Ποια ελληνική οικονομία κληροδοτεί το 2017
30/12/2017του Κώστα Μελά –
Το 2017, που μας εγκαταλείπει, ήταν μία ακόμα δύσκολη χρονιά. Τα συμπεράσματα από τη μελέτη των στοιχείων για την εξέλιξη των βασικών οικονομικών μεγεθών το δείχνουν. Ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ υπολογίζεται να κινηθεί γύρω από την περιοχή του 1,5% μακριά από το στόχο του 2,7% που είχε τεθεί στον προϋπολογισμό του 2017. Το Υπουργείο Οικονομικών θα πρέπει να δώσει κάποια εξήγηση για τους λόγους που παρατηρήθηκε αυτή η μείωση. Λόγους όχι περιγραφικούς αλλά αξιολογικούς.
Τι δεν πήγε καλά; Υπάρχει λάθος στο μίγμα της οικονομικής πολιτικής ή όχι; Η δική του συμμετοχή αξιολογείται ως σωστή; Η «ταξική»(!) πολιτική που ακολουθεί μήπως έχει επιπτώσεις στη μεγέθυνση του ΑΕΠ; Τέλος πάντων κάτι πρέπει να μας πει σε σχέση με την απτή πραγματικότητα.
Ο σαφώς μικρότερος ρυθμός μεγέθυνσης οφείλεται στους μειωμένους ρυθμούς μεγέθυνσης όλων των συνιστωσών του ΑΕΠ (ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση, επενδύσεις, εξαγωγές ) και αύξησης των εισαγωγών σε σχέση με τους στόχους του προϋπολογισμού 2017. Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί τόσο η μείωση των επενδύσεων (στον βαθμό που δεν αντανακλά, αποκλειστικά, υστερήσεις στην εκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων), όσο και η αύξηση των εισαγωγών στο 3ο τρίμηνο του 2017.
Το 2017 η οικονομία εξέρχεται από μακρά αποπληθωριστική περίοδο. Ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή καταγράφει άνοδο της τάξης του 1,1%, το Νοέμβριο. Το ποσοστό της ανεργίας μειώθηκε σταθερά καθόλη τη διάρκεια του 2017 και διαμορφώθηκε, τον Σεπτέμβριο, σε 20,5%. Το ισοζύγιο των ροών μισθωτής απασχόλησης παρέμεινε θετικό για το διάστημα Ιανουαρίου-Οκτωβρίου. Η πλειονότητα, ωστόσο, των προσλήψεων αφορά θέσεις μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης («ελαστικές» μορφές απασχόλησης).
Οι άλλοι δείκτες
Το ισοζύγιο πληρωμών και τα επιμέρους ισοζύγια εμφανίζονται χωρίς σημαντικές διακυμάνσεις. Ο δείκτης οικονομικού κλίματος και οι αντίστοιχοι δείκτες για τους περισσότερους επιμέρους κλάδους εμφανίζονται βελτιωμένοι. Η πτώση στον κατασκευαστικό κλάδο συνεχίζεται. Όσον αφορά δε το πρωτογενές πλεόνασμα (αποτέλεσμα του κρατικού προϋπολογισμού το δεκάμηνο του 2017) δείχνει ότι θα είναι σχεδόν διπλάσιο έναντι του στόχου.
Σε σχέση με πέρυσι οι εισπράξεις έμμεσων φόρων εμφανίζεται αυξημένη, ενώ υστέρηση δείχνουν οι εισπράξεις άμεσων φόρων. Το τελευταίο απαιτεί ιδιαίτερη παρακολούθηση. Παρατηρείται, επίσης, σημαντική μείωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου σε σχέση µε πέρυσι. Η μείωση ανέρχεται στο 26,5% σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης και σε 32,1% αν συμπεριληφθούν και οι επιστροφές φόρων.
Συνεχίζεται η συσσώρευση νέων ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου. Η τάση ωστόσο, φαίνεται να αποκλιμακώνεται. Σταθερή βελτίωση καταγράφεται στις εισπράξεις παλαιών και νέων ληξιπρόθεσμων οφειλών. Επίσης, παρατηρείται σημαντική αποκλιμάκωση της απόδοσης των δεκαετών ελληνικών κρατικών ομολόγων. Πάντως χρειάζεται να περιμένουμε να σταθεροποιηθεί η αγορά για ασφαλέστερα συμπεράσματα.
Η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών συνεχίζεται. Το ίδιο και η αποταμίευσή τους. Τούτο οφείλεται σαφώς στις υπέρμετρες υποχρεώσεις τους (φορολογικές και άλλες) έναντι του δημοσίου και των τραπεζών (δάνεια).
Το τραπεζικό σύστημα
Το τραπεζικό σύστημα εξακολουθεί να μην προσφέρει ρευστότητα στην οικονομία. Βρίσκεται αντιμέτωπο με το πρόβλημα των μη αποτελεσματικών δανείων και με τους επερχόμενους πλειστηριασμούς. Σύμφωνα με την Έκθεση για τους Επιχειρησιακούς Στόχους Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα τον Σεπτέμβριο του 2017 ανήλθαν σε 100,4 δισ. ευρώ (το 44,6% των συνολικών ανοιγμάτων).
Παρουσιάζεται μείωση -2,4% σε σύγκριση με το τέλος Ιουνίου 2017 και -5,5% σε σύγκριση με το τέλος Δεκεμβρίου 2016. Η μείωση αυτή προήλθε κυρίως από διαγραφές δανείων (1,1 δισ. ευρώ το 3ο τρίμηνο του 2017 και 4,4 δισ. ευρώ το διάστημα Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2017) και πωλήσεις δανείων (1,4 δισ. ευρώ το 3ο τρίμηνο του 2017 και 1,8 δισ. ευρώ το διάστημα Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2017). Οι διαγραφές αφορούσαν, όμως, σχεδόν στο σύνολό τους μεμονωμένη συναλλαγή συγκεκριμένης τράπεζας. Αντίθετα, η μείωση που προήλθε από εισπράξεις και ρευστοποιήσεις ήταν περιορισμένη.
Ο Δείκτης Μισθολογικού Κόστους του 3ου τριμήνου 2017, χωρίς καμία διόρθωση (εποχική ή διόρθωση ως προς τον αριθμό των εργασίμων ημερών), σε σύγκριση με τον αντίστοιχο Δείκτη του 3ου τριμήνου 2016, παρουσιάζει μείωση κατά 1,3% έναντι αύξησης 1,3% κατά την αντίστοιχη σύγκριση του έτους 2016 προς το 2015.
Τίποτε δεν προμηνύει ότι η Ελλάδα αλλάζει παραγωγικό υπόδειγμα. Η φτωχοποίηση της κοινωνίας συνεχίζεται και δεν ανατρέπεται με “φιλανθρωπικές μεθόδους”. Η “ισότητα” προς τα κάτω οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε στασιμότητα την οικονομία και σε τέλμα την κοινωνία.