200 χρόνια μετά το 1821: Ρέκβιεμ ή αναγέννηση;
08/03/2021Η Επανάσταση του 1821 παρέμεινε ανολοκλήρωτη –παρά τους μεγάλους και κάποτε υπεράνθρωπους αγώνες, που κράτησαν πάνω από έναν αιώνα και περατώθηκαν με τον αγώνα της ΕΟΚΑ για Αυτοδιάθεση-Ένωση. Ανολοκλήρωτη, καθώς δεν κατόρθωσε να απελευθερώσει και να εντάξει στο ελληνικό κράτος το σύνολο των ελληνικών εδαφών, παρότι απελευθέρωσε ένα μεγάλο μέρος τους και δημιούργησε ένα σύγχρονο και στοιχειωδώς δημοκρατικό κράτος.
Αυτή λοιπόν η ανολοκλήρωτη επανάσταση είτε θα ολοκληρωθεί διακόσια χρόνια μετά, είτε τα διακόσια χρόνια αγώνων θα αποτελέσουν μία ιστορική παρένθεση ανάμεσα σε δύο περιόδους ισλαμικής και οθωμανικής κυριαρχίας. Η επανάστασή μας δεν ολοκληρώθηκε διότι το ελληνικό έθνος-κράτος δεν πέτυχε να κατακτήσει τη πλήρη αυτεξουσιότητά του, καθώς δεν κατόρθωσε να μεταβληθεί σε ένα γεωπολιτικά και οικονομικά ισχυρό κράτος, προϋπόθεση της ανεξαρτησίας του σε μια περιοχή που είναι γεωπολιτικός ομφαλός του πλανήτη. Γι’ αυτό και τα 3.000 ή τα 6.000 χρόνια της ιστορίας μας θα εμφανίζονται συχνά ως ένα ασήκωτο βάρος, υπογραμμίζει ο Γιώργος Σεφέρης.
Και νάμαστε σήμερα αντιμέτωποι με την απειλή εξαφάνισης ακόμα και αυτού του έσχατου ενδιαιτήματος του ελληνισμού, του ελληνικού έθνους-κράτους και της ημικατεχόμενης Κύπρου, μέσα από τη δημογραφική κατάρρευση, την πλημμυρίδα μη ενσωματώσιμων πληθυσμών και προπαντός από την απειλητική επιστροφή του οθωμανικού Ισλάμ. Και η μόνη διέξοδος που διαθέτουμε είναι να ολοκληρώσουμε, τουλάχιστον ιστορικοπολιτισμικά, γεωπολιτικά, κρατικά, αυτό που δεν μπορέσαμε να ολοκληρώσουμε εδαφικά.
Από πολλές πλευρές έχει τεθεί τα τελευταία χρόνια το ερώτημα μήπως μία τέτοια “ολοκλήρωση” αποτελεί ιστορικό αναχρονισμό σε μία εποχή που η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση τείνει να υπερβεί τις εθνικές κρατικές οντότητες. Εν τούτοις, μια παγκόσμια υπερεθνική ενσωμάτωση θα προϋπέθετε την εξαφάνιση των εθνικών ανταγωνισμών. Κάτι που βέβαια δεν συμβαίνει, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε δια γυμνού οφθαλμού.
Οι αφηγήσεις για άμεση εξάλειψη των εθνών-κρατών αποτελούν μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας, καθώς παραμένουν τεράστιες οι διαιρέσεις ανάμεσα σε περιοχές και χώρες του πλανήτη, ακόμα και στην Ευρώπη –αρκεί να δούμε το παράδειγμα της Γιουγκοσλαβίας ή της Ουκρανίας– ενώ και στο εσωτερικό της ΕΕ όλες οι χώρες επιμένουν ζηλότυπα στην εθνική τους αυτεξουσιότητα.
Eθνοαποδομητική φρενίτιδα
Μόνο στην Ελλάδα, εξαιτίας του παρασιτικού τρόπου ενσωμάτωσής της στην ΕΕ, αυτή βιώθηκε από τις άρχουσες τάξεις ως εγκατάλειψη του ελληνικού έθνους-κράτους. Τις δραματικές συνέπειες αυτής της φενάκης τις βιώσαμε επώδυνα στην πρόσφατη οικονομική κρίση όπου οι Ευρωπαίοι εταίροι όχι μόνο δεν έδειξαν αλληλεγγύη απέναντι στην Ελλάδα, αλλά προσπάθησαν να την μεταβάλλουν στο εξιλαστήριο θύμα της υπερεπέκτασης των τραπεζών τους.
Η πλήρης ένταξη της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ είχε προβληθεί εκείνη την εποχή ως ένας φραγμός έναντι της τουρκικής επιθετικότητας. Όμως, αυτή αναγνώστηκε από τις ελληνικές ελίτ –και από ένα σημαντικό τμήμα του ελληνικού λαού– ως εγκατάλειψη κάθε προσπάθειας εθνικής συνοχής και οικονομικής και πολιτισμικής ολοκλήρωσης. Μάλιστα, μετά το 1990, οι άρχουσες τάξεις επιδόθηκαν σε μία συστηματική κατεδάφιση κάθε ιδιαίτερης παράδοσης, που την θεωρούσαν εμπόδιο στην ταχύτερη ενσωμάτωση σε μία φαντασιώδη ενοποιημένη Ευρώπη.
Εντούτοις, αυτή η εθνοαποδομητική φρενίτιδα πέτυχε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Διότι και μεγεθύνθηκε τρομακτικά η ανισορροπία μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας και συρρικνώθηκε το πραγματικό αποτύπωμα της Ελλάδας στην ΕΕ, όπου αντιμετωπιζόταν ως ένας αναίσχυντος και νεόπλουτος ζητιάνος. Παράλληλα, για να μπορεί να αιτιολογηθεί το επιχείρημα της σταδιακής απογύμνωσης του ελληνικού κράτους από κάθε δικαιοδοσία, θα έπρεπε να υποτιμάται διαρκώς ο τουρκικός επεκτατισμός.
Διότι η αντιμετώπισή του θα απαιτούσε –όπως τόνιζε ο Ριχάρδος Σωμερίτης στην αντιπαράθεσή του με τον Παναγιώτη Κονδύλη– την ανατροπή ενός ολόκληρου συστήματος και ενός τρόπου ζωής τον οποίο οι ελληνικές ελίτ και ο ίδιος ο Σωμερίτης δεν ήταν διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν. Και όμως η εγκατάλειψη του παρασιτικού καταναλωτισμού και ένας ενδογενής εκσυγχρονισμός του ελληνικού κράτους αποτελούσαν την προϋπόθεση για την ανάσχεση της παρακμής, την ισότιμη ένταξη στην ΕΕ και προπαντός την αποτροπή της τουρκικής επιθετικότητας.
Οι ελληνικές ελίτ κα το βέτο
Οι ελληνικές ελίτ, αντίθετα, θα άρουν ακόμα και το βέτο για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, “φέρνοντας τον –γκρίζο– λύκο μέσα στο μαντρί”. Γι’ αυτό και η παράδοση του Οτσαλάν﮲ γι’ αυτό και τα ζεϊμπέκικα, οι κουμπαριές, τα βραβεία Ιπεκτσί… Γι’ αυτό και οι απόπειρες των εθνοαποδομητών να αντικαταστήσουν την αντιπαλότητα των Ελλήνων με τους Τούρκους κατακτητές με μια κοινή “οθωμανική ιστορία”!
Στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση, οι πλέον εκδυτικισμένοι των Ελλήνων, που αντιμετώπιζαν συμπλεγματικά την ελληνικότητά τους και τη “σκοταδιστική” Ορθοδοξία, θα υποστηρίζουν ταυτόχρονα τη συμβίωση με τον ισλαμισμό και θα αποσιωπούν συστηματικά το δημογραφικό, το μεταναστευτικό, την παραγωγική αποδυνάμωση της χώρας. Η δεκαετία του 2000, παράλληλα με το απόγειο του καταναλωτισμού, αποτέλεσε και τον μήνα του μέλιτος με την οθωμανική Τουρκία με επιστέγασμα την ενθρόνιση του Γεωργίου Παπανδρέου του μικρού.
Αυτή η ονειροφαντασία θα λάβει αιφνιδίως τέλος μετά την κρίση του 2008-2009, όταν το μοντέλο ένταξης της Ελλάδας στο παγκόσμιο σύστημα και οι γεωπολιτικές σταθερές της περιοχής θα ανατραπούν δραματικά. Και θα αποσυντεθεί ταυτόχρονα το μοντέλο της παρασιτικής ενσωμάτωσης στην ΕΕ και η ψευδεπίγραφη ελληνοτουρκική φιλία.
Καταλάβαμε πάνω στο πετσί μας πως η ΕΕ παραμένει συνεταιρισμός εθνών-κρατών και η όποια ευρωπαϊκή αλληλεγγύη λειτουργεί μόνον εάν τα καθέκαστα έθνη-κράτη διατηρούν την αυτόνομη υπόστασή τους. Όσοι αντίθετα την εγκαταλείπουν, όπως οι Έλληνες, καταβάλλουν ένα κυριολεκτικά ανυπολόγιστο τίμημα στις στιγμές της κρίσης. Ταυτόχρονα, δε, μεταβλήθηκε δραματικά ο συσχετισμός ισχύος μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας.
Καρβουνοσακούλες
Σήμερα κατέρρευσαν μεν τα φληναφήματα όσων απέρριπταν την ιστορική συνέχεια του ελληνισμού και αντιμετωπίζονται με σαρκασμό και οργή, όμως οι Έλληνες αντιμετωπίζουν κάτι πολύ δυσκολότερο, την “ολοκλήρωση” της επανάστασής τους και του κράτους που δημιούργησε. Εγχείρημα περισσότερο δυσχερές, καθώς η κατάρρευση της ηγεμονίας του παρασιτισμού επήλθε μέσω της συνειδητοποίησης της παρακμής και όχι μέσα από κάποια άνθηση του σύγχρονου ελληνισμού. Συνεπώς, ακολουθεί κάτι πολύ δυσχερέστερο, η διαμόρφωση των προϋποθέσεων της μεγάλης ανάταξης, της κυριολεκτικής ολοκλήρωσης του 1821.
Και διατρέχουμε τον κίνδυνο –μπροστά σε ένα ανορθωτικό έργο που φαντάζει ενίοτε απραγματοποίητο, καθώς οι “καρβουνοσακούλες” του Σεφέρη μοιάζουν να περικλείουν ασφυκτικά τον ορίζοντα– να αφεθούμε απλώς στη νοσταλγική αναπόληση ενός έθνους σε αποδρομή. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως επιμένουμε στην ιστορική συνέχεια του ελληνισμού όχι για να πέσουμε στην απραξία, απορρίπτοντας το παρόν του, αλλά για να το διασώσουμε αντλώντας δύναμη από την ιστορική διαδρομή μας.
Και όμως, κάποιοι προτάσσουν την αρχαία Ελλάδα για να απαξιώσουν το σήμερα – όπως έκανε το περιοδικό Δαυλός που θεωρούσε τη σημερινή Ελλάδα τελειωμένη και μόνη υπαρκτή συνέχεια του ελληνισμού τον δυτικό κόσμο, ο οποίος διέπεται από τις αρχαίες ελληνικές αξίες. Άλλοι, κυριότερα από τον ορθόδοξο χώρο και όχι μόνο, προβάλλουν το Βυζάντιο και τον ελληνισμό της Τουρκοκρατίας σε αντιπαράθεση με τον υπαρκτό κρατικό ελληνισμό, της Ελλάδας και της Κύπρου. Και όμως, σήμερα, οι Έλληνες χρειάζεται να αντλήσουν κουράγιο από το παρελθόν ώστε να ολοκληρώσουν, στα σημερινά τους μεγέθη, αυτό που ξεκίνησαν οι πρόγονοί μας με την Επανάσταση του 1821.