“Γύρισε φοβιτσιάρη να ιδείς τον εαυτό σου”
11/03/2021Ογδόη Μαρτίου κι ένας μήνας ολόκληρος αφιερωμένος, επίσημα από τον ΟΗΕ, στη γυναίκα και την ισότητα, ένα αίτημα και δικαίωμα τόσο παλιό και ωστόσο ανεκπλήρωτο. Η πληθώρα των δημοσιευμάτων στα ΜΜΕ και ιδίως τα social media κινδυνεύει να μετατρέψει αυτές τις συμβολικές μέρες σε μια εθιμοτυπική συνθηματολογία. Η επίκληση της ισότητας καταλήγει συχνά να είναι αυτοσκοπός. Δεν ήταν πάντα έτσι, όμως.
Σχεδόν έναν αιώνα πριν, στην Ελλάδα, το γυναικείο κίνημα ήταν πέρα για πέρα ζωντανό, με ένθερμους υποστηρικτές, που με όλα τα καλά και τα ελαττώματά τους, έδιναν το στίγμα της χειραφετημένης γυναίκας, και μάλιστα σε μια εποχή που οι γυναίκες ‒ιδιαίτερα των κατώτερων λαϊκών στρωμάτων‒ γνώριζαν μια ζωή σκληρή, κοπιαστική και υποταγμένη στην πατριαρχία.
Το φεμινιστικό κίνημα έχει το δικό του Τύπο, ήδη από τα 1870, με την “Εφημερίδα των Κυριών”, της δυναμικής Καλλιρρόης Παρρέν να ξεχωρίζει. Τότε ετίθεντο στη δημόσια συζήτηση φλέγοντα θέματα, από τη συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική ως την εκπαίδευση και την εκμετάλλευση των γυναικών στο χώρο εργασία. Η αποδόμηση των συντηρητικών στερεοτύπων για τη θέση της γυναίκας δεν ήταν εύκολη υπόθεση.
Συνέδραμε, όμως, σε αυτό το εγχείρημα η σκέψη και η πένα λογοτεχνών της εποχής, όπως ήταν ο Ανδρέας Καρκαβίτσας. Για εκείνον, όπως και για τους λόγιους της γενιάς του, η χειραφέτηση της γυναίκας ήταν αλληλένδετη με τα εθνικά ζητήματα της εποχής. Να θυμίσουμε ότι η Ελλάδα βρισκόταν υπό την οικονομική και πολιτική “μπότα” των Μεγάλων Δυνάμεων, με τη δεκαετία του 1890 να βιώνει τη χρεοκοπία και μια εξαιρετικά επώδυνη πολεμική ήττα από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ένα νέο γυναικείο πρότυπο
Πώς θα μπορούσε η λογοτεχνία να αναδείξει τα δίκαια αιτήματα των γυναικών μέσα από την καθ’ ομολογία εθνική προσπάθεια να σηκωθεί η χώρα στα πόδια της; Ένα από τα πρώτα στοιχεία που καυτηρίασε ο Καρκαβίτσας ήταν η καταπίεση που δέχονταν οι γυναίκες ακόμα και από τους άνδρες που κατ’ επίφαση στήριζαν τις γυναίκες: «Αλλ’ ο αφέντης ενώ τις θέλει να τραβήξουν εμπρός, ν’ ακολουθήσουν την πρόοδον εις το ένα, εις το άλλο τις κράζει πίσω και θέλει να τις ρίξει πάλιν εις το χαρέμι. Γιατί κατά βάθος τι άλλο παρά χαρέμι είνε η ζηλευτή αυτή ελληνική οικογένεια;» (“Το Ισχυρόν Φύλον”).
Αναγνώριζε δηλαδή πόσο ευάλωτη ήταν η θέση της γυναίκας, σε όλα τα επίπεδα, κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά, και πόσα εμπόδια συναντούσαν. Όχι πολύ μακριά από σήμερα, οι γυναίκες σήκωναν το βάρος πολλαπλών ρόλων: της μητέρας, της συζύγου, της εργαζόμενης, της νοικοκυράς. Κι αυτό θεωρείτο δεδομένο και φυσιολογικό. Γι’ αυτό και ο Καρκαβίτσας μέσα από το έργο του ανέδειξε συχνά ένα άλλο γυναικείο πρότυπο, δυναμικό και αποφασιστικό.
Μια γυναίκα που είναι το ίδιο άξια και ικανή με τον άνδρα και κυρίως που αντιδρά στην πατριαρχική εξουσία του. Μια τέτοια γυναίκα ήταν η Ελπίδα, στο διήγημα “Ο Αρχαιολόγος”, μια κοπέλα από την επαρχία, που διαθέτει τόση σοφία όση γνώση στερήθηκε από τα γράμματα.
Η Ελπίδα είναι ο άνθρωπος που θα δείξει το δρόμο στον Δημητράκη, ένα νέο –που συμβολίζει το νέο Έλληνα πολίτη–, ο οποίο βρίσκεται στη σκιά του αδελφού του, του Αριστόδημου Ευμορφόπουλου. Ο Αριστόδημος δεν εκτιμά τίποτε το νεοελληνικό, ούτε τη λαϊκή παράδοση, μήτε την ίδια την ιστορία της επανάστασης, και αγωνιά μη και εκτεθεί απέναντι στους ξένους, τον Γκενεβέζο και τον Αλαμάνο.
Η γυναίκα σύμβολο
Μάταια επαναπαύεται ο συντηρητικός Αριστόδημος στη δόξα και τη γνώση των αρχαίων Ελλήνων, την οποία έχει μετατρέψει σε μουσειακό κειμήλιο. Ο Δημητράκης ασφυκτιά, μη μπορώντας να διαμορφώσει την ταυτότητά του. Έρχεται όμως η Ελπίδα μια ατίθαση, θαρραλέα κοπέλα που δεν θα σωπάσει. Θα υποστηρίξει τον εαυτό της και τους οικείους της, και θα δείξει το σθένος που λείπει από τους σύγχρονους Έλληνες:
«- Ωραίο κέντημα! Είπε ο Δημητράκης. Νόμιζα πως μονάχα η φύση μπορούσε να μας δώσει τόσο τέλειο κέντημα.
– Και μήπως εγώ δεν είμαι γέννημα της φύσης;! Κι εγώ κι εσύ κι όλοι μας. Μην κοιτάς που ψευτίζουμε με τον καιρό».
Με το κέντημά της, θα θυμίσει στον απελπισμένο Δημητράκη την ιστορική του κληρονομιά, από το Βυζάντιο μέχρι τον αγώνα της Ανεξαρτησίας:
«-Έχεις δίκιο να κλαις· μα και να βλέπεις πρέπει· είπε η κόρη σοβαρά. Βλέπεις εκείνα τα φεγγοβολήματα; Γίναι τ’ αρματολίκια· ο Δήδρος, ο Ζαχαρίας, οι Κατσαντωναίοι, ο Νικοτσάρας. Λαμπάδες ετοιμάζονται για τη μεγάλη Ανάσταση.
– Κι εκείνη δεν έγινε.
– Πώς δεν έγινε; Είπε η κόρη παραξενεμένη· να εδώ.
– Φρίκη! Έκαμε ο Δημητράκης, γυρίζοντας αλλού το πρόσωπο.
– Το Εικοσιένα μας· είπε η κόρη φέρνοντας στανικά το κέντημα στα μάτια του. Γύρισε, φοβιτσάρη, να ιδείς τον εαυτό σου. Καθρέφτη σου ’καμα να καθρεφτίζεσαι, μέσα».
Γεννιέται εδώ το ερώτημα, γιατί μια χωριατοπούλα αφηγείται μέσα από το τέχνημά της την ιστορία της Επανάστασης; Όπως μεταφέρει πολύ όμορφα στη διπλωματική της η Α. Γιαννοπούλου, με τίτλο «Η γυναίκα στο συγγραφικό έργο του Ανδρέα Καρκαβίτσα» (Πάτρα, 2007), ο Ανδρέας Καρκαβίτσας δεν υποστήριξε απλώς τη χειραφέτηση της γυναίκας. Κατά την Νίκη Σιδερίδου, είναι γι’ αυτόν «”το κέντρο που γύρω του στροβιλίζονται όλες οι αξίες κ’ οι απαξίες της ελληνικής ψυχής, η βάση που πάνω της θεμελιώνεται ο ιδανικός πύργος των πόθων και των ονείρων του Κ. για την ηθική αναδημιουργία του έθνους μας».
Ο ιστορικός ρόλος της ισότητας
Η Ελπίδα ‒όνομα και πράγμα‒ αντιστέκεται ως γυναίκα στις επιταγές του συντηρητισμού (Αριστόδημος), της ξενολατρείας και του αστικού εφησυχασμού. Ταυτόχρονα, αναλαμβάνει να εκπληρώσει την ιστορική ανάγκη του ελληνικού έθνους (Δημητράκης) να θυμηθεί τις αξίες των αγωνιστών της προεπαναστατικής και επαναστατικής Ελλάδας, από τους Ακρίτες ως τους οπλαρχηγούς.
Κι έχει σημασία αυτή την ιστορική ανάγκη να την κινήσει η Ελληνίδα, γιατί δεν μπορεί, για τον Καρκαβίτσα τουλάχιστον, να ορθοποδήσει η χώρα αν δεν ευημερήσουν και δεν συμμετάσχουν στην “εθνική προσπάθεια” οι ευάλωτες και αδικημένες ομάδες του έθνους, που είναι κατά βάση οι γυναίκες.
Εδώ, με τον τρόπο του, με όλες τις “υποσημειώσεις” που μπορεί να βάλει κανείς στις απόψεις του για το γυναικείο κίνημα, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας έδειξε το 1904 ότι η ισότητα των γυναικών δεν είναι απλά ένα σύνθημα. Αλλά έχει ρόλο να διατελέσει σε μια Ελλάδα ταλαιπωρημένη, πληγωμένη, καταπιεσμένη και τόσο βιασμένη όσο ίσως απειλείται να καταλήξει στο άμεσο μέλλον.
Η «σθεναρή και συνετή Ελπίδα, που διαθέτει βαθιά και ουσιαστική γνώση της ιστορίας και της παράδοσης, λειτουργεί ως πρότυπο της γυναίκας» που θα αποτελέσει τη «βάση για τη μελλοντική ανάταση του έθνους». Η γυναίκα είναι που βλέπει και το παρελθόν, και το παρόν, και το μέλλον. Η στιγμή που ο Δημητράκης βλέπει σύντρομος το κέντημα με τον Αγώνα για την Ανεξαρτησία, είναι ενδεικτική:
«- Άξιζε τάχα τέτοια θυσία; Μουρμούρισε αργά και στοχαστικά σα να ρώταε τον εαυτό του.
– Άξιζε δεν άξιζε εκείνοι δεν το λογάριασαν. Είπαν να κάμουν κράτος και το ’καμαν. Τ’ άλλα τ’ άφηκαν στα παιδιά τους…».