Η Γερμανία θέλει να καταργηθεί το βέτο στην ΕΕ!
07/06/2021Οι Γερμανοί έθεσαν ζήτημα να καταργηθεί το δικαίωμα βέτο στην ΕΕ μεμονωμένων κρατών-μελών με αφορμή την Ουγγαρία, που ασκεί βέτο σε ζητήματα εξωτερικής πολιτική. Όμως, μια τυχόν αλλαγή επ΄αυτού θα επηρέαζε και την Ελλάδα και την Κύπρο, που όπως διαπιστώθηκε πρόσφατα χρειάστηκε να δώσουν μάχες για το θέμα της επιθετικότητας της Τουρκίας.
Ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Χάικο Μάας τόνισε ότι πρέπει να καταργηθεί το δικαίωμα των μεμονωμένων κρατών- μελών της ΕΕ να «αρνούνται αποφάσεις, γιατί κατ΄αυτό τον τρόπο οι 27 χώρες είναι όμηροι μονομερών καθυστερήσεων. Κάποιοι παραλύουν την ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική μέσω των βέτο που ασκούν. Επομένως, το λέω ανοιχτά: το βέτο πρέπει να φύγει, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι και εμείς μπορούμε να καταψηφιστούμε. Εκείνοι που απειλούν με βέτο παίζουν, περισσότερο ή λιγότερο, με τη συνοχή της Ευρώπης».
Υπενθυμίζεται πως το βέτο ισχύει στο πεδίο της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Άμυνας της ΕΕ. Στο πεδίο αυτό τα κράτ-μέλη διατηρούν το δικαίωμα βέτο όταν θεωρούν πως θίγεται κάποιο ζωτικής σημασίας συμφέρον τους. Χώρες όπως η Ουγγαρία κάνουν συχνά χρήση του συγκεκριμένου δικαιώματος με αποτέλεσμα να μπλοκάρονται οι κοινές θέσεις της ΕΕ σε θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Αυτό συνέβη και πρόσφατα όταν για ακόμη μια φορά η Βουδαπέστη αρνήθηκε να συναινέσει στην καταδίκη των ενεργειών του Ισραήλ στη Γάζα. Όμως, βέτο έχουν ασκήσει κατά καιρούς όλες οι χώρες, η κάθε μία για τους λόγους της. H Βουλγαρία έχει ασκήσει βέτο για την εισδοχή των Σκοπίων, η Κύπρος έχει πρόβλημα επειδή την θεωρούν “φορολογικό παράδεισο” και έχει ενστάσεις με κάποιες φορολογήσεις και η Ελλάδα με την Κύπρο απείλησαν με βέτο στις διαπραγματεύσεις με την Τουρκία και στη διαμόρφωση των τελικών “κοινών κειμένων” που δεν τις εκπροσωπούσαν.
O Economist είχε ένα ενδιαφέρον άρθρο πριν από δύο ημέρες για το ίδιο θέμα, όπου έλεγε ότι “λιλιπούτεια” κράτη σαν τη Μάλτα και το Λουξεμβούργο έχουν δικαίωμα βέτο γιατί σε αυτό στηρίζεται η ισοπολιτεία, όμως ο αντίλογος είναι ότι αν δει κανείς το θέμα πληθυσμιακά, δεν μπορεί μία μαλτέζικη ψήφος να αντιστοιχεί σε εννέα γερμανικές. Οι Αμερικανοί σχολίαζαν ότι «ολόκληρη Γερμανία έχει έναν βουλευτή για κάθε 860.000 κατοίκους και το Λουξεμβούργο, που ουσιαστικά έχει το μέγεθος της πόλης του Ντίσελντορφ, έχει έναν ανά 100.000».
Επίθεση Economist
Το αγλλικό περιοδικό μάλιστα χαρακτήριζε σχεδόν ως “κλίκα” τα μικρά κράτη που επιμένουν να στηρίζουν με πάθος την ισόνομη ύπαρξή τους και επέμεινε να βλέπει την Ευρώπη καθαρά πληθυσμιακά, αναφέροντας ότι τα 3/4 του ευρωπαϊκού πληθυσμού ζουν σε επτά χώρες, και κατά συνέπεια αυτές θα έπρεπε και να αποφασίζουν.
Το έντυπο δυσανασχετεί επίσης που αυτά τα μικρά κράτη έχουν δικαίωμα άποψης στη χάραξη νομισματικής και οικονομικής πολιτικής, λόγω της συμμετοχής τους στο κοινό νόμισμα, ενώ πριν από το ευρώ “ήταν ένα τίποτα”. Κατά τη γνώμη του (και ίσως κατά τη γνώμη πολλών Αμερικανών αλλά ίσως και Ευρωπαίων) η Ευρωπαϊκή Ένωση λειτουργεί σαν μεγεθυντικός φακός που εμφανίζει μερικά ασήμαντα κρατίδια ως μεγάλες χώρες.
Η τάση αυτή ειναι ουσιαστικά υπέρ των πλούσιων βιομηχανικών κρατών και κυρίως της Γερμανίας, και αν αρχίσει να τίθεται θέμα μεγέθους στην λήψη των αποφάσεων, με την αφαίρεση του βετου της Μάλτας που έχει 500.000 κατοίκους, επόμενος σταθμός θα είναι ίσως η Κύπρος που ειναι επισης μικρή, και αμέσως μετά σειρά θα πάρουν Ελλάδα, Βέλγιο, Πορτογαλία και άλλα κράτη της τάξης των 10 εκατομμυρίων. Οπότε δεν τίθεται ουσιαστικά θέμα μεγέθους, όσο λογικά κι αν το παρουσιάζει ο Economist, όσο θέμα οριζόντιας αφαίρεσης του δικαιώματος άσκησης βέτο, όπως το έθεσαν σήμερα ψυχρά οι Γερμανοί.
Σε πολλούς τομείς πολιτικής, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκης Ένωσης λαμβάνει αποφάσεις με “ειδική πλειοψηφία”, σύστημα στο οποίο κάθε χώρα διαθέτει έναν αριθμό ψήφων κατά προσέγγιση ανάλογο με το μέγεθος του πληθυσμού της. Τα πιο σημαντικά, όμως, θέματα, συμπεριλαμβανομένων των αλλαγών στις συνθήκες της ΕΕ, αποφασίζονται μόνον ομοφώνως, δίνοντας σε κάθε χώρα το δικαίωμα να ασκήσει το δικαίωμα της αρνησικυρία στις προτάσεις και να φρενάρει αποφάσεις με τις οποίες διαφωνεί.