Σημάδια αλλαγής της αμερικανικής πολιτικής στο Κυπριακό
03/06/2018Οι αντιδράσεις στην Ουάσινγκτον έναντι της Άγκυρας για τη συμπεριφορά του καθεστώτος Ερντογάν δημιουργεί μια έντονη κινητικότητα, με το μέτωπο κατά της Τουρκίας να ενισχύεται. Τούτο ενδεχομένως να αποδειχθεί συγκυριακό, κυρίως εάν μετεκλογικά ο Ερντογάν χαμηλώσει τους τόνους και αναθερμάνει τα κανάλια επικοινωνίας. Εκδηλώνονται, ωστόσο, κινήσεις που αφορούν το Κυπριακό.
Αυτή την περίοδο, δύο παράλληλες διαδικασίες στη νομοθετική εξουσία των ΗΠΑ επαναφέρουν στο προσκήνιο πολιτικές αποφάσεις που υιοθετήθηκαν τη δεκαετία του 1970 και αφορούν την Κύπρο και την Τουρκία. Πρώτον, το εμπάργκο όπλων και δεύτερον η μεγάλη στρέβλωση σε βάρος του θύματος (της Κυπριακής Δημοκρατίας) και η επιβράβευση του θύτη (της Τουρκίας) επανεξετάζεται, με φόντο το επίπεδο των σχέσεων που διανύουν σήμερα Ουάσινγκτον και Άγκυρα.
Η πρώτη εξέλιξη αφορά το σχέδιο νόμου του προϋπολογισμού για την Εθνική Άμυνα, με το οποίο ζητείται το πάγωμα της οποιασδήποτε μεταφοράς στρατιωτικού υλικού προς την Τουρκία, μέχρι το υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ να παραδώσει έκθεση για την εκτίμηση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων στις αρμόδιες επιτροπές Εξωτερικών και Άμυνας Του Κογκρέσου. Το σχέδιο νόμου εγκρίθηκε με απόλυτη πλειοψηφία (60-1) από την αρμόδια επιτροπή.
Σε περίπτωση που σε πολιτικό επίπεδο αυτό προχωρήσει και υπογράψει ο Πρόεδρος, τότε η Τουρκία θα επηρεασθεί σημαντικά. Θα επηρεασθούν πωλήσεις αεροσκαφών F-35 Lightning II JSF και F-16 Fighting Falcon, ελικοπτέρων CH-47 Chinook, H-60 Blackhawk και πυραύλων Patriot. Αφορμή γι’ αυτή την κίνηση είναι η συμφωνία της Τουρκίας με τη Ρωσία για το αντιπυραυλικό σύστημα S-400, αλλά και η κράτηση στις τουρκικές φυλακές του Αμερικανού πάστορα Άντριου Μπράνσον.
Σημειώνεται συναφώς ότι η προσπάθεια για το πάγωμα της παράδοσης των μαχητικών αεροσκαφών F-35 στην Άγκυρα έχει αποτελέσει μια από τις σημαντικότερες εκστρατείες που διεξάγει το Συμβούλιο Ελληνοαμερικανικής Ηγεσίας (HALC) στην Ουάσινγκτον. Όπως εξήγησε σε δηλώσεις του στην ομογενειακή εφημερίδα “Greek News” ο εκτελεστικός διευθυντής της οργάνωσης Έντι Ζεμενίδης, το γεγονός ότι η συγκεκριμένη πρόβλεψη συμπεριλήφθηκε στο σχέδιο νόμου αποτελεί ακόμα ένα σημαντικό βήμα προς την εκπλήρωση του στόχου της εκστρατείας του HALC.
Η οργάνωση ανέλαβε εκστρατεία και για τον τερματισμό του εμπάργκο κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας. Επί τούτου, ο κ. Ζεμενίδης είπε ότι «έφτασε η ώρα οι ΗΠΑ να δώσουν ουσία στη “στρατηγική εταιρική σχέση” που διακήρυξε ο Αντιπρόεδρος Μπάιντεν το 2014. Η άρση του εμπάργκο όπλων θα ήταν ένα καλό πρώτο βήμα για να εδραιωθεί το καθεστώς της Κύπρου ως κράτος πρώτης γραμμής για τα δυτικά συμφέροντα ασφαλείας».
Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις σε σταυροδρόμι
Εάν παγώσει η πώληση όπλων προς την Τουρκία, θα επιδεινωθούν περαιτέρω οι σχέσεις και αυτό θα κοστίσει στην Άγκυρα, περισσότερο από ό,τι στις ΗΠΑ. Την ίδια ώρα, σε περίπτωση που ο Ερντογάν ακυρώσει τη συμφωνία με τους Ρώσους για τους S-400, θα χάσει μια εναλλακτική επιλογή, τη Μόσχα. Τότε ουσιαστικά στην Ουάσινγκτον θα αισθανθούν πως θα έχουν τον Ερντογάν στο τσεπάκι τους.
Η δεύτερη εξέλιξη αφορά την απόφαση για την κατάθεση από μέρους του επικεφαλής της μειοψηφίας στην Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της αμερικανικής Γερουσίας, Ρόμπερτ Μενέντεζ, νομοσχεδίου για τον τερματισμό του εμπάργκο όπλων που έχει επιβληθεί για την Κύπρο με νόμο του 1987. Ανάλογο νομοσχέδιο έχει κατατεθεί στη βουλή των αντιπροσώπων από τον Ντέιβιντ Σιτσιλίνε.
Στο λεκτικό του νομοσχεδίου που κατέθεσε ο κ. Μενέντεζ τονίζεται, μεταξύ άλλων, ότι «η ασφάλεια των εταίρων στην Ανατολική Μεσόγειο είναι κρίσιμη για την ασφάλεια των ΗΠΑ και της Ευρώπης». Η κίνηση αυτή συνδέεται και με τα ενεργειακά, όπου οι ΗΠΑ εμπλέκονται μέσω της ExxonMobil. Η ενίσχυση της ασφάλειας της Κύπρου συνδέεται, επίσης, με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας.
Είναι σαφές πως σε περίπτωση που αρθεί το εμπάργκο, η σημασία θα είναι περισσότερο πολιτική. Θα είναι μια σημαντική επιτυχία σε βάρος της Τουρκίας, ενώ θα επιβεβαιωθεί και η καλή σχέση με τις ΗΠΑ και τα κέντρα λήψης αποφάσεων. Η Κυπριακή Δημοκρατία δεν δαπανά ιδιαίτερα ποσά για αμυντικούς εξοπλισμούς. Εάν ωστόσο τερματισθεί η απαγόρευση πώλησης όπλων, θα έχει και την αμερικανική επιλογή.
Τα ζητήματα αυτά αναμένεται να ξεκαθαρίσουν σύντομα. Είναι προφανές πως κομβικό σημείο παραμένει η μετά τις εκλογές συμπεριφορά του Ερντογάν. Εάν διαφοροποιηθεί και προσεγγίσει τις ΗΠΑ, όπως και στο παρελθόν, οι Αμερικανοί θα «σβήσουν» την παλιά συμπεριφορά του και θα επανέλθουν στις «καλές εποχές». Σε διαφορετική περίπτωση, θα γίνουμε μάρτυρες μιας νέας εποχής στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Οι Αμερικανοί θέλουν, πάντως, επανασυγκόλληση των σχέσεων με την Άγκυρα και με την πρώτη κίνηση προσέγγισης από τους Τούρκους θα κάνουν κι αυτοί βήματα προς την κατεύθυνση της γεφύρωσης διαφορών.
Μια πρωτοβουλία νέων
Το κλίμα που είχε διαμορφωθεί αμέσως μετά την εισβολή οδήγησε στην επιβολή εμπάργκο στην πώληση όπλων από τις ΗΠΑ στην Τουρκία, παρά τις ενστάσεις της αμερικανικής κυβέρνησης. Η απόφαση αυτή πιστώνεται στο ελληνοαμερικανικό λόμπι. Ο μακαρίτης Νεοκλής Σαρρής είχε γράψει πως το 1975, ανεξάρτητα από την ελληνική κυβέρνηση, η οποία δεν είχε καν ερωτηθεί, μια ομάδα νέων από τον Ελληνισμό της Αμερικής, οι οποίοι κινούνταν με άνεση στα πολιτικά παρασκήνια της Ουάσιγκτον, είχαν τη μεγαλοφυή έμπνευση να τηλεφωνήσουν στον Eugene Rossides, μεγαλοδικηγόρο και πολύ σημαντικό στέλεχος της ελληνοαμερικανικής κοινότητας στη Νέα Υόρκη.
Μόλις είχε παραιτηθεί από υφυπουργός Εμπορίου. Τον ρώτησαν εάν υπήρχαν δεσμεύσεις στη στρατιωτική βοήθεια, την οποία λάμβανε η Τουρκία από τις ΗΠΑ. Πίστευαν δε ότι ο πολυάσχολος Rossides θα αργούσε κάποιες εβδομάδες να απαντήσει. Έτσι εξεπλάγησαν όταν σε λίγη ώρα τους αναζήτησε, αναφέροντάς τους τις συγκεκριμένες δεσμεύσεις της Τουρκίας που την απέτρεπαν να χρησιμοποιήσει τα όπλα που λάμβανε σε εκτός της χώρας πολεμικές επιχειρήσεις δίχως άδεια της Συμμαχίας.
Έτσι ξεκίνησε μια προσπάθεια επιβολής εμπάργκο όπλων στην Τουρκία από το Κογκρέσο. Για το τέλος του εμπάργκο, το 1978, ο πρώην υπουργός Άμυνας και τέως Πρόεδρος της Βουλής, Γιαννάκης Ομήρου, ανέφερε πως αυτό έγινε μέσω προεδρικής διαβεβαίωσης στο Κογκρέσο ότι η Τουρκία ενεργούσε με καλή πίστη για την απόσυρση των κατοχικών στρατιωτικών της δυνάμεων από την Κύπρο. Έχουν, είπε, παρέλθει από τότε 44 ολόκληρα χρόνια και οι τουρκικές κατοχικές δυνάμεις παραμένουν στην Κύπρο. Σημειώνεται πως η προώθηση του αμερικανοβρετανοκαναδικού σχεδίου του 1978, έγινε στην προσπάθεια του Στέιτ Ντιπάρτμεντ να διαμορφωθούν οι συνθήκες για άρση του εμπάργκο.
Από την ιστορία των εμπάργκο επηρεάσθηκε πρωτίστως η Κυπριακή Δημοκρατία. Στις 22 Δεκεμβρίου του 1987, στον αμερικανικό νόμο προστίθεται ότι στρατιωτικό υλικό παραχωρείται από τις ΗΠΑ μόνο υπό τον όρο ότι δεν θα μεταφέρεται στην Κύπρο, ή άλλως δεν θα χρησιμοποιείται για την περαιτέρω όξυνση, ή τη διαίρεση της Κύπρου. Στη δεκαετία του 1990, με πρωτοβουλία της Αθήνας εγέρθηκε θέμα αμερικανικών όπλων που χρησιμοποιεί ο τουρκικός στρατός στην κατεχόμενη Κύπρο. Εκείνη η πρωτοβουλία λειτούργησε μπούμερανγκ γιατί οι Αμερικανοί αποφάσισαν να ελέγχουν και την Εθνική Φρουρά όπως και τον κατοχικό στρατό. Αμερικανικά όπλα στις ελεύθερες περιοχές έχουν μόνο οι Δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ.