Με ιδεολογικό πρίσμα η έρευνα “τι πιστεύουν οι Έλληνες”
22/05/2018Σημάδια εξασθένισης του αντιευρωπαϊσμού και στροφή της κοινωνίας προς το φιλελεύθερο μοντέλο, με βαθιά σημάδια ακραίου συντηρητισμού και τυπολατρικής οργάνωσης της κοινωνίας, καθώς και έντονα ελλειμματική αυτοπεποίθηση διαπίστωσε η κοινωνική έρευνα «τι πιστεύουν οι Έλληνες». Η έρευνα πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της δεξαμενής σκέψης διαΝΕΟσις από την εταιρεία MRB Hellas, με πανελλαδικό δείγμα 1.250 ατόμων για καθένα από τα δύο μέρη της και περίπου 2.500 ατόμων για μερικές κοινές ερωτήσεις.
Το προφίλ αυτό προκύπτει από τις απαντήσεις που δόθηκαν σε πάνω από 70 ερωτήσεις με περισσότερες από 200 μεταβλητές της εν λόγω έρευνας που πραγματοποιήθηκε για τρίτη χρονιά. Προκύπτει και από τις αναλύσεις που έκαναν ο Δημήτρης Μαύρος της MRB, ο συγγραφέας και φιλόσοφος Στέλιος Ράμφος και η αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας Μαρία Ευθυμίου σε μια ενδιαφέρουσα συνομιλία.
Ο Μαύρος της MRB σε μια φορτισμένη ανάλυση των στοιχείων, όπου συχνά χρησιμοποίησε απαξιωτικά τον όρο «φυλές» των Ελλήνων, εστίασε στα ευρήματα που στηρίζουν πολιτικά το νεοφιλελευθερισμό μέσα από τις ακόλουθες διαπιστώσεις:
- η αναταραχή είναι η νέα κανονικότητα (το 58% αποδέχεται την τρέχουσα κατάσταση), η οποία εδράζεται σε μια διαπιστωμένη κατάθλιψη
- η στροφή της κοινωνίας στον ευρωπαϊσμό
- αποδοχή της πολιτικής των μνημονίων
Ειδικότερα διαπιστώνεται, μεταστροφή της κοινωνίας στο θέμα της φορολογίας και του ρόλου του κράτους στην οικονομία τα τελευταία χρόνια. Το 68% (από 53,5% στην περσινή έρευνα) των πολιτών θεωρούν τη συμμετοχή της χώρας μας στην ΕΕ ως θετική, έναντι του 31% (από 44,9%), που την αποτιμά ως αρνητική. Αναλυτικότερα τα ευρήματα αυτά συνοψίζονται στα δύο διαγράμματα που ακολουθούν. Να σημειώσουμε πάντως ότι δεν τέθηκε ποτέ ζήτημα αντιευρωπαϊσμού στην Ελλάδα, διότι οι Έλληνες ήταν πάντα ευρωπαϊστές, άσχετα εάν εύλογα μετά την χρεοκοπία της χώρας από το παλιό καθεστώς εισέπραξαν τον ιό του ευρωσκεπτικισμού.
Η κατασκευή του πολιτικού θεάματος
Η αναφορά που έκανε ο κ. Μαύρος στο δημοψήφισμα, που υπονόησε ως αντιευρωπαϊκό, είναι ψευδής, δεδομένου ότι η ερμηνεία αυτή είναι αποτέλεσμα της κατασκευής του πολιτικού θεάματος από τα Μίντια και την πολιτική διαπλοκή. Σε ότι αφορά τον υποδόριο αντικρατισμό, ήταν ιστορικά απολύτως φυσικός και δικαιολογημένος, δεδομένου ότι το κράτος εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της ολιγαρχίας.
Για ένα προσεκτικό αναγνώστη των ερωτημάτων της MRB, λείπουν εκκωφαντικά ερωτήματα που θα έθεταν στην κρίση των ερωτώμενων ζητήματα δομής της ελληνικής οικονομίας και των μηχανισμών του πελατειακού κράτους που ανέπτυξε η Δεξιά και καλλιέργησαν οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις, με αποτέλεσμα να «εκβιάζονται» απαντήσεις που εξυπηρετούν το ιδεολογικό μοντέλο του κ. Μαύρου.
Η ραμφική ψυχανάλυση του Έλληνα
Ο Στέλιος Ράμφος, μέσα από τον αντιφατικό χαρακτήρα των απαντήσεων, εντόπισε μια «κατηγορία συναισθημάτων που εξηγούν τον Έλληνα». Αυτά τον οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ο Έλληνας αναζητά την ασφάλεια «από τον τύπο και όχι το περιεχόμενο» με την οργάνωση του χρόνου του μέσα από «τυπικότητες» με αποτέλεσμα να βλέπει μια «υπολειτουργική συγκρότηση του λαού». Ειδικότερα, ο Ράμφος επικεντρώθηκε στο ερώτημα «Έλληνας γεννιέσαι ή γίνεσαι;», όπου το 54,5% απάντησε ότι γεννιέσαι (έναντι 47,2% το 2016), το 39,5% ότι γίνεσαι (από 48,3%) και 6,3% ΔΞ/ΔΑ.
Περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ερώτηση για τους παράγοντες που ορίζουν ποιος θεωρείται Έλληνας, όπου το 54,3% θεωρεί πως φτάνει να υιοθετεί τα ελληνικά ήθη και έθιμα, το 43,4% να έχει γεννηθεί από Έλληνες γονείς, το 24,9% να μιλάει ελληνικά, το 24,8% να έχει γεννηθεί στην Ελλάδα, το 24,3% να είναι ορθόδοξος χριστιανός και το 11,6% να κατοικεί στην Ελλάδα.
Επίσης εστίασε στο ερώτημα της εμπιστοσύνης προς θεσμούς και δομές, όπου το 81,1% εμπιστεύεται την οικογένεια, το 44,8% τις Ένοπλες Δυνάμεις, το 29,8% την Δικαιοσύνη, το 27,7% την Εκκλησία, το 25,9% την Αστυνομία, ενώ οι πολιτικοί και κοινωνικοί θεσμοί και δομές απαξιώνονται. Ο Ράμφος αποδίδει την αναζήτηση ασφάλειας από τους Έλληνες σε αυτούς τους πέντε παράγοντες στην απουσία ηγεσίας και πολιτικής από τους κρατικούς θεσμούς. Παρενθετικά να σημειώσουμε ότι το 47,5% θεωρεί ότι χρειαζόμαστε ένα ηγέτη ικανό και ισχυρό, τύπου Πούτιν, ενώ το 41,8% πιστεύει ότι έχουμε ανάγκη ένα πολιτικό σύστημα περισσότερο συνεργατικό.
Ο Ράμφος εξηγεί ότι η οργάνωση των Ελλήνων γύρω από τυπικότητες (δύο εθνικές εορτές, γιορτές, βαφτίσια, επιτάφιος κλπ) οφείλεται στην εσωτερική διαδικασία που «μεταμφιέζει» τα συναισθήματα σε ιδέες. Ανέφερε ότι μόνο η γενιά του ’30 επιχείρησε να συνδυάσει λειτουργικά την λαϊκή παράδοση με την ευρωπαϊκή νεωτερικότητα.
Η αισιόδοξη θεώρηση της Ευθυμίου
Η ιστορικός Μαρία Ευθυμίου είχε πιο αισιόδοξη ματιά στα ευρήματα, θεωρώντας ότι «είμαστε μια κοινωνία σε εξέλιξη». Παραδέχτηκε ότι δεν έχουμε «πραγματική αυτοπεποίθηση» γι΄ αυτό αντλούμε από την αρχαιότητα, αν και θεωρούμε ότι είμαστε μοντέρνα χώρα (68%), ότι είμαστε εργατικοί (86%), ότι ξεχωρίζουμε σήμερα ως λαός (75%), ότι οι γυναίκες είναι ικανές για όλες τις δραστηριότες (87%), ότι σεβόμαστε τις μειονότητες (58%), ότι είμαστε ανοργάνωτοι και φταίμε όλοι για την κατάσταση (77%). Η Ευθυμίου βλέπει σε αυτά μια ευκρινή αυτοκριτική και υπογραμμίζει ότι οι ερωτώμενοι θεωρούν πως θα μπορούσαμε να λύσουμε μόνοι μας τα προβλήματα της κρίσης.
Σε ότι αφορά τα ταυτοτικά ζητήματα, η κα Ευθυμίου υπενθύμισε ότι το 1820 ήταν επαρκές για να είσαι Έλληνας να είσαι ορθόδοξος χριστιανός, έναντι του 24,3% σήμερα. Το δέσιμο μας με την Ορθοδοξία δεν συσχετίζεται με την πίστη (δεν πάμε στην εκκλησία), αλλά με ιστορικές και ταυτοτικές παραμέτρους, καθώς αποτελεί μια «υφέρπουσα σταθερά» (απέναντι στον καθολικισμό). Χαριτολογώντας είπε πως επί 1000 χρόνια, σήμερα, οι ανθενωτικοί είναι το 65% και οι ενωτικοί το 35%. Εξ ου και ο «έρωτας» με τη Ρωσία.
Από την πλευρά μας, θεωρούμε ότι οι προσεγγίσεις αυτές και κυρίως η έρευνα πρέπει να αποκτήσουν λιγότερο φορτισμένα ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά για να αυξήσουν την κοινωνική χρησιμότητά τους. Οι συνέπειες του κοτζαμπασισμού, η δολοφονία των ιδρυτικών συνταγματικών βουλήσεων του λαού, το τραύμα του βαυαρικού ιδεώδους και η ξενοκρατική μανταλιτέ της Δεξιάς έχουν βάλει βαθιά σφραγίδα. Χρειάζονται ειδικές πολιτικές και εκπαιδευτικές διαδικασίες και πνευματικές επεξεργασίες για να ξεπεραστούν. Η μηχανιστική προσέγγιση πρέπει να αλλάξει για να γίνουν τέτοιου τύπου έρευνες πιο χρήσιμες.