Γιατί ο Μητσοτάκης προσεύχεται να έχει αντίπαλο τον ΣΥΡΙΖΑ
25/07/2021Δύο χρόνια και κάτι μετά τη μεγάλη εκλογική νίκη της ΝΔ, η εικόνα είναι θολή. Από τη μία πλευρά, είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού και ήδη καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις μία αυξανόμενη πολιτική δυσαρέσκεια. Από την άλλη πλευρά, όπως επίσης είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού και καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις, η ΝΔ του Μητσοτάκη είναι με διαφορά μπροστά από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Όλα δείχνουν ότι δεν πρόκειται απλώς και μόνο για τη γνωστή μεταβατική φάση, κατά τη διάρκεια της οποίας το κυβερνών κόμμα χάνει έδαφος και η αξιωματική αντιπολίτευση κερδίζει, οπότε στο τέλος της θα έχει συντελεστεί η ανατροπή στις προτιμήσεις του εκλογικού σώματος. Ανατροπή που θα αποτυπωθεί στις επόμενες εκλογές. Στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε ένα διαφορετικό φαινόμενο. Η πολιτική αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ τον καθηλώνει εκλογικά, με αποτέλεσμα να ευνοείται εξ αντιδιαστολής η ΝΔ και κατ’ επέκταση να σταθεροποιείται πολιτικά η κυβέρνηση. Με άλλα λόγια, το αποτελεσματικότερο πολιτικό στήριγμα του Μητσοτάκη είναι εκ των πραγμάτων ο Τσίπρας και το κόμμα του.
Στην Κουμουνδούρου αρέσκονται να υπεκφεύγουν από το πολιτικό τους πρόβλημα, επικαλούμενοι το πραγματικό γεγονός ότι κατά κανόνα τα συστημικά ΜΜΕ όχι μόνο υποστηρίζουν αμέριστα την κυβέρνηση, αλλά είναι και σαφώς εχθρικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η “κολώνια” κρατάει από τις εκλογές του 2012, κορυφώθηκε το 2015 και συνεχίζεται σχεδόν αμείωτη, παρά την κωλοτούμπα του Τσίπρα μετά το δημοψήφισμα.
Για να είμαστε ειλικρινείς, η ανισορροπία που επικρατεί στα ΜΜΕ δεν έχει προηγούμενο μεταπολιτευτικά. Όχι μόνο επηρεάζει –συχνά κατά τρόπο καθοριστικό– το πολιτικό κλίμα, αλλά και κατά ένα τρόπο έχει καταφέρει να απο-πολιτικοποιήσει τον δημόσιο βίο. Μπορεί γι’ αυτό να έχει συμβάλει αποφασιστικά η πανδημία, αλλά πρόκειται για κάτι περισσότερο. Πρόκειται για στρατηγική επιλογή.
Ο ρόλος των ΜΜΕ
Καθημερινά τα κανάλια (αλλά όχι μόνο) διαμορφώνουν στρέφουν την κοινή γνώμη μακριά από οτιδήποτε Πολιτικό, με την ουσιαστικά έννοια του όρου, τοποθετώντας “σκουπίδια” στο κέντρο της δημόσιας σφαίρας. Τα ζωτικά για την Ελλάδα ζητήματα είναι παντελώς εξορισμένα από τη μεγάλη μιντιακή σκηνή. Μόνο κάποιες “θεατρικού” χαρακτήρα κόντρες πολιτικών καταφέρνουν να βρουν μία θέση στα δελτία ειδήσεων.
Αυτό το κλίμα αναμφίβολα βολεύει πολύ την κυβέρνηση, η οποία –με την αβάντα των συστημικών ΜΜΕ– κινείται άνετα. Έχοντας καλυμμένη την πλάτη της, δεν εξηγεί τις επιλογές της και πολύ περισσότερο δεν δίνει απαντήσεις σε κριτικές. Ακόμα και κραυγαλέα λάθη και παραλείψεις της συνήθως καλύπτονται από μιντιακή σιωπή, αν και κάποιες φορές τα “δημοσιογραφικά παπαγαλάκια” ξετσίπωτα “κάνουν το μαύρο άσπρο”.
Η ασύμβατη με τη δημοκρατική δεοντολογία και πρακτική κατάσταση που επικρατεί στα ΜΜΕ δεν ερμηνεύει, ωστόσο, από μόνη της τον καταγραφόμενο εμπειρικά και στις δημοσκοπήσεις εκλογικό συσχετισμό δυνάμεων. Ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να δημιουργήσει πολιτικά γεγονότα όχι μόνο επειδή έχει απέναντί του κατά κανόνα εχθρικά ΜΜΕ, αλλά και επειδή δεν έχει πείσει πως αποτελεί αξιόπιστη εναλλακτική λύση στο ζήτημα της διακυβέρνησης. Για την ακρίβεια, δύο και χρόνια μετά την εκλογική ήττα του, δεν έχει βρει ούτε πειστικό αντιπολιτευτικό βηματισμό.
Ψαρεύει σε θολά νερά
Αυτό συμβαίνει, επειδή για κρίσιμα ζητήματα υψηλής πολιτικής, όπως π.χ. είναι τα εθνικά θέματα, οι στρατηγικές επιλογές στον ενεργειακό τομέα και το σχέδιο για την αξιοποίηση των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης, η αξιωματική αντιπολίτευση ή συμφωνεί με την κυβέρνηση, ή σιωπά, ή έστω ψελλίζει. Στο μόνο ζήτημα που αντιπαρατέθηκε ήταν το νομοσχέδιο Χατζηδάκη για τα εργασιακά.
Κατά τα άλλα, η Κουμουνδούρου ψαρεύει σε θολά νερά. Στο μέτωπο της πανδημίας ουσιαστικά πατάει σε δύο βάρκες. Κάποιες επιμέρους εύστοχες κριτικές της δεν αλλάζουν τη γενική εικόνα. Στην δε τελευταία αντιπαράθεση για το ζήτημα των εισακτέων σε ΑΕΙ και ΤΕΙ, ο Φίλης και ο ίδιος ο Τσίπρας έβαλαν κλασικό αυτογκόλ. Με τη ρητορική τους επιβεβαίωσαν όσους τους κατηγορούν για λαϊκισμό, για εχθρότητα προς την αριστεία και για ανταμοιβή της ήσσονος προσπάθειας. Και σαν να μην έφθαναν αυτά, με τον γνωστό ιδεολογικό αταβισμό του, ο ΣΥΡΙΖΑ έσπευσε να ζητήσει εξηγήσεις για την ανάκληση της παρασημοφόρησης του Ιάσωνα Αποστολόπουλου.
Η πολιτική αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ ρίχνει νερό στο μύλο του Μητσοτάκη, ο οποίος έχει και το πραγματικό άλλοθι ότι με την εξαίρεση του πρώτου εξαμήνου, η κυβέρνησή του βρέθηκε αντιμέτωπη με μία πρωτόγνωρη κατάσταση. Η πανδημία δεν ανήκει στα προβλήματα που εκλήθησαν να αντιμετωπίσουν οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις. Κι ακριβώς γι’ αυτό, είναι πολύ δύσκολο να γίνουν συγκρίσεις.
Η διαχείρηση της πανδημίας
Για το πως χειρίσθηκε η κυβέρνηση Μητσοτάκη την πανδημία στις διάφορες πτυχές της πολλά έχουν ειπωθεί και ακόμα περισσότερα μπορούν να ειπωθούν. Δεν είναι, όμως, αυτό το αντικείμενο του παρόντος άρθρου. Όσο κι αν η πανδημία έριξε και συνεχίζει να ρίχνει τη βαριά σκιά της σ’ όλες τις πτυχές του εθνικού βίου, υπάρχει και ένας χώρος πολιτικής που δεν καθορίζεται από αυτήν.
Η Ελλάδα βρέθηκε για μία δεκαετία βυθισμένη σε μία άλλη πρωτοφανή οικονομική-κοινωνική κρίση. Μπορεί να εξήλθε από τα Μνημόνια, αλλά δεν εξήλθε και από την κρίση. Όταν, μάλιστα, φάνηκε ότι αρχίζει μία πορεία επιστροφής στην κανονικότητα, τα lockdowns που επέβαλε ο Covid-19 κατάφεραν ένα δεύτερο καίριο πλήγμα σε μία οικονομία και σε μία κοινωνία που ακόμα παραπατούσαν.
Η κυβέρνηση δαπάνησε μεγάλα ποσά για να κρατήσει ζωντανές επιχειρήσεις και νοικοκυριά που επλήγησαν άμεσα από τα περιοριστικά μέτρα για την προστασία της δημόσιας υγείας. Και καλώς έπραξε, διότι διαφορετικά τα οικονομικά και κοινωνικά ερείπια θα ήταν πολλαπλάσια. Από την άλλη πλευρά, όμως, οι ιδεολογικές ορίζουσες του Μητσοτάκη και του επιτελείου του παραμένουν αναλλοίωτες και καθορίζουν τις πολιτικές, στον χώρο που η κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να αποφασίζει, χωρίς τους καταναγκασμούς που επιβάλει η πανδημία.
Μπορεί, λοιπόν, ο Μητσοτάκης να έχει υψώσει τη σημαία των μεγάλων μεταρρυθμίσεων, μπορεί να πουλάει ακόμα το προεκλογικό αφήγημα της επικείμενης δυναμικής οικονομικής ανάκαμψης, αλλά τα γεγονότα δείχνουν άλλα. Δυστυχώς, η κυβέρνηση και συνολικά το πολιτικό σύστημα δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από το να διαχειρίζονται (ως δρώντες ή ως ασκούντες πολιτικό έλεγχο) τη διάχυτη και εντεινόμενη κοινωνική μιζέρια.