Μετά την κατάρρευση της “στρατηγικής Ελσίνκι”…
04/05/2018Όταν η ΕΕ χαρακτηρίζει παράνομες τις τουρκικές ενέργειες στην κυπριακή ΑΟΖ και στο Αιγαίο αποτελεί αναμφίβολα διπλωματική επιτυχία της Αθήνας και της Λευκωσίας. Κι αυτό, επειδή όλα τα προηγούμενα χρόνια, η ΕΕ απέφευγε τέτοια κατηγορηματική καταδίκη. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, θα ήταν λάθος να θεωρηθεί πως η Ευρώπη μπορεί να εγγυηθεί την εθνική ασφάλεια της Ελλάδος και της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Από το 1999, μετά την περιβόητη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι, η Αθήνα είχε υιοθετήσει τη στρατηγική διασύνδεσης των ελληνοτουρκικών με την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Είναι εδώ και πολύ καιρό προφανές πως η προοπτική ένταξης της γειτονικής χώρας έχει μετατραπεί σε κέλυφος. Ούτε η ΕΕ θέλει πλέον την Τουρκία στους κόλπους της, ούτε και η σημερινή Τουρκία επιδιώκει πραγματικά να ενταχθεί.
Οι ευρωτουρκικές σχέσεις, ωστόσο, αποτελούν σημαντική παράμετρο της εξωτερικής πολιτικής του Ρετζέπ Ερντογάν. Η Ευρώπη είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος και επενδυτής στην Τουρκία. Από την άλλη πλευρά, στην τουρκική επικράτεια υπάρχουν σήμερα σχεδόν 4.000.000 πρόσφυγες και μετανάστες που κατά κανόνα θέλουν να μεταβούν έλθουν στην Ευρώπη.
Η προοπτική αυτή προκαλεί ρίγη στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Γι’ αυτό και αναζητούν τρόπους να συνεννοηθούν με το καθεστώς Ερντογάν, ώστε να συγκρατήσουν το μεταναστευτικό ρεύμα. Όσον αφορά το γεωπολιτικό σκέλος, είναι δεδομένο πως η Δύση συνολικά ανησυχεί με την προοπτική η Τουρκία να συνεχίσει τη διολίσθησή της και τη μετατροπή της σε ένα σουνιτικό ισλαμικό καθεστώς.
Ειδική σχέση
Όλα τα παραπάνω οδηγούν τις δύο πλευρές σε αναζήτηση μίας νέας ισορροπίας στις ευρωτουρκικές σχέσεις. Η σχετική συζήτηση, άλλωστε, έχει προ πολλού αρχίσει, με σκοπό μία ειδική σχέση, το περιεχόμενο της οποίας είναι προς το παρόν απροσδιόριστο. Προφανώς, η Αθήνα έχει κάθε λόγο όχι μόνο να παρακολουθεί στενά τις ευρωτουρκικές σχέσεις, αλλά και να συμμετάσχει στη διαμόρφωσή τους.
Το ζητούμενο από την ελληνική και την κυπριακή διπλωματία στο επόμενο διάστημα είναι να συγκροτήσει εντός της ΕΕ τις απαραίτητες συμμαχίες, οι οποίες θα επιτρέψουν τη δημιουργία ευρωπαϊκών μηχανισμών για επιβολή στοχευμένων κυρώσεων εις βάρος της Τουρκίας, όποτε προβαίνει σε «παράνομες ενέργειες» για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Η προσπάθεια αυτή καθίσταται ιδιαιτέρως δυσχερής, επειδή οι ευρωπαϊκές κοινωνίες και κυβερνήσεις θέλουν πάση θυσία να αποφύγουν την επανάληψη μαζικών εισροών προσφύγων και μεταναστών.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι το ευρωπαϊκό χαρτί είναι διπλωματικά χρήσιμο, αλλά θα ήταν λάθος η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία να επαναπαυθούν σ’ αυτό. Σε πολύ μεγάλο βαθμό οι εξελίξεις στα μέτωπα του Αιγαίου και της Κύπρου θα κριθούν από τις εξελίξεις στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Προς το παρόν, η Ουάσιγκτον συνεχίζει τις προσπάθειες να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με το καθεστώς Ερντογάν, αλλά είναι αμφίβολο εάν θα επιτύχει τον σκοπό της. Επειδή, λοιπόν, είναι πολύ πιθανό οι ΗΠΑ να αναγκασθούν να επανασχεδιάσουν τη στρατηγική τους για την ευρύτερη περιοχή μας, είναι χρήσιμο και Ελλάδα και Κυπριακή Δημοκρατία να είναι έτοιμες να λειτουργήσουν ως εναλλακτική λύση για τη Δύση, ως άξονας σταθερότητας και ασφάλειας.