Γιατί επιβιώνει ο Μπερλουσκόνι
09/02/2018του Giovanni Orsina *
Η Ιταλία θα προσέλθει στις κάλπες εν μέσω μεγάλης αστάθειας και ενός πολιτικά και θεσμικά εύθραυστου σκηνικού. Η ιταλική δημοκρατία ανέκαθεν είχε εύθραυστους θεσμούς, τουλάχιστον όμως είχε ισχυρά κόμματα. Μετά την κρίση της δεκαετίας του 1990 έχασε και τα κόμματα, και από τότε αναζητεί την πολιτική σταθερότητα.
Την περίοδο 1994-2011, η ιταλική δημόσια ζωή στηρίχθηκε σε δύο πόλους: στην Αριστερά, η οργανωτική παράδοση της οποίας προερχόταν από το Κομμουνιστικό Κόμμα, και στη Δεξιά, με βασικό εκφραστή τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Μετά την κρίση του χρέους, όμως, οι δύο αυτοί πόλοι κατακερματίστηκαν.
Μια από τις επιπτώσεις αυτού του κατακερματισμού ήταν η εμφάνιση του Κινήματος των Πέντε Αστέρων: ενός πολιτικού σχηματισμού ίσως μοναδικού στην Ευρώπη, που δεν τοποθετείται ούτε στη Δεξιά ούτε στην Αριστερά και ευημερεί κυρίως χάρις στις αποτυχίες των λοιπών κομμάτων και το ισχυρό αίσθημα δυσφορίας απέναντι στην πολιτική και τους πολιτικούς.
Από το 2014 ως το 2016, ο Ματέο Ρέντσι, που εξελέγη πρώτα γραμματέας του Δημοκρατικού Κόμματος και στη συνέχεια πρωθυπουργός, προσπάθησε να διορθώσει αυτή την κατάσταση μέσω της μεταρρύθμισης των θεσμών. Τα αποτελέσματα όμως του δημοψηφίσματος της 4ης Δεκεμβρίου 2016 αποτέλεσαν προσωπική πολιτική και θεσμική του ήττα.
Παραίτηση αντί ενθουσιασμού
Αυτή η σύντομη ιστορική αναδρομή εξηγεί γιατί όλα τα κόμματα που θα αντιπαρατεθούν στις κάλπες στις 4 Μαρτίου είναι αδύναμα, το καθένα για διαφορετικούς λόγους.
Το Δημοκρατικό Κόμμα και ο ηγέτης του Ματέο Ρέντσι δεν έχουν συνέλθει από το σοκ του δημοψηφίσματος και δεν μπορούν να διεκδικήσουν την κληρονομιά της πενταετούς κυβερνητικής τους θητείας, που δεν είναι και ασήμαντη. Επιπλέον, υπέστησαν και μια διάσπαση που τροφοδότησε τη λίστα του αριστερού κόμματος Ελεύθεροι και Ισοι.
Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων δεν έχει χάσει δύναμη από το 2013 μέχρι σήμερα, το αντίθετο μάλιστα, αλλά οι περισσότεροι Ιταλοί εξακολουθούν να το θεωρούν αντιφατικό από προγραμματική άποψη και σε μεγάλο βαθμό επίπεδο από οργανωτική άποψη. Και φοβούνται την έλλειψη εμπειρίας του.
Η Λέγκα του Βορρά, υπό τον νέο της ηγέτη Ματέο Σαλβίνι, πέρασε από το 4% το 2013 στο 13% που της δίνουν σήμερα οι δημοσκοπήσεις. Πρόκειται όμως για ένα κόμμα που εμπνέεται από το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν και οι περισσότεροι ψηφοφόροι το θεωρούν ως εκ τούτου ακραίο.
Το τοπίο αυτό εξηγεί την επιβίωση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, που έχει δείξει ότι μπορεί να ξεπερνά τα πολυάριθμα προσωπικά και πολιτικά πλήγματα που έχει δεχθεί και να παρουσιάζεται ως ένας έμπειρος και καθησυχαστικός ηγέτης. Κι αυτή η λύση όμως είναι εύθραυστη: μιλάμε για έναν πολιτικό 81 ετών, που έχει επιβιώσει από πολυάριθμες ήττες.
Ο μεγάλος φόβος για την Ιταλία
Όλα αυτά τα δεδομένα εξηγούν επίσης το γενικό κλίμα αυτής της προεκλογικής εκστρατείας, που κατά την άποψή μου παραπέμπει πολύ περισσότερο στην παραίτηση απ’ ό,τι στον ενθουσιασμό. Η προσπάθεια των κομμάτων να διαφύγουν από την πραγματικότητα και να κινηθούν σε έναν θαυμαστό κόσμο υπερβολικών υποσχέσεων οδηγεί πράγματι σε αυτή την παραίτηση. Το 2013, η αποχή έφτασε σε ύψη-ρεκόρ: 25%. Φέτος μπορεί να φτάσει το 30%. Επιπλέον, ένα σημαντικό μέρος των ψηφοφόρων – υπολογίζεται μεταξύ 15% και 20% – θα αποφασίσει το τελευταίο 24ωρο, ή ακόμη και πίσω από το παραβάν, κάτι που μειώνει την αξιοπιστία των δημοσκοπήσεων και αφήνει περιθώριο για εκπλήξεις.
Αν αφήσουμε όμως στην άκρη τις εκπλήξεις και μείνουμε στις δημοσκοπήσεις, ο μόνος σχηματισμός που μπορεί να αποσπάσει πλειοψηφία στο κοινοβούλιο είναι μια συμμαχία ανάμεσα στον Μπερλουσκόνι και τη Λέγκα του Σαλβίνι. Μόνο που ο Σαλβίνι, όπως προαναφέραμε, είναι λεπενιστής, ενώ ο Μπερλουσκόνι ανήκει στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα. Τι πολιτική θα ασκούσε λοιπόν ένας τέτοιος κυβερνητικός σχηματισμός στις Βρυξέλλες;
Μια άλλη συμμαχία, αν και όχι τόσο πιθανή, θα ήταν ανάμεσα στον Μπερλουσκόνι και το Δημοκρατικό Κόμμα του Ρέντσι. Αν δεν συμβεί ούτε αυτό, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τη συνέχεια. Το να συγκροτηθεί μια κυβέρνηση του Κινήματος Πέντε Αστέρων με τη Λέγκα – κάτι που φοβούνται πολύ στην Ευρώπη- εξακολουθεί να είναι απίθανο. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που διατρέχει η Ιταλία δεν είναι μια ισχυρή κυβέρνηση να κάνει κάτι βλακώδες, αλλά μια πολύ αδύναμη κυβέρνηση να μην κάνει τίποτα.
(*) Ο Τζοβάνι Ορσίνα είναι καθηγητής πολιτικών συστημάτων στο Πανεπιστήμιο Luiss της Ιταλίας
Πηγή: El Pais/ΑΠΕ