Γιατί μας ήλθε τώρα ο Τσαβούσογλου – Ο ελιγμός Ερντογάν
01/06/2021Η επίσκεψη Τσαβούσογλου στην Ελλάδα χαιρετίστηκε λόγω της απουσίας εντάσεων, όπως συνέβη κατά την επίσκεψη Δένδια στην Άγκυρα. Βέβαια δεν έλλειψαν άκρως προκλητικές αναφορές κατά τη διάρκεια της παρουσίας του Τούρκου υπουργού στην Θράκη, όπως αναμενόταν, χωρίς ωστόσο αυτό να αποτελεί δικαιολογία για την ελληνική ανοχή.
Σημασία για την Ελλάδα έχει να μην άγεται και φέρεται από την συγκυρία, αλλά να έχει ξεκάθαρο στρατηγικό στόχο, με παράλληλα επαρκή κατανόηση των συνθηκών που επιβάλλουν στο καθεστώς Ερντογάν να αλλάζει προσωπείο στη στάση που υιοθετεί απέναντι στην Ελλάδα. Από ό,τι ειπώθηκε κατά τη διάρκεια της παραμονής του Τσαβούσογλου σε ελληνικό έδαφος, επιβεβαιώνεται πως η τουρκική πλευρά δεν σκοπεύει να μετακινηθεί από τις επεκτατικές της θέσεις ούτε κατά κεραία. Εξ ου και οι δύο πλευρές συμφώνησαν πως διαφωνούν.
Κατά συνέπεια, το ενδιαφέρον στρέφεται στην ανάλυση των κινήτρων που υπαγόρευσαν την πραγματοποίηση της επίσκεψης σε αυτή τη χρονική συγκυρία. Κατά τη γνώμη του υπογράφοντος, η απάντηση βρίσκεται αφ’ ενός στην πίεση που βιώνει πανταχόθεν το καθεστώς Ερντογάν, αφ’ ετέρου στην οικονομική κρίση, στην οποία έχουν οδηγήσει την Τουρκία οι “συνταγές Ερντογάν”.
Οι δύο αυτοί παράγοντες υπαγορεύουν στην Άγκυρα την ανάγκη όχι να κλείσει απαραιτήτως μέτωπα, αλλά τουλάχιστον να τα διαχειριστεί κατά τρόπον που θα τα αποφορτίσει και θα τα κάνει να εμφανίζονται “διαχειρίσιμα”. Να δίνει την εντύπωση ότι δεν απειλεί άμεσα γεωστρατηγικά διακυβεύματα των ισχυρών πόλων του διεθνούς συστήματος, από τους οποίους εξαρτάται η Τουρκία, έτσι ώστε το καθεστώς Ερντογάν να αγοράσει χρόνο.
Η συνάντηση με τον Μπάιντεν
Λέγεται τελευταία ότι η επικείμενη συνάντηση με τον Μπάιντεν στις Βρυξέλλες οδηγεί τον Τούρκο ηγέτη να αναζητά την αποκλιμάκωση, σε μια προσπάθεια να ξεφύγει σταδιακά από τις ασφυκτικές αμερικανικές πιέσεις. Η ερμηνεία αυτή, παρότι μοιάζει λογική, έχει αρκετές μη διευκρινισμένες παραμέτρους. Βασικότερη όλων είναι ότι παρά την προαναγγελία της, προς το παρόν τουλάχιστον η συνάντηση δεν έχει ακόμα επισημοποιηθεί.
Υπενθυμίζουμε ότι το τηλεφώνημα που αναμενόταν από τον Μπάιντεν στον Ερντογάν αμέσως την ανάληψη καθηκόντων του πρώτου στον Λευκό Οίκο, εκτός του ότι καθυστέρησε χαρακτηριστικά, όταν έγινε ήταν για να του ανακοινωθεί η αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων. Μπορεί η τουρκική πλευρά να επενδύει αρκετά στη συγκεκριμένη συνάντηση, ωστόσο, η φύση των προβλημάτων στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις είναι ποιοτικά διαφορετική σε αυτή την συγκυρία. Πρόκειται για πραγματικότητα που επηρεάζει ευθέως τα ελληνοτουρκικά και εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να λείπει ως βασική παράμετρος στην αναζήτηση απάντησης στο κεντρικό ερώτημα του παρόντος σχολίου.
Η Τουρκία ακολουθεί για μια ακόμη φορά αμφίσημη στρατηγική. Μια “αλά τούρκα” εφαρμογή της πολιτικής “μαστίγιο και καρότο”. Η μείωση της θερμοκρασίας στις διμερείς σχέσεις με την Αθήνα εντάσσεται σε αυτή ακριβώς τη στρατηγική, την οποία δεν θα πρέπει η Αθήνα να την ερμηνεύσει σαν “ευκαιρία για προώθηση της ειρήνης”. Διότι, πρώτον η Τουρκία δεν αλλάζει επί της ουσίας την επεκτατική στρατηγική της και δεύτερον είναι νομοτελειακά βέβαιο ότι θα επανέλθει στην οδό του στρατιωτικού καταναγκασμού και των εκβιασμών, μόλις κρίνει ότι έχει έρθει η ώρα για να γίνει το επόμενο βήμα προώθησης των πάγιων στόχων της.
Οι μοναδικές δυνατότητες επηρεασμού της τουρκικής στρατηγικής που μπορεί να χρησιμοποιήσει η Ελλάδα είναι δύο: Η πειστική άρνηση των τουρκικών στόχων επί του πεδίου και η απουσία κάθε διευκόλυνσης από την Ελλάδα στις τακτικού χαρακτήρα επιλογές της τουρκικής ηγεσίας, εκτός κι αν εξυπηρετούν το ελληνικό συμφέρον. Ασφαλώς και θα διακηρύσσει η Αθήνα την επιθυμία της για αποκλιμάκωση και χαμηλή θερμοκρασία στο Αιγαίο. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να ξεκαθαρίζει ότι η Τουρκία βραχυκυκλώνει τη διπλωματική διαδικασία που επικαλείται, όταν αρνείται η επίλυση των διμερών προβλημάτων να γίνει στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου.
Η παγίδα του συνυποσχετικού
Τί ακριβώς μπορεί να συζητήσει για τις θαλάσσιες ζώνες η Αθήνα με την Άγκυρα, όταν επίσημη διακηρυγμένη τουρκική θέση είναι ότι τα νησιά δικαιούνται μόνο χωρικά ύδατα και μάλιστα μόνο έξι ναυτικών μιλίων, ούτε ΑΟΖ ούτε υφαλοκρηπίδα. Η τελευταία γραμμή της Αθήνας είναι να αποδεχθεί συνέχιση της διπλωματικής διαδικασίας, εφόσον η Τουρκία αποδεχθεί την παραπομπή του ζητήματος της οριοθέτησης της ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο.
Φυσικά, είναι απαράδεκτο να συνεχίσουν να επιβιώνουν σκέψεις για να υποδειχθεί –μέσω του συνυποσχετικού– στο Διεθνές Δικαστήριο ο τρόπος οριοθέτησης. Είναι διπλά απαράδεκτο η ελληνική πλευρά να εμπλέκεται σε συζητήσεις με τέτοιο περιεχόμενο, αντί να καθορίσει τη θέση αρχής, από την οποία δεν θα μετακινηθεί. Η μη τήρηση αυτής της θέσεως αρχής προδίδει προθυμία εξεύρεσης “λύσης” με κάθε κόστος. Σημαίνει ότι η απαλλαγή από το “πρόβλημα” για την ελληνική ελίτ είναι σημαντικότερη προτεραιότητα από την προάσπιση των νομίμων ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Εμμέσως πλην σαφώς αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα εμφανίζεται πρόθυμη –δήθεν για χάρη της ειρήνης στην περιοχή– να νομιμοποιήσει τους τουρκικούς επεκτατικούς ισχυρισμούς, αναλαμβάνοντας μάλιστα την ευθύνη για τις δυνητικές παγκόσμιες συνέπειες από την ενσωμάτωση τέτοιων αποφάσεων στη διεθνή νομολογία… Είναι εξαιρετικά περίεργο επίσης, η Ελλάδα να… απολογείται για τη γεωγραφία του Αιγαίου που δήθεν αποκόπτει την Τουρκία από τη θάλασσα. Είναι κυρίως όμως ανόητο και αυτοκαταστροφικό και σε επίπεδο τακτικής, εάν υποτεθεί ότι υπάρχει κάποιο περιθώριο επιμέρους υποχωρήσεων, αυτές να διακηρύσσονται πριν τη διαπραγματευτική διαδικασία.
Μην τρέφουμε αυταπάτες
Καταληκτικά, ο τακτικός χαρακτήρας της τουρκικής στάσης αυτό το διάστημα δεν πρέπει να δημιουργεί αυταπάτες. Η Ελλάδα πρέπει να παραμένει προσηλωμένη στη στρατηγική διάσταση του διμερούς ανταγωνισμού που προκαλεί ο επεκτατισμός της Άγκυρας. Αυτό φυσικά δεν αποκλείει τακτικές κινήσεις εκ μέρους της Αθήνας. Καλώς πράττει και βοηθά στην με κάθε τρόπο διατήρηση ηρεμίας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Υπό μία προϋπόθεση όμως: Να μην τρέφουμε την αυταπάτη ότι αποτελεί βήμα προς την ειρήνευση. Στο ενδιάμεσο διάστημα, μέχρι την επόμενη όξυνση που θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη, η ελληνική ηγεσία οφείλει να προωθήσει δυναμικά όλες τις πρωτοβουλίες που θα της επιτρέψουν να αντιμετωπίσει την τουρκική επιθετικότητα με καλύτερους όρους.
Καλώς ή κακώς, στη σημερινή συγκυρία και δεδομένης της υπερδεκαετούς ολιγωρίας στο επίπεδο της αμυντικής θωράκισης, οι ελληνικές πρωτοβουλίες οφείλουν να είναι κατά κανόνα στρατιωτικές. Σε αυτό το πλαίσιο, οι καθυστερήσεις σε ό,τι θα μπορούσε να προσθέσει στοχευμένα στρατιωτική ισχύ, δεν είναι απλώς αδικαιολόγητες, αλλά και δυνάμει εγκληματικές. Πολλώ δε μάλλον όταν οι καθυστερήσεις καλύπτονται υπό τον μανδύα δήθεν συνυπολογισμού της “γεωπολιτικής παραμέτρου” σε αποφάσεις που έπρεπε να έχουν ληφθεί πολλά χρόνια πριν. Και για όποιον δεν κατάλαβε, ο τελευταίος υπαινιγμός αφορά τις φρεγάτες…