“Η Ελλάδα των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών”
08/08/2021Η Συνθήκη Ειρήνης των Σεβρών υπεγράφη τέτοιες ημέρες (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου) πριν 101 χρόνια και τερμάτισε την εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ των Συμμάχων της Αντάντ και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με τη Συνθήκη των Σεβρών, παραχωρούνταν στην Ελλάδα η Θράκη (Ανατολική και Δυτική), τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος, ενώ αναγνωριζόταν η ελληνική κυριαρχία επί των νησιών του Αιγαίου, που κατείχε de facto από το 1912.
Αναφορικά με τη Σμύρνη, η Συνδιάσκεψη Ειρήνης της παραχωρούσε τη διοίκηση της, με το ελληνικό κράτος να ασκεί καθήκοντα τοποτηρητή, όσον αφορά τη δημόσια τάξη στην Ιωνία. Μετά από παρέλευση πέντε ετών, οι κάτοικοι της περιοχής θα καλούνταν (μέσω δημοψηφίσματος) να επιλέξουν ανάμεσα στην ένωση με την Ελλάδα, ή την παραμονή τους στην Τουρκία.
Για την Ελλάδα, η Συνθήκη των Σεβρών αποτέλεσε κοσμογονία, όσον αφορά το εθνικό όραμα του Ελληνισμού. Με τις συνθήκες που τερμάτισαν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Eλληνισμός αποκτούσε εδαφική συνοχή. Η Ελλάδα των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών ήταν μια πραγματικότητα, η οποία όμως έβρισκε τη χώρα διχασμένη και την ελληνική κοινωνία δηλητηριασμένη από τον Εθνικό Διχασμό.
Η εδαφική επέκταση του ελληνικού βασιλείου, συνέπεια της Συνθήκης των Σεβρών, αύξησε παράλληλα τον αριθμό των μειονοτικών ομάδων (κυρίως των μουσουλμάνων), που διαβιούσαν στο ελληνικό έδαφος. Για τον λόγο αυτό, αλλά και λόγω της επικράτησης των ιδεών περί προστασίας των μειονοτήτων, επιβλήθηκαν στην Ελλάδα (όπως και σε άλλες χώρες που φιλοξενούσαν σημαντικούς μειονοτικούς πυρήνες) όροι μειονοτικής προστασίας.
Χαρακτηριστικό είναι ότι την ίδια ημέρα, που υπεγράφη η Συνθήκη των Σεβρών, υπεγράφη και η Συνθήκη περί Προστασίας των Εθνικών Μειονοτήτων, μεταξύ των Συμμάχων και της Ελλάδας. Οι βασικές αρχές της μειονοτικής προστασίας συμπυκνώνονταν στις λέξεις ισότητα, ισοπολιτεία, ανεξιθρησκία, ελεύθερη χρήση των γλωσσών των μειονοτήτων, εκπαιδευτική και εκκλησιαστική αυτονομία.
Συνθήκη των Σεβρών και ελληνικές υποχρεώσεις
Η Σύμβαση του Νεϊγύ (Νοέμβριος του 1919) και η Συνθήκη περί Προστασίας των Μειονοτήτων των Σεβρών (Αύγουστος του 1920), καθόρισαν το πλαίσιο των υποχρεώσεων της Ελλάδας, έναντι των μειονοτήτων που κατοικούσαν στο έδαφός της. Ενώ, λοιπόν, η πρώτη αφορούσε την εθελούσια και αμοιβαία μετανάστευση Ελλήνων και Βουλγάρων μειονοτικών από τη Βουλγαρία και Ελλάδα αντιστοίχως, οι διατάξεις της δεύτερης αφορούσαν το σύνολο των μειονοτήτων της Ελλάδας (βλ. Αρετή-Τούντα Φεργάδη “Η εξωτερική πολιτική των μεγάλων δυνάμεων στον Μεσοπόλεμο”)
Συγκεκριμένα, η Ελλάδα, με βάση τη Συνθήκη περί Προστασίας των Μειονοτήτων των Σεβρών, ήταν υποχρεωμένη να παράσχει στο σύνολο των υπηκόων της (ανεξαρτήτως καταγωγής, εθνικότητας, γλωσσικού ιδιώματος, φυλής και θρησκείας), πλήρη και «ολοσχερή» προστασία. Επιπροσθέτως, όλοι οι Έλληνες υπήκοοι ήταν ίσοι απέναντι του νόμου και απολάμβαναν τα ίδια πολιτικά και αστικά δικαιώματα, αδιακρίτως φυλής, γλωσσικού ιδιώματος ή θρησκείας. Παράλληλα, η συνθήκη προέβλεπε την ελεύθερη εκδήλωση των θρησκευτικών αισθημάτων κάθε Έλληνα υπηκόου (άρθ. 2).
Η συνθήκη αυτή επέβαλε, επίσης, στην Ελλάδα την εφαρμογή εκλογικού συστήματος, το οποίο θα λάμβανε υπόψη τα δικαιώματα των εθνικών μειονοτήτων, με τη σημείωση ότι η διάταξη αυτή θα εφαρμοζόταν στις Νέες Χώρες (άρθ. 7). Η διαφορά της θρησκείας δεν μπορούσε να αποβεί επιζήμια στην άσκηση των αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων των Ελλήνων πολιτών. Επίσης, ουδείς περιορισμός μπορούσε να τεθεί στην ελεύθερη χρήση οποιασδήποτε γλώσσας, είτε στην ιδιωτική, είτε στη δημόσια ζωή των Ελλήνων πολιτών.
Η κοινοτική οργάνωση και τα φιλανθρωπικά ιδρύματα των μειονοτικών ομάδων, έπρεπε να κατοχυρωθούν νομικά από το ελληνικό κράτος (άρθ. 8). Ακόμη, το άρθ. 9 της συνθήκης όριζε ότι η ελληνική κυβέρνηση ήταν υποχρεωμένη, στις περιφέρειες με ισχυρή μειονοτική παρουσία, να διευκολύνει τη διδασκαλία των μειονοτικών γλωσσών και να χρηματοδοτεί από τον κρατικό προϋπολογισμό τους εκπαιδευτικούς, φιλανθρωπικούς και θρησκευτικούς σκοπούς των μειονοτικών ομάδων.
Η άποψη του Βενιζέλου
Με το άρθ. 16, οι παραπάνω υποχρεώσεις της Ελλάδας έναντι των μειονοτήτων, καθίσταντο διεθνείς, δεδομένου ότι «αποτελέσωσιν υποχρεώσεις διεθνούς συμφέροντος υπό την εγγύησιν της Κοινωνίας των Εθνών». Οι υποχρεώσεις αυτές δεν μπορούσαν να τροποποιηθούν χωρίς τη συγκατάθεση της πλειοψηφίας του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών, καθώς επίσης η ίδια καθίστατο επιβλέπουσα της εφαρμογής των παραπάνω όρων από την Ελλάδα. Τέλος, κάθε διχογνωμία, επί μειονοτικών ζητημάτων, εθεωρείτο «ως διαφορά διεθνούς χαρακτήρος» και παραπεμπόταν ενώπιον του Διαρκούς Δικαστηρίου Διεθνούς Δικαιοσύνης, του οποίου η απόφαση ήταν αμετάκλητη. Το ίδιο μειονοτικό πλαίσιο υποχρεώσεων επιβλήθηκε και στην ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Όσον αφορά τις μειονότητες που ζούσαν στο έδαφός της, αυτές αποκτούσαν διευρυμένα δικαιώματα, που ήταν πρωτόγνωρα για το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό σύστημα της Τουρκίας. Σημαντικό να τονίσουμε ότι η παραμονή της Τουρκίας στο ευρωπαϊκό έδαφος, δηλαδή η παραμονή της στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης, εξαρτιόταν από τον σεβασμό των διατάξεων της Συνθήκης και ιδιαίτερα αυτών που αφορούσαν τις μειονότητες.
Ιδιαίτερη σημασία για τον μελετητή των μειονοτικών ζητημάτων έχει η άποψη του Ελευθερίου Βενιζέλου για το πώς αντιλαμβανόταν τη θέση των μειονοτήτων στο πλαίσιο της Μεγάλης Ελλάδας που δημιούργησε η Συνθήκη των Σεβρών. Πίστευε πως η Νέα Ελλάδα έπρεπε να εμπνεύσει στις νέες μειονοτικές ομάδες, που θα ενσωματώνονταν στον ελληνικό κορμό, την πεποίθηση ότι δεν ήταν υπήκοοι δεύτερης κατηγορίας, αλλά ισότιμοι πολίτες.
Η Ελλάδα της Συνθήκης των Σεβρών, η Ελλάδα καθίστατο “μειονοτική δύναμη”, με την έννοια ότι σχεδόν το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Νέας Ελλάδας αποτελούνταν από μειονοτικούς πληθυσμούς. Αναπόφευκτα, η Ελλάδα των πολλών μειονοτήτων αποτελούσε απόρροια της Συνθήκης των Σεβρών. Η εδαφική επέκταση του ελληνικού βασιλείου συνεπαγόταν την ενσωμάτωση, εκτός των ομογενών που κατοικούσαν στις προσαρτηθείσες περιοχές και ενός πλήθους από αλλογενείς και αλλόθρησκους. Αν η πολιτική ηγεσία της χώρας κατάφερνε να θέσει το παραπάνω ανθρώπινο δυναμικό στην υπηρεσία των εθνικών συμφερόντων, τότε η Ελλάδα των επόμενων ετών θα αναδεικνυόταν σε περιφερειακή δύναμη.