Κι όμως, το είχε σερβίρει ο Νίμιτς το 2005!
08/02/2018του Σταύρου Λυγερού –
Μετά από μία μακρά περίοδο προσχηματικών διαπραγματεύσεων, στα μέσα της δεκαετίας του 2000 το Μακεδονικό επανήλθε κάπως στο προσκήνιο. Η επίσκεψη του τότε υπουργού Εξωτερικών Πέτρου Μολυβιάτη στις ΗΠΑ (Μάρτιος 2005) ήταν μία ευκαιρία να το συζητήσει με την τότε Αμερικανίδα ομόλογό του Κοντολίζα Ράις. Άλλωστε, είχε ήδη δρομολογηθεί μία νέα προσπάθεια του Νίμιτς. Η Αθήνα δεν έχανε ευκαιρία να υπογραμμίζει τα οφέλη που θα προκύψουν για τη FYROM εάν οι διμερείς σχέσεις απαλλαγούν απ’ αυτό το αγκάθι, αλλά δεν έβρισκε ανταπόκριση.
Ο Μολυβιάτης επιχείρησε από τις αρχές 2005 να διαμορφώσει συνθήκες διπλωματικής πίεσης των Σκοπίων με σκοπό να τα ωθήσει σ’ ένα συμβιβασμό. Οι ταυτόσημες δημόσιες δηλώσεις της Πρίστινας, των Τιράνων και του Βελιγραδίου υπέρ της ανάγκης να εξευρεθεί μία κοινά αποδεκτή λύση (5-4-2005 και 6-4-2005) δεν είχαν προκύψει τυχαία.
Με τη συζήτηση για το μελλοντικό καθεστώς του Κοσσυφοπεδίου να έχει ανοίξει, και οι τρεις αυτοί παράγοντες ενδιαφέρονταν για τη στάση της Ελλάδας. Πολύ περισσότερο, που εκείνη την περίοδο ήταν μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Aσφαλείας και στο κρίσιμο διάστημα του Ιουλίου 2005 θα ασκούσε την προεδρία του.
Η Αθήνα απέφυγε να βγει η ίδια μπροστά με συγκεκριμένη πρόταση για σύνθετη ονομασία. Παρότρυνε το Νίμιτς να καταθέσει δική του πρόταση, ώστε αυτή να έχει το τεκμήριο της αντικειμενικότητας. Τη μεθόδευση υιοθέτησε και η Ουάσιγκτον. Τελικώς, ο Νίμιτς κατέθεσε επισήμως πρόταση με το κακόηχο και δύσχρηστο όνομα-σιδηρόδρομο “Δημοκρατία της Μακεδονίας-Σκόπια” στα σλαβικά και για υποχρεωτική χρήση μόνο στον ΟΗΕ και σε άλλους διεθνείς οργανισμούς (8-4-2005).
Η “ουρά” της πρώτης πρότασης Νίμιτς
Η πρόταση του διαμεσολαβητή ήταν κατώτερη από τις ελληνικές προσδοκίες, αλλά ο Μολυβιάτης ανακοίνωσε την ίδια ημέρα ότι η Αθήνα την αποδεχόταν ως βάση διαπραγμάτευσης. Είναι αξιοσημείωτο ότι όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, το καθένα με τον τρόπο του, ουσιαστικά άναψαν πράσινο φως στην κυβέρνηση. Το κλίμα άλλαξε άρδην, όταν αποκαλύφθηκε το σημείο της επιστολής Νίμιτς ότι «καμία χώρα ή περιοχή δεν θα μπορεί στο εξής να χρησιμοποιεί διεθνώς τον όρο Macedonia ή τον όρο Makedonija» (Βήμα 10-4-2005).
Πέρα από την ουσία, προέκυψε και ζήτημα πολιτικής δεοντολογίας. Ήταν αδιανόητο ο υπουργός Εξωτερικών να ενημερώνει επισήμως τους πολιτικούς αρχηγούς για ένα σημαντικό εθνικό θέμα και να τους αποκρύπτει την επίμαχη παράγραφο. Είχε υποχρέωση να αναφέρει στους συνομιλητές του το επικίνδυνο αυτό σημείο, παρουσιάζοντάς τους και την τακτική με την οποία η κυβέρνηση θα το αντιμετώπιζε. Ο Μολυβιάτης δεν το έπραξε και εκτέθηκε.
Αυτό που θα απαγορευόταν ήταν η επίσημη χρήση στη διεθνή σκηνή του ονόματος “Μακεδονία” από τις δύο πλευρές. Το γειτονικό κράτος θα ονομαζόταν “Makedonija-Skopje” και η ελληνική Μακεδονία θα ονομαζόταν greek Macedonia. Δεν θα απαγορευόταν η χρήση των παραγώγων του όρου “Μακεδονία” για εμπορικές και άλλες χρήσεις.
Αυτή η αμοιβαία απαγόρευση δεν θα αποτελούσε αξεπέραστο εμπόδιο, εάν η πρόταση Νίμιτς εξουδετέρωνε το ιδεολόγημα του “Μακεδονισμού”. Δεν το εξουδετέρωνε, όμως. Το αντίθετο, μάλιστα. Δεν ήταν μόνο ότι ρητώς αναγνώριζε το συνταγματικό όνομα “Δημοκρατία της Μακεδονίας” για χρήση στο εσωτερικό. Δεν ήταν μόνο ότι άφηνε ολάνοικτη την πόρτα να χρησιμοποιείται αυτό το όνομα και στις διμερείς σχέσεις των Σκοπίων με τρίτες χώρες. Ήταν κυρίως ότι νομιμοποιούσε διεθνώς τον όρο ”Makedonians” για τους πολίτες και “makedonian” για τη γλώσσα. Μέσω αυτών νομιμοποιούσε το ιδεολόγημα του “Μακεδονισμού”, με το οποίο δήλωνε ότι διαφωνούσε. Αυτά, όμως, ήταν ψιλά γράμματα για την ελληνική πολιτική ελίτ, που ήθελε να ξεμπερδεύει με το πρόβλημα.
Στη θαλπωρή των ψευδαισθήσεων
Για να πιέσει τα πράγματα, ο Μολυβιάτης υπογράμμιζε στους συνομιλητές του ότι στην υπόθεση του ονόματος δεν παίζει μόνο η ελληνική κυβέρνηση. Αποφασιστικό ρόλο παίζει και η Βουλή. Όποιος κι αν είναι ο κοινοβουλευτικός συσχετισμός δυνάμεων, δεν πρόκειται να επικυρώσει την ένταξη της FYROM στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ εάν δεν έχει προηγηθεί λύση.
Η κυβέρνηση Καραμανλή δεν επιθυμούσε να φθάσουν τα πράγματα σ’ αυτό το σημείο και έκανε ό,τι μπορούσε για να αποτρέψει μία τέτοια εξέλιξη. Δεν ήταν διατεθειμένη, όμως, να παραμείνει απαθής στην περίπτωση, που η Ευρώπη επιχειρούσε να κλείσει την εκκρεμότητα, αναγνωρίζοντας το γειτονικό κράτος με το όνομα “Μακεδονία”. Γι’ αυτό και άφηνε να αιωρείται η απειλή της μη επικύρωσης από το Κοινοβούλιο.
Ενώ η Αθήνα προσπαθούσε να αναβαθμίσει την πρόταση Νίμιτς, τα Σκόπια επιχείρησαν να την υποβαθμίσουν. Πέταξαν την μπάλα στην κερκίδα, δηλώνοντας ότι το μόνο που δέχονταν ήταν η Ελλάδα και μόνο αυτή να αποκαλεί το κράτος τους “Δημοκρατία της Μακεδονίας-Σκόπια”. Η πείρα του παρελθόντος τα έχει διδάξει ότι είναι επωφελής γι’ αυτά η τακτική να μην κάνουν βήμα πίσω πριν εξαντλήσουν όλα τα περιθώρια. Την τακτική αυτή εφάρμοσαν και σ’ εκείνη την περίπτωση. Απέρριψαν την πρόταση Νίμιτς (19-4-2005).
Μετά τη συνάντηση του Μολυβιάτη με την Ράις, όπου διαμορφώθηκε το πλαίσιο των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, στην Αθήνα είχαν αναπτυχθεί ψευδαισθήσεις. Πίστευαν ότι το Στέητ Ντηπάρτμεντ θα παρενέβαινε παρασκηνιακά, πιέζοντας τα Σκόπια να αποδεχθούν μία συμβιβαστική ονομασία.
- Πρώτον, επειδή η Ελλάδα έκανε πολλές εκπτώσεις, προκειμένου να αρθεί το αδιέξοδο.
- Δεύτερον, επειδή οι δηλώσεις των Αμερικανών αξιωματούχων δημιουργούσαν την εντύπωση πως η Ουάσιγκτον είχε αποφασίσει να παίξει με την Ελλάδα στα Βαλκάνια.
Γι’ αυτούς τους λόγους, η Αθήνα είχε πεισθεί ότι οι Σλαβομακεδόνες θα δέχονταν ισχυρές πιέσεις να απαντήσουν θετικά. Όταν αυτοί απέρριψαν την πρόταση Νίμιτς, η Αθήνα θεωρούσε ότι το βάρος της ευθύνης θα έφευγε από πάνω της και θα χρεωνόταν στα Σκόπια. Ούτε αυτό συνέβη. Η αλήθεια είναι ότι η ελληνική διπλωματία δεν επιχείρησε σοβαρά να εκμεταλλευθεί επικοινωνιακά την άρνηση της FYROM. Δεν έστειλε σαφές μήνυμα ότι θα αντιδρούσε, ώστε να ληφθεί αυτό υπ’ όψη και από τους Σλαβομακεδόνες και από τους τρίτους. Δεν το έστειλε, γιατί δεν είχε χαραγμένη πολιτική.
Από μεσολαβητής ατζέντης των Σκοπίων
Ουσιαστικά, για μία ακόμα φορά το ζήτημα αφέθηκε να ξεχασθεί, ή τουλάχιστον να περάσει στο διπλωματικό περιθώριο. Τα Σκόπια δεν πλήρωσαν το παραμικρό κόστος για την απορριπτική στάση τους. Η Ουάσιγκτον απέφυγε να τους ασκήσει την οποιαδήποτε πίεση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να επιβεβαιωθεί για μία ακόμα φορά η πεποίθηση των Σλαβομακεδόνων ότι έχουν τα περιθώρια να αρνούνται κάθε συμβιβασμό.
Οι εξελίξεις τους δικαίωσαν. Ανταμείφθηκαν γενναιόδωρα από το Νίμιτς, με έναν τρόπο, που δεν φαντάζονταν ούτε και οι πιο απαισιόδοξοι στην Ελλάδα. Ο μεσολαβητής επανήλθε, σερβίροντας σαν συμβιβασμό τη θέση των Σκοπίων (8-10-2005). Δεν επρόκειτο ούτε καν για έναν ετεροβαρή συμβιβασμό. Σύμφωνα με εκείνη την πρόταση:
- Στο εσωτερικό της FYROM θα ίσχυε το όνομα “Δημοκρατία της Μακεδονίας”. Το ίδιο όνομα θα ίσχυε στις διμερείς σχέσεις της με τις τρίτες χώρες.
- Στους διεθνείς οργανισμούς, μέχρι το 2008 θα ίσχυε το όνομα “Δημοκρατία της Μακεδονίας” στα σλαβικά και αμετάφραστο. Μετά θα αποκαλούσαν το γειτονικό κράτος “Republic of Macedonia”, δηλαδή στην αγγλική και μεταφρασμένο.
- Η Ελλάδα θα είχε το δικαίωμα στις διμερείς σχέσεις της με τη FYROM να χρησιμοποιεί το όνομα “Δημοκρατία της Μακεδονίας-Σκόπια” στα σλαβικά.
- Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιεί εφ’ εξής σκέτο τον όρο Μακεδονία ως όνομα για την ομώνυμο βόρειο τμήμα της επικράτειάς της. Έπρεπε να του προσθέσει επιθετικό προσδιορισμό.
Η Αθήνα επέστρεψε ως απαράδεκτη την πρόταση Νίμιτς και τον επέκρινε για την προκλητικά μεροληπτική στάση του. Τα ίδια τα γεγονότα ήλθαν να αποδείξουν ότι η αναγνώριση του γειτονικού κράτους με το όνομα “Δημοκρατία της Μακεδονίας” από τις ΗΠΑ είχε μεγαλύτερο πολιτικό βάθος απ’ όσο είχαν πιστέψει στην Ελλάδα. Οι αμερικανικές δηλώσεις περί στρατηγικής σχέσης Ουάσιγκτον-Αθήνας αποδείχθηκαν ότι δεν ήταν τίποτα περισσότερο από παρηγορητική ρητορική, με σκοπό την πολιτική κατανάλωση από τους “ιθαγενείς”. Υιοθετώντας ουσιαστικά τη σλαβομακεδονική θέση, ο Νίμιτς λειτούργησε σαν προέκταση της αμερικανικής διπλωματίας.
Οι ΗΠΑ δεν θα είχαν αντίρρηση εάν προέκυπτε συμβιβαστική ονομασία. Δεν είχαν, όμως, κίνητρο να πιέσουν τα Σκόπια προς αυτή την κατεύθυνση. Επειδή θεωρούσαν την Ελλάδα δεδομένη και ήθελαν να ανταμείψουν τους Σλαβομακεδόνες, πίεζαν να κλείσει το θέμα με την πλήρη επικράτηση του ονόματος “Μακεδονία”. Όχι μόνο δεν επέδειξαν την οποιαδήποτε κατανόηση στην ελληνική ευαισθησία, αλλά δεν φρόντισαν ούτε να τηρήσουν τα προσχήματα. Ήταν η δεύτερη φορά, που η Αθήνα δεχόταν ράπισμα από την Ουάσιγκτον.
Στο σημείο που είχαν φθάσει τα πράγματα, η Αθήνα δεν είχε πολλές επιλογές. Η διπλωματία ελιγμών είχε φθάσει στα όριά της. Δεν αρκούσε να δηλώνει έτοιμη για ένα συμβιβασμό. Ο εξ αρχής αργόσυρτος και προσχηματικός διάλογος για την εξεύρεση μίας κοινά αποδεκτής λύσης, πρόσφερε στους γείτονες χρόνο, με αποτέλεσμα το όνομα “Μακεδονία” να παγιώνεται διεθνώς.
Υπήρχε, βεβαίως, και η επιλογή να αναγνωρισθεί το γειτονικό κράτος σαν “Δημοκρατία της Μακεδονίας”. Μία τέτοια εξέλιξη, όμως, ισοδυναμούσε με επώδυνη εθνική ήττα, που θα καταρράκωνε το ηθικό και τον αυτοσεβασμό της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και το κύρος της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή. Εκτός αυτών, όμως, θα επέφερε και πολύ συγκεκριμένες εθνικές απώλειες. Για ορισμένους μεταμοντέρνους, ίσως, όλα αυτά είναι έννοιες χωρίς νόημα. Έχουν όμως και νόημα και πρακτικές επιπτώσεις. Δεν είναι τυχαίο, βεβαίως, ότι όλα τα κράτη υπερασπίζονται τα εθνικά τους συμφέροντα ως κόρη οφθαλμού, με πρώτους τους εταίρους στην ΕΕ.