καταθέσει το Ταμείο.
  • Δεύτερον, “ρευστοποιήθηκε” η υποχρέωση της Ελλάδας να παράγει μετά το 2018 πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ. Η εν λόγω υποχρέωση συμπεριλαμβάνεται στο 3ο Μνημόνιο και ως εκ τούτου ήταν κλειστό θέμα. Η πρόσφατη απόφαση του Eurogroup το ανοίγει, με την έννοια ότι θα αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Το ΔΝΤ πιέζει για πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 1,5-2,0% του ΑΕΠ, γεγονός που έδωσε τη δυνατότητα στην κυβέρνηση Τσίπρα να ταχθεί υπέρ της μείωσης του 3,5%, επειδή ο στόχος δεν είναι ρεαλιστικός.

Στην προαναφερθείσα σύσκεψη, ο Ντράγκι είχε ζητήσει καθαρή απόφαση για να μπορέσει να επαναφέρει τη δυνατότητα οι ελληνικές τράπεζες να καταθέτουν ως ενέχυρα στην ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) ελληνικά ομόλογα, προκειμένου να εξασφαλίζουν φθηνή χρηματοδότηση. Η εντολή που έχει δώσει το μέγαρο Μαξίμου είναι να τελειώνουν όλες οι εκκρεμότητες μέχρι το τέλος Μαΐου, ώστε να έχει τη δυνατότητα ο Ντράγκι να φέρει το ζήτημα στη συνεδρίαση του Συμβουλίου της ΕΚΤ στις 2 Ιουνίου.

Η κυβέρνηση ελπίζει πως το κλείσιμο της αξιολόγησης θα ανοίξει τον δρόμο και για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Το εν λόγω πρόγραμμα δεν είναι τίποτα άλλο από έμμεσο τύπωμα χρήματος, το οποίο κατανέμεται στις χώρες-μέλη της Ευρωζώνης κατ’ αναλογία προς το ΑΕΠ τους.

Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι η Ελλάδα, που έχει μεγαλύτερη ανάγκη αυτή τη ρευστότητα,  βρίσκεται σε μειονεκτική θέση έναντι των εταίρων της. Η ΕΚΤ δεν μπορεί να κατακρατεί περισσότερο από το ένα τρίτο του χρέους μίας χώρας-μέλους (του χρέους που είναι διαπραγματεύσιμο στις αγορές). Για όλες τις χώρες-μέλη που δανείζονται από τις αγορές αυτός ο περιορισμός είναι μικρής σημασίας.

Για την Ελλάδα, που λόγω Μνημονίων το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της είναι εκτός αγορών (προς την Ευρωζώνη και το ΔΝΤ), το ένα τρίτο είναι σχετικά μικρό ποσό. Τα πράγματα είναι χειρότερα, επειδή μετά το 2010 η ΕΚΤ, κατά παρέκκλιση των κανόνων της, αγόρασε από τη δευτερογενή αγορά ελληνικά ομόλογα αρκετών δεκάδων δισ. ευρώ.

Ο συνδυασμός των δύο αυτών στοιχείων εμποδίζουν την Ελλάδα να επωφεληθεί από την ποσοτική χαλάρωση σε αντίστοιχο βαθμό με τις άλλες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης. Παρόλα αυτά και τα λίγα δισ. ευρώ που μπορεί να εξασφαλίσει από την ποσοτική χαλάρωση θα είναι ευεργετικά για την αφυδατωμένη ελληνική οικονομία. Η ΕΚΤ θα αποφασίσει για τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση μάλλον τον Σεπτέμβριο, αν και η πρόσφατη απόφαση του Eurogroup για το χρέος δεν βοηθάει προς αυτή την κατεύθυνση.

Επικαλούμενη και τις αναμενόμενες ευνοϊκές αποφάσεις της ΕΚΤ, όπως επίσης και το ότι με τη δόση θα αποπληρώσει οφειλές προς ιδιώτες ύψους 3,6 δισ., η κυβέρνηση Τσίπρα καλλιεργεί την εντύπωση πως με το κλείσιμο της αξιολόγησης η Ελλάδα αλλάζει σελίδα. Είναι αληθές πως η πολιτική αβεβαιότητα καθίσταται αμελητέα για το ορατό μέλλον. Είναι εξίσου αληθές πως για το επόμενο διάστημα υποχωρεί και η οικονομική αβεβαιότητα.

Το κλείσιμο της 1ης αξιολόγησης, όμως, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας σημαντικός σταθμός στη μνημονιακή διαδρομή. Στην πραγματικότητα, το χρονικό διάστημα μέχρι το φθινόπωρο θα είναι μία περίοδος ανάπαυλας στην αλυσίδα των διαδοχικών διαπραγματεύσεων με τους δανειστές.

Δεν ισχύει, λοιπόν, το ξανασερβίρισμα της δικαιολογίας ότι «μέχρι τώρα διαπραγματευόμασταν, από τώρα και μετά θα κυβερνήσουμε». Κανείς δεν εμπόδισε τον Τσίπρα και τους υπουργούς του από το να κυβερνήσουν. Η διαπραγμάτευση και η διακυβέρνηση βαδίζουν παραλλήλως, δεν αποκλείει η μία την άλλη. Έρχεται, άλλωστε, και νέος κύκλος διαπραγματεύσεων. Η δεύτερη υποδόση των 2,8 δισ. έχει προαπαιτούμενα και μάλιστα ορισμένα εξ αυτών είναι δύσκολα.

Εκτός αυτού, τον Οκτώβριο θα έλθει το Κουαρτέτο με τις απαιτήσεις του για την κατάλυση και όσων εργασιακών δικαιωμάτων έχουν απομείνει. Τα εργασιακά δεν έχουν τις επιπτώσεις στην τσέπη των νοικοκυριών που έχουν το Ασφαλιστικό και τα φορολογικά. Έχουν, όμως, βαρυσήμαντο συμβολισμό για τα συνδικάτα και για την Αριστερά. Το γεγονός αυτό καθιστά από πολιτικής απόψεως δύσκολα διαχειρίσιμη την ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης.

Με άλλα λόγια, το ελληνικό δράμα απέχει πολύ από το να είναι προς το τέλος του, όπως προσπαθεί να πείσει η κυβερνητική ρητορική. Στις κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες δοκιμάσθηκε η πολιτική αντοχή των βουλευτών της συμπολίτευσης. Όταν σε λίγο θα αρχίσει να πηγαίνει σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις ο λογαριασμός από τα προσφάτως ψηφισθέντα μέτρα θα δοκιμασθεί η αντοχή των μικρομεσαίων στρωμάτων.

Διχαστικές ατάκες, όπως αυτή του Κυρίτση ότι «μας ψήφισαν για να επιβαρύνουμε τους “μενουμευρωπαίους”», αποπνέουν μία φθηνή οσμή ταξικής πολιτικής, η οποία βλάπτει την κυβέρνηση. Το ίδιο και πρωτοβουλίες, όπως αυτές του υπουργού Παιδείας. Ο Φίλης κατάφερε και πάλι να προκαλέσει με την ανακοίνωση πως θα δώσει δεύτερη ευκαιρία σ’ όσους έχουν προσληφθεί στο δημόσιο με πλαστούς τίτλους σπουδών. Το γεγονός ότι η προκάτοχός του Γιαννάκου είχε περάσει τέτοιο νόμο δεν είναι δικαιολογία. Αντιθέτως, κάνει πιο ηχηρό το αυτογκόλ.

Σαν να μην έφθαναν αυτό και σαν να μην έφθαναν τα χάλια του εκπαιδευτικού συστήματος, σ’ αυτή τη δύσκολη για την κυβέρνηση περίοδο, ο υπουργός Παιδείας ανοίγει για ιδεοληπτικούς λόγους και νέο μέτωπο. Η επιτροπή με επικεφαλής τον Λιάκο προτείνει μεταξύ άλλων και την κατάργηση των μαθητικών παρελάσεων, του εκκλησιασμού και της προσευχής, προκαλώντας αντιδράσεις και πολιτικό κόστος.

Το κλίμα στην κοινωνία είναι κλίμα απόγνωσης και οργής. Δεν θα μπορούσε να συμβαίνει και διαφορετικά. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΕ, το 22,2% των Ελλήνων επιβιώνει σε συνθήκες ένδειας, δηλαδή δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των φορολογουμένων προς το δημόσιο συνεχίζουν να αυξάνονται με ρυθμό περίπου ένα δισ ευρώ το μήνα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι έχει εξαντληθεί η γενική φοροδοτική ικανότητα του πληθυσμού.

Η επιβολή των νέων φορολογικών βαρών θα ρίξει στον γκρεμό και επιχειρήσεις και νοικοκυριά που μέχρι τώρα εξαντλούσαν όλα τα περιθώρια για να πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους. Εκτός αυτού, θα λειτουργήσει ως κίνητρο για τη φυγή από την Ελλάδα υγιών επιχειρήσεων, αλλά και ως αντικίνητρο για νέες παραγωγικές επενδύσεις και για επιχειρηματικές πρωτοβουλίες από νέους επιστήμονες.

Προφανώς, υπάρχουν στρώματα που έχουν φοροδιαφύγει και συνεχίζουν να φοροδιαφεύγουν. Και σ’ αυτό το επίπεδο πρέπει να ληφθούν στοχευμένα μέτρα, τα οποία ούτε αυτή η κυβέρνηση λαμβάνει παρά την αντίθετη ρητορική της. Τα πρόσθετα φορολογικά βάρη, όμως, αναπόφευκτα θα εκτινάξουν τη φοροδιαφυγή. Αντιμετωπίζοντας πρόβλημα επιβίωσης επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες θα διακινδυνεύουν πολύ περισσότερο απ’ ότι μέχρι τώρα.

Η αύξηση της φοροδιαφυγής θα προκαλέσει ντόμινο. Η υστέρηση των δημοσίων εσόδων θα δημιουργήσει δημοσιονομικό κενό και κατ’ επέκτασιν θα ενεργοποιήσει τον αυτόματο “κόφτη” στις δημόσιες δαπάνες με αποτέλεσμα περικοπές σε μισθούς και συντάξεις. Οι περικοπές αυτές θα τροφοδοτήσουν τον φαύλο κύκλο.

Όσο ακόμα έχει χρόνο στη διάθεσή της, η κυβέρνηση θα μπορούσε να πραγματοποιήσει μία από μηδενική βάση επανεξέταση κάθε δημόσιας δαπάνης και κάθε υπηρεσίας με σκοπό την αξιολόγηση της αποδοτικότητας και της σκοπιμότητάς τους. Μία τέτοια διαδικασία όχι μόνο θα εξοικονομούσε πόρους από τις δημόσιες δαπάνες, αλλά και θα διευκόλυνε την παραγωγική ανασυγκρότηση του δημόσιου τομέα.

Αυτός, όμως, είναι ο δύσκολος δρόμος, τον οποίο δεν ακολουθεί η κυβέρνηση Τσίπρα, όπως δεν τον ακολούθησαν και οι προηγούμενες. Αυτό που έκαναν και σε γενικές γραμμές συνεχίζει η σημερινή κυβέρνηση, είναι περισσότερο ή λιγότερο οριζόντιες περικοπές, οι οποίες έχουν καταστήσει προβληματικές ζωτικές λειτουργίες του κράτους, καθώς και φοροεπιδρομές.

Ο μόνος τρόπος για να μπορέσει η Ελλάδα να αποπληρώσει το χρέος της είναι να τεθεί σε τροχιά ανάπτυξης. Η διάλυση του κλίματος αβεβαιότητας που σκοτώνει την οικονομία είναι αναγκαία συνθήκη. Δεν είναι, όμως, και ικανή. Απαιτείται και η δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για μεγάλες παραγωγικές επενδύσεις.

ΟΙ επενδυτές δεν ενδιαφέρονται μόνο για χαμηλό κόστος εργασίας και για συρρικνωμένα εργασιακά δικαιώματα. Στην περίπτωση της Ελλάδας ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο για μία σειρά άλλους παράγοντες, όπως είναι ο καθαρός οικονομικός ορίζοντας, οι σταθεροί κανόνες, η μείωση της φορολογίας σε ανταγωνιστικά επίπεδα και η κατάργηση των γραφειοκρατικών εμποδίων.

Καθαρός οικονομικός ορίζοντας χωρίς οριστική και γενναία μείωση του δημόσιου χρέους δεν μπορεί να υπάρξει. Όλοι οι αναλυτές συμφωνούν πως το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και πρέπει να ελαφρυνθεί. Μέχρι το πρόσφατο Eurogroup, ο Σόιμπλε δεν έχανε ευκαιρία να δηλώνει πως η αναδιάρθρωση δεν είναι του παρόντος και πως το εάν θα χρειασθεί ή όχι ελάφρυνση θα πρέπει να συζητηθεί το 2018.

Το επιχείρημα του Γερμανού υπουργού Οικονομικών ήταν πως μέχρι το 2022 η Ελλάδα έχει εξασφαλίσει περίοδο χάριτος. Άρα, δεν σηκώνει μεγάλο βάρος. Από λογιστικής απόψεως έχει δίκιο. Το χρέος, ωστόσο, δεν είναι μόνο λογιστικό μέγεθος. Είναι και οικονομικό μέγεθος. Το μη βιώσιμο χρέος είναι παράγοντας οικονομικής αβεβαιότητας που απωθεί τις παραγωγικές επενδύσεις, τις οποίες η Ελλάδα έχει ζωτική ανάγκη. Την προφανή αυτή αλήθεια έχει αναγνωρίσει δημοσίως και η Λαγκάρντ.

Όσο το χρέος παραμένει στα ύψη, τόσο η ελληνική οικονομία θα παραμένει σε ομηρία και η επιστροφή στις αγορές θα καθίσταται δύσκολη έως αδύνατη. Είναι αξιοσημείωτο πως Ευρωπαίοι αξιωματούχοι είχαν φθάσει στο σημείο να λένε πως δεν πρέπει να ελαφρυνθεί από τώρα το ελληνικό χρέος για να μη χάσει η Αθήνα το κίνητρο για “μεταρρυθμίσεις”!

Όπως είναι γνωστό, το Eurogroup αποφάσισε κάποια μικρής σημασίας βραχυπρόθεσμα μέτρα, αλλά το ζήτημα της ουσιαστικής μείωσης το παρέπεμψε για το 2018. Εν όψει των εκλογών του 2017, ο Σόιμπλε ήθελε με κάθε τρόπο να αποφύγει να φέρει στη γερμανική Βουλή τέτοιο ζήτημα και το επέτυχε. Επέτυχε, επίσης, την εντύπωση πως το ΔΝΤ θα παραμείνει στο ελληνικό πρόγραμμα. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, όμως, έδωσε ανταλλάγματα.

Με δεδομένη τη σταθεροποίηση της κυβέρνησης, από πολιτικής απόψεως το κρίσιμο ερώτημα είναι ο ανασχηματισμός. Ο πρωθυπουργός θα επιλέξει να τον κάνει τώρα για να δώσει έναν αέρα νέου ξεκινήματος, ή θα προτιμήσει να τον κάνει το φθινόπωρο μετά το κομματικό συνέδριο;

Το επιχείρημα όσων εισηγούνται ανασχηματισμό το φθινόπωρο είναι ότι τώρα που τελείωσε η διαπραγμάτευση πρέπει να δοθεί μία δεύτερη ευκαιρία στους υπουργούς για παραγωγή κυβερνητικού έργου. Όσοι, αντιθέτως, εισηγούνται ανασχηματισμό εδώ και τώρα υποστηρίζουν ότι το φθινόπωρο η κυβέρνηση θα είναι αντιμέτωπη με νέες προκλήσεις. Θα ήταν, λοιπόν, πολυτέλεια και σπατάλη χρόνου να αλλάξουν τότε χέρια τα χαρτοφυλάκια. Δεν έχουν και άδικο…

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Kαταθέστε το σχολιό σας. Eνημερώνουμε ότι τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.

0 ΣΧΟΛΙΑ
Παλιότερα
Νεότερα Με τις περισσότερες ψήφους
Σχόλια εντός κειμένου
Δες όλα τα σχόλια
0
Kαταθέστε το σχολιό σαςx