Το παρασκήνιο για την προληπτική πιστωτική γραμμή
31/03/2018Γράφει ο Γεράσιμος Ποτανιάνος –
Είναι εμφανής η διάσταση απόψεων για τους όρους που θα συνοδεύουν την χώρα στην έξοδό της στις αγορές. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα υποστηρίζει ότι είναι αναγκαία η προληπτική πιστωτική γραμμή. Υπέρ του δανεισμού με εγγύηση μόνο ένα «αποθεματικό ασφαλείας» που αποκαλεί «καθαρή έξοδο», τάσσεται η ελληνική κυβέρνηση, συνεπικουρούμενη από την Κομισιόν. Η διαμάχη ανάγεται σε διαφορετικές ερμηνείες, σχετικά με την διευθέτηση του χρέους, τις προβλέψεις για τους ρυθμούς ανάπτυξης και την αντοχή των τραπεζών.
Δηλαδή για την διάρκεια της ικανότητας αναχρηματοδότησης από τις αγορές ενός υπέρογκου χρέους, πολύ μεγαλύτερου από αυτό που οδήγησε στα μνημόνια, σε περίοδο μάλιστα ανόδου των επιτοκίων. Η συζήτηση προς το παρόν γίνεται «χωρίς τον ξενοδόχο» που είναι το ΔΝΤ. Το Ταμείο, που κρίνει αναγκαία την ονομαστική μείωση του χρέους, άλλαξε τους όρους εμπλοκής του στο ελληνικό πρόγραμμα, την επιτυχία του οποίου εμμέσως αμφισβητεί.
Η ολοκλήρωση της 4ης αξιολόγησης, αναμένεται να ανοίξει τον δρόμο της εξόδου στις αγορές. Βέβαια η έξοδος από τα μνημόνια, προϋποθέτει την επιτυχή ολοκλήρωσή τους, ώστε η επιστροφή στις αγορές να είναι διατηρήσιμη. Είναι ακριβώς το ζήτημα της «επιτυχίας του προγράμματος» που προκαλεί την διάσταση απόψεων. Διότι όπως αποδείχτηκε, τα εργαλεία πολιτικής που είναι διαθέσιμα σε εθνικό επίπεδο, ενώ είναι αρκετά για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα του ισοζυγίου πληρωμών, συσχετίζονται με βαθύτερη αποδιάρθρωση του παραγωγικού συστήματος και με υψηλότερο χρέος, που είναι μάλιστα διατηρήσιμο εντός μιας νομισματικής ένωσης.
Οι Ευρωπαίοι δανειστές όμως, προκειμένου να αποφύγουν απώλειες, προσεγγίζουν σχεδόν ως διαδικαστικό θέμα την τυπική ολοκλήρωση του προγράμματος, χωρίς να συμμερίζονται τις επιφυλάξεις που δημιουργεί για την ανάπτυξη και την διατηρησιμότητα της εξόδου στις αγορές, το υπέρογκο χρέος και η κατάσταση των τραπεζών, σε περίοδο ανόδου των επιτοκίων.
Οι αβεβαιότητες στην διευθέτηση του χρέους
Αξονα της διακηρυγμένης διευθέτησης του χρέους, δεν αποτελεί η ονομαστική του απομείωση όπως ζητά το ΔΝΤ, αλλά επεκτάσεις του χρόνου ωρίμανσης ομολόγων, παρατάσεις του χρόνου αποπληρωμής τόκων, καθώς και η επιστροφή περίπου 9 δισ. από κέρδη επί των ελληνικών ομόλογων (ANFA και SMPs}. Οι χρηματοοικονομικές τεχνικές όμως, δεν αλλάζουν το γεγονός πως το χρέος δεν είναι βιώσιμο επί μακρόν. Στο πλαίσιο αυτό, καίριο ζήτημα είναι οι όροι της διευθέτησης. Δηλαδή αν τα μεσο-μακροπρόθεσμα μέτρα διευκόλυνσης της αποπληρωμής, θα έχουν σταδιακή εφαρμογή και με «αιρεσιμότητα» υλοποίησης προαπαιτουμένων. Κάτι τέτοιο δεν αποτελει καθαρή έξοδο.
Η αιρεσιμότητα, θα είναι το εργαλείο επιτήρησης που θα αποτελεί το «μαστίγιο» στο μέλλον και θα είναι μοχλός επιβολής πολιτικής, πέρα και πάνω από τις συνθήκες επιτήρησης των άλλων χωρών της ευρωζώνης. Οι έριδες για την προληπτική γραμμή, υποκρύπτουν λοιπόν διαφορετικές προσδοκίες για την εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας και την διάρκεια της ικανότητας αναχρηματοδότησης του χρέους από τις αγορές.
Η μάχη της προληπτικής γραμμής
Η κυβέρνηση αναμένει ότι η διευθέτηση του χρέους, θα εξασφαλίσει τη διατήρηση των χρηματοδοτικών αναγκών σε «χαμηλό» επίπεδο (15% του ΑΕΠ) για αρκετά χρόνια μετά το 2018. Ελπίζει βάσιμα, ότι θα περιλάβει την «γαλλική ρήτρα» σύνδεσης των αποπληρωμών με τον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης, εξασφαλίζοντας χώρο πολιτικής διαχείρισης. Η ρύθμιση όμως, ενώ εξασφαλίζει για τους δανειστές την αποπληρωμή του χρέους στο ακέραιο χωρίς μείωωσή του, δεν αφήνει περιθώρια για επενδύσεις και ανάπτυξη, λόγω της αβεβαιότητας για το αξιόχρεο που την συνοδεύει.
Η ΕΚΤ επίσης ανησυχεί για τις άμεσες επιπτώσεις της άρσης του waiver, που δεν θα της επιτρέπει να αγοράζει ελληνικά ομόλογα. Ανησυχεί έντονα για την αντοχή των τραπεζών, που θα κληθούν να στηρίξουν την έξοδο στις αγορές σε περίοδο ανόδου των επιτοκίων. Η άρση του waiver, θα επιδράσει αρνητικά στο κόστος δανεισμού των τραπεζών, αυξάνοντας την εξάρτηση από την ακριβή χρηματοδότηση του ELA. Ανησυχεί ακόμη, γιατί η ελλάδα θα είναι πιθανό θύμα κερδοσκοπικών επιθέσεων που θα επηρρεάσουν την σταθερότητα του ευρωσυστήματος.
Η Κομισιόν και η κυβέρνηση όμως, επαναπαύονται με την δημιουργία αποθεματικού ασφαλείας 18 δισ. ευρώ, που εκτιμάται πως θα καλύψει τις ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους έως το τέλος του 2019. Ο λόγος είναι ότι η προληπτική γραμμή θα χρειαστεί έγκριση από τα εθνικά κοινοβούλια, θα σηματοδοτήσει τις αμφιβολίες για την επιτυχία των μνημονίων και επειδή ισοδυναμεί με νέο πρόγραμμα, θα δημιουργήσει πολιτικό θέμα στην Ελλάδα.
Η επόμενη μέρα
Τον μανδύα που θα περιβάλει την επόμενη μέρα του προγράμματος, θα εξετάσουν κυβέρνηση και θεσμοί το επόμενο διάστημα. Την πλατφόρμα θα προσφέρει το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα που θα εκπονηθεί με την μορφή «εθνικού αναπτυξιακού σχεδίου». Αυτό θα περιλαμβάνει χρονοδιάγραμμα για την μετά την «έξοδο» υλοποίηση των μη ολοκληρωμένων προαπαιτουμένων, των αποκρατικοποιήσεων και των δημοσιονομικών στόχων. Σίγουρα θα συμπληρώνεται με μέτρα κοινωνικού χαρακτήρα.
Θα περιληφθεί η λογική της «γαλλικής ρήτρας», αφού οι δανειακές ανάγκες θα αρχίσουν να αυξάνονται το 2023 για μια δεκαετία, πάνω από το 15% του ΑΕΠ. Επειδή όμως το ΔΝΤ έχει σαφώς ρεαλιστκότερες και χαμηλότερες προβλέψεις από τις Βρυξέλλες για την εξέλιξη της οικονομίας και την βιωσιμότητα του χρέους, το πλαφόν που εξασφαλίζει την εξυπηρέτηση του χρέους χωρίς απώλειες για τους δανειστές, εξαρτάται από τις προβλέψεις της Εκθεσης Βιωσιμότητας του Χρέους, που θα παρουσιάσει το ΔΝΤ μετά την δημοσίευση των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ.
Επιπλέον, τόσο η ΕΚΤ όσο και το ΔΝΤ, θεωρούν εξαιρετικά πιθανό το ενδεχόμενο να υπάρξει επιδείνωση στις αγορές ομολόγων. Η ΕΚΤ θεωρεί ότι δεν αρκεί το αποθεματικό ασφαλείας, διότι οι επενδυτές θα γνωρίζουν το περιεχόμενό του και θα μπορούν να εκτιμήσουν για πόσο χρόνο η Ελλάδα θα μπορεί να αντέξει εκτός αγορών. Κάτι τέτοιο, δημιουργεί έδαφος για κερδοσκοπικές επιθέσεις.
Η ελληνική πλευρά δηλώνει πως υποστηρίζει έξοδο «χωρίς προαπαιτούμενα και αστερίσκους». Όμως ο κ. Τσακαλώτος έχει απευθύνει επιστολή στην κ. Λαγκάρντ, με την οποία ζήτησε την διάθεση προληπτικής γραμμής, που έχει ήδη εγκρίνει το ΔΝΤ. Θα πρέπει λοιπόν να αναμένουμε μια Σολομώντεια πρόταση για την «επόμενη ημέρα». Διότι, το ΔΝΤ απαιτεί να τεθεί σε τροχιά βιωσιμότητας το χρέος, με απομείωσή του πριν την έξοδο στις αγορές.
Αντίθετα οι Ευρωπαίοι δανειστές προκρίνουν την μακροχρόνια εξυπηρέτησή του, χωρίς ονομαστική ελάφρυνση αλλά μετάθεση προαπαιτουμένων στο μέλλον, στο πλαίσιο “ενισχυμένης επιτήρησης”. Αυτά θα κληθεί να εξηγήσει τον Απρίλιο ο υπουργός Οικονομικών. Το σχέδιο «ελληνικής ιδιοκτησίας» που θα παρουσιάσει, δεν θα είναι πολιτικά υπερασπίσιμο, εάν διατηρεί την χώρα σε ομηρία χρέους.