Το μικρό ΠΑΣΟΚ και “άλλες δημοκρατικές δυνάμεις”…
15/05/2017«Κακό χωριό τα λίγα σπίτια» λέει η παροιμία και απ’ ότι φαίνεται η λαϊκή σοφία έχει ισχύ και στην πολιτική. Τουλάχιστον αυτό δείχνουν οι εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ. Το άλλοτε κραταιό Κίνημα έχει εισέλθει σε φάση “εμφυλίου πολέμου”. Τα μεγάλα κόμματα δεν είναι, βεβαίως, απρόσβλητα από το ιό των εσωτερικών αντιθέσεων. Το αντίθετο, μάλιστα. Από την άλλη πλευρά, όμως, το μέγεθός τους και κυρίως η προοπτική εξουσίας λειτουργούν ως κεντρομόλος δύναμη.
Η προ ημερών “ανταρσία” του διδύμου Ανδρουλάκη-Ξεκαλάκη έγινε με πολιτικό πρόσχημα δευτερεύουσας σημασίας. Στην πραγματικότητα, βεβαίως, το διακύβευμα είναι αυτό που είναι συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις: η μάχη για την ηγεσία. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή, επειδή μπορεί οι ψήφοι να λείπουν στον χώρο της Κεντροαριστεράς, αλλά οι οργανωτικές διαδικασίες περισσεύουν.
Η ιστορία μας πάει πίσω, όταν ετέθη στο τραπέζι το ενδεχόμενο συνένωσης όλων των πολιτικών κινήσεων του κεντρώου χώρου. Το πρώτο βήμα ήταν η συγκρότηση μίας κοινής επιτροπής για την επεξεργασία πολιτικών θέσεων. Η διαδικασία αυτή ολοκληρώθηκε με συμφωνία. Το επόμενο βήμα ήταν το οργανωτικό.
Κάτω από την ίδια ομπρέλα
Το ΠΑΣΟΚ είχε προτείνει τα τρία κόμματα (ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι και ΔΗΜΑΡ) και οι όποιες πολιτικές κινήσεις να μπουν κάτω από την ίδια ομπρέλα (Δημοκρατική Συμπαράταξη), να ενισχύσουν τη συνεργασία τους σ’ όλα τα επίπεδα, ώστε να προκύψει και η αναγκαία όσμωση και αργότερα να συγκληθεί ενωτικό συνέδριο.
Μέχρι τότε, επικεφαλής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης θα ήταν η Φώφη Γεννηματά ως πρόεδρος του μεγαλύτερου κόμματος. Μετά το ενωτικό συνέδριο θα γινόταν η εκλογή αρχηγού της νέας παράταξης από τα μέλη με κάλπες. Εκ μέρους του Ποταμιού, ο Σταύρος Θεοδωράκης είχε αντιπροτείνει τα κόμματα και οι πολιτικές κινήσεις που συμμετείχαν στις συνομιλίες να διαλυθούν. Στη συνέχεια να εκλεγεί αρχηγός από τη βάση με κάλπες, ο οποίος και να εγγυηθεί στη συνέχεια την ομαλή διεξαγωγή του ενωτικού συνεδρίου.
Εκεί τα έσπασαν. Μπορεί η διαφωνία να αφορά τυπικά τη σειρά των βημάτων, αλλά στην πραγματικότητα αφορά το ποιος θα καθόταν στην καρέκλα του αρχηγού. Ο Θεοδωράκης θεωρούσε –όχι αδικαιολόγητα– ότι η διαδικασία που πρότεινε το ΠΑΣΟΚ έδινε καθοριστικό πλεονέκτημα στη Γεννηματά και γι’ αυτό την απέρριψε.
Συνέχεια με τους πρόθυμους
Μετά το ναυάγιο εκείνης της προσπάθειας, η Χαριλάου Τρικούπη προχώρησε με τους πρόθυμους: με τη ΔΗΜΑΡ του Θεοχαρόπουλου και με τις Κινήσεις Πολιτών. Οι Κινήσεις αποτελούνται από πρώην μέλη του μεγάλου ΠΑΣΟΚ σημιτικής απόχρωσης, που εκπροσωπούνται από τους Γιάννη Τούντα, Νίκο Διακουλάκη και Παναγιώτη Ιωακειμίδη. Στην πορεία προστέθηκε το ΚΗΔΙΣΟ του Γιώργου Παπανδρέου και η πολιτική κίνηση ΕΔΕΜ. Με το Ποτάμι έμεινε να συνομιλεί η κίνηση που έχουν συμπήξει οι Γιάννης Ραγκούσης, Άννα Διαμαντοπούλου και Γιώργος Φλωρίδης.
Το χρονοδιάγραμμα ενοποίησης της Δημοκρατικής Συμπαράταξης προβλέπει συνέδριό της στο τέλος Ιουνίου με διπλό σκοπό:
- Πρώτον, να διαμορφώσει πολιτικές θέσεις για την επόμενη ημέρα.
- Δεύτερον, να επικυρώσει την υφιστάμενη λειτουργία, δηλαδή το γεγονός ότι οι εταίροι συμμετέχουν στην ομπρέλα Δημοκρατική Συμπαράταξη ως αυτόνομες πολιτικές οντότητες.
Είχε, μάλιστα, αποφασισθεί μέχρι το συνέδριο της Δημοκρατικής Συμπαράταξης να έχουν πραγματοποιηθεί συνδιασκέψεις των πέντε εταίρων. Και ενώ όλα πήγαιναν σύμφωνα με το πρόγραμμα, στην Κεντρική Επιτροπή του ΠΑΣΟΚ εκδηλώθηκε η “ανταρσία” της ισχυρής εσωκομματικής ομάδας του Νίκου Ανδρουλάκη, με τη συμμετοχή και του γραμματέα Στέφανου Ξεκαλάκη.
Η εν λόγω ομάδα πρόβαλε κάποια πολιτικά και οργανωτικά επιχειρήματα. Η ουσία είναι, όμως, ότι επιχείρησε να δημιουργήσει τετελεσμένο εντός του ΠΑΣΟΚ, με σκοπό να διευκολυνθούν οι αρχηγικές βλέψεις του Ανδρουλάκη. Η κίνησή τους, όμως, γύρισε μπούμεραγκ.
Ενώ την προηγούμενη περίοδο ο Ανδρουλάκης είχε εξασφαλίσει τη σύμπλευση κεντρικών παικτών, όπως ο Ανδρέας Λοβέρδος, ο Κώστας Σκανδαλίδης και ο Οδυσσέας Κωνσταντινόπουλος, τώρα έμεινε μόνος με την ομάδα του. Τα τρία προαναφερθέντα ανώτατα στελέχη θεώρησαν την κίνησή του τυχοδιωκτική και –περισσότερο ή λιγότερο– πήραν αποστάσεις.
Η ρελάνς της Φώφης
Μη διαθέτοντας πλειοψηφία στην Κεντρική Επιτροπή και μην μπορώντας θεσμικά να αποκαθηλώσει τον γραμματέα Ξεκαλάκη, η Γεννηματά έκανε ρελάνς: προκήρυξε συνέδριο του ΠΑΣΟΚ για το Σεπτέμβριο. Με την κίνησή της αυτή μπόρεσε να αντικαταστήσει την Κεντρική Επιτροπή από την Κεντρική Οργανωτική Επιτροπή Συνεδρίου και να απομακρύνει (και κυριολεκτικά από το γραφείο του) τον γραμματέα, ορίζοντας μεταβατικό υπεύθυνο τον Κεγκέρογλου.
Στη συνεδρίαση της Κεντρικής Οργανωτικής Επιτροπής Συνεδρίου την Κυριακή 14 Μαΐου, η Γεννηματά πρότεινε στο συνέδριο της Δημοκρατικής Συμπαράταξης να αποφασισθεί η μορφή συνύπαρξης των συνιστωσών της και στη συνέχεια να εκλεγεί επικεφαλής από τη βάση. Τα μέλη που θα κληθούν να ψηφίσουν θα έχουν καταγραφεί σε σχετικό μητρώο.
Η εσωκομματική “ανταρσία” μπορεί να γύρισε μπούμεραγκ στους πρωταγωνιστές της Ανδρουλάκη και Ξεκαλάκη, αλλά χάλασε και τη “σούπα” της Φώφης, με την έννοια ότι προκάλεσε αρνητικές εντυπώσεις. Στη Χαριλάου Τρικούπη θεωρούν πως η συγκυρία είναι ευνοϊκή. Για την ακρίβεια, θεωρούν ότι η δεδομένη πολιτική-εκλογική φθορά του ΣΥΡΙΖΑ θα έχει ως αποτέλεσμα το ποσοστό της Δημοκρατικής Συμπαράταξης στις επόμενες εκλογές να σημειώσει νέο άλμα, πάντα βεβαίως στο πλαίσιο ενός μικρομεσαίου κόμματος.
Το ΠΑΣΟΚ είναι ένα ήδη πολιτικά βεβαρυμένο –λόγω παρελθόντος– κόμμα. Όταν εμφανίζει δημοσίως την εικόνα ότι σπαράσσεται από εσωτερικές έριδες με κίνητρο αμετροεπείς αρχηγικές φιλοδοξίες, η όποια εκλογική δυναμική του ακυρώνεται. Με άλλα λόγια, μπορεί οι Ανδρουλάκης και Ξεκαλάκης να υπέστησαν τακτική ήττα, αλλά “γρατσούνισαν” τη Φώφη. Γι’ αυτό και η ίδια μετακινήθηκε και ζήτησε εκλογή από τη βάση. Επιδιώκει να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να διασκεδάσει τις εντυπώσεις.
Συγκόλληση μικρομερίδων
Το πολιτικό διακύβευμα, ωστόσο, είναι πολύ πιο μικρό από όσο μας λέει η ρητορική των πρωταγωνιστών. Κοινός διακηρυγμένος στόχος είναι η συγκρότηση μίας παράταξης ικανής να επανασυσπειρώσει τον χώρο της Κεντροαριστεράς και να τον καταστήσει και πάλι έναν εκ των δύο πυλώνων του πολιτικού συστήματος. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για μία επιχείρηση συγκόλλησης κάποιων μικρομερίδων του άλλοτε κραταιού ΠΑΣΟΚ.
Στα λόγια τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και οι εταίροι μου στη Δημοκρατική Συμπαράταξη συμφωνούν στην ανάγκη πολιτικής αυτονομίας έναντι και της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ. Η Γεννηματά, μάλιστα, έχει επισήμως υιοθετήσει μία πολιτική διμέτωπου αγώνα. Στην πράξη, όμως, το ΠΑΣΟΚ κατά κανόνα συμπλέει με τη ΝΔ.
Αυτό εν μέρει οφείλεται στο γεγονός ότι ως αντιπολιτευόμενα κόμματα βρίσκονται συχνά στην ίδια όχθη. Όπως, ωστόσο, είχε φανεί με κραυγαλέο τρόπο στην ψηφοφορία για την απλή αναλογική το καλοκαίρι του 2016 δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος. Είναι εμφανές ότι τόσο οι ιδεολογικές εκλεκτικές συγγένειες όσο και οι έξωθεν επιρροές ωθούν την πλειοψηφία της Δημοκρατικής Συμπαράταξης προς την πλευρά του Μητσοτάκη.
Η ταύτιση του ΠΑΣΟΚ με το Μνημόνιο δεν ήταν μόνο η αιτία της εκλογικής κατάρρευσής του. Ήταν και η αιτία που στη συνέχεια μετατράπηκε σε κυβερνητικό συμπλήρωμα της ΝΔ. Αυτή είναι και η αιτία που η ομάδα του Βενιζέλου και όχι μόνο απορρίπτει μετά βδελυγμίας κάθε σκέψη για μελλοντική κυβερνητική συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Με άλλα λόγια, στην πλειοψηφία τους τα “πράσινα” στελέχη στην πράξη δεν αποδέχονται τη λογική των ίσων αποστάσεων και του διμέτωπου. Θεωρούν τον ΣΥΡΙΖΑ εχθρό, ενώ τη ΝΔ πιθανό εταίρο. Υπάρχει, ωστόσο, και μία μειοψηφία, η οποία βλέπει υπό όρους τη σύμπλευση με τον ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά με τον Τσίπρα του 3ου Μνημονίου. Σ’ αυτό το μήκος κύματος κινείται και ο Γιώργος Παπανδρέου.
Δύο αποκλίνοντα ρεύματα
Στην πραγματικότητα, στη Δημοκρατική Συμπαράταξη συνυπάρχουν δύο ρεύματα. Δύο ρεύματα, μάλιστα, κάθε ένα από τα οποία δέχεται ισχυρή πολιτική έλξη αντιστοίχως από τη ΝΔ και από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η Γεννηματά προσπαθεί να ισορροπήσει και σ’ αυτό επίπεδο, όπως και σε αρκετά άλλα.
Η στρατηγική ανασυγκρότησης της Κεντροαριστεράς πάντως δεν προσκρούει μόνο στις εσωτερικές αντιθέσεις των “πρασίνων” και στις συχνά υπερφίαλες αρχηγικές φιλοδοξίες αρκετών. Κυρίως προσκρούει στην αδυναμία του ΠΑΣΟΚ και της Δημοκρατικής Συμπαράταξης να εκφράσουν πολιτικά τα κεντροαριστερού προσανατολισμού μικρομεσαία στρώματα. Αυτά τα στρώματα –λόγω των μνημονιακών πολιτικών– κατά κανόνα έχουν πέσει στον γκρεμό ή κινδυνεύουν να πέσουν.
Όπως συμβαίνει και στη ζωή, έτσι και στην πολιτική είναι εύκολο να θέτεις στόχους, αλλά δύσκολο να τους επιτυγχάνεις. Η πολιτικοεκλογική αποδόμηση του ΠΑΣΟΚ τα τελευταία χρόνια, που ήταν εξίσου εντυπωσιακή με τη θυελλώδη επέλασή του προς την εξουσία (1974-81), προέκυψε από το γεγονός ότι έπεσε στην αγκαλιά της Τρόικας.
Μπορεί η διαδικασία ιδεολογικοπολιτικής μετάλλαξης να είχε αρχίσει πριν χρόνια, αλλά η διάρρηξη των εκλογικών δεσμών του με τα λαϊκά στρώματα άρχισε το 2010, όταν το ΠΑΣΟΚ έγινε σημαιοφόρος του Μνημονίου. Είναι αξιοσημείωτο, μάλιστα, πως παρά τις μεγάλες διαφορές τους και οι δύο τότε ηγετικές προσωπικότητές του (Γιώργος Παπανδρέου και Βενιζέλος) είχαν κοινό παρονομαστή την ταύτιση με το Μνημόνιο.
Κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης
Συσσωρεύοντας οικονομικά και κοινωνικά ερείπια, το Μνημόνιο προκάλεσε και μία πρωτοφανή κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης. Η κεντροαριστερά, ως χώρος, δεν έπαψε να είναι ο ένας από τους δύο μεγάλους ιδεολογικοπολιτικούς χώρους. Το άλλοτε κραταιό Κίνημα, όμως, έχει “καεί” ως πολιτικός εκφραστής της.
Οι μικρομεσαίοι κεντροαριστεροί ψηφοφόροι έχουν κατά κανόνα καταφύγει στον ΣΥΡΙΖΑ ως εκλογικοί πρόσφυγες. Αντιθέτως, τα κεντροαριστερής προέλευσης εύπορα μεσοστρώματα κατά κανόνα υπερέβησαν την παραδοσιακή κομματική τους προτίμηση και στράφηκαν προς τη ΝΔ για να αναχαιτίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ. Στο ΠΑΣΟΚ παραμένουν κυρίως οι μεγάλης ηλικίας ψηφοφόροι, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από μεγάλη αδράνεια στην εκλογική συμπεριφορά τους.
Τα εκλογικά αποτελέσματα του 2012 επισφράγισαν την ανατροπή των ισορροπιών του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος. Με την αντικατάσταση του παραδοσιακού δικομματισμού από το δίπολο ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ υποβαθμίσθηκε από αυτοδύναμος πόλος σε μικρομεσαίο κόμμα.
Στην πραγματικότητα, τόσο η τότε όσο και η σημερινή φιλολογία για την ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς αφορά μόνο τη μνημονιακή πτέρυγά της, η οποία έχει ακροατήριο κυρίως τα κεντροαριστερού προσανατολισμού εύπορα μεσοστρώματα. Αυτά, όμως, είναι μειονότητα στον χώρο. Επιπροσθέτως, όπως προαναφέραμε, λόγω της εχθρότητάς τους προς τον ΣΥΡΙΖΑ, ένα μεγάλο μέρος τους ψήφισε και θα ξαναψηφίσει τη ΝΔ.
Η ρευστοποίηση των παραδοσιακών κομματικών ταυτίσεων δεν σημαίνει ότι το νέο δίπολο ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ είναι παγιωμένο. Οι μικρομεσαίοι κεντροαριστεροί που ψήφισαν το 2015 τον Τσίπρα το έπραξαν με την ελπίδα ότι θα έβαζε ένα τέλος στις μνημονιακές πολιτικές. Γι’ αυτό και σε συνθήκες capital controls έδωσαν το εντυπωσιακό 62% στο δημοψήφισμα. Τα γεγονότα διέψευσαν τις προσδοκίες τους, ειδικά από όταν άρχισε να τους έρχεται ο λογαριασμός του 3ου Μνημονίου. Παρά την αισιόδοξη και παρηγορητική κυβερνητική ρητορική, ολοένα και περισσότερα μικρομεσαία νοικοκυριά πέφτουν στον γκρεμό της φτωχοποίησης.
Το γεγονός αυτό συρρικνώνει ολοένα και περισσότερο το δημοσκοπικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι πολιτικά αξιοσημείωτο, όμως, ότι από την πολιτικοεκλογική αιμορραγία του μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό επανακάμπτει στο ΠΑΣΟΚ. Στην πραγματικότητα, ένα πολύ μεγάλο τμήμα των κεντροαριστερών ψηφοφόρων βρίσκεται σε κατάσταση εκλογικού μετεωρισμού. Απομακρύνεται από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν βρίσκει εναλλακτική πολιτική έκφραση.