Τράπεζες: O “αναβαλλόμενος φόρος” μίας αναβαλλόμενης ειλικρίνειας
05/08/2021Εν μέσω αδυναμίας αναπτυξιακής χρηματοδότησης της οικονομίας από το τραπεζικό σύστημα, προέκυψε μία φαινομενικά καλή είδηση, η ρύθμιση για τον “αναβαλλόμενο φόρο”. Μία συμφωνία του υπουργείου Οικονομικών με την ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) –για τους μη γνώστες– που επί της ουσίας αποτρέπει τον κίνδυνο κρατικοποιήσεων των τραπεζών όσο αυτές μειώνουν τα “κόκκινα δάνεια”.
Δίνεται η εντύπωση πως η ρύθμιση αφορά κάποιο “εξωτικό” προϊόν των κεφαλαιαγορών. Στην πραγματικότητα, όμως, επί της ουσίας αποτελεί εξέλιξη που αναδεικνύει δύο αναγνώσεις και αρκετό σκεπτικισμό. Κι αυτό, την περίοδο που ακόμα αναμένεται η έγκριση των Βρυξελλών για το δανεικό σκέλος των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Η μία ανάγνωση αφορά την αποδοχή της ΕΚΤ της προσωρινής αυτής λύσης. Η άλλη δημιουργεί προβληματισμό, καθώς ζητείται να βρεθεί μία μόνιμη λύση στο ζήτημα του “αναβαλλόμενου φόρου” και ή ίδια η ΕΚΤ αναμένει επιδείνωση του προβλήματος τα επόμενα χρόνια. Με την λογιστική αυτή προσέγγιση αναβάλλεται επί της ουσίας η οριστική εξυγίανση των τραπεζών.
Εύλογα κατά συνέπεια μπορεί να τεθεί το ερώτημα για τον λόγο που αυτή η λύση δεν επιδιώχθηκε, ή δεν υλοποιήθηκε νωρίτερα, αφού αποτελεί βέλτιστη προσέγγιση, έστω και βραχυπρόθεσμη. Έπρεπε να οδηγηθούμε σε δύο στρεβλές αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου δύο τραπεζών για να πεισθεί η ΕΚΤ πως άξιζε τον κόπο ένας μερικός συμβιβασμός στο καυτό αυτό θέμα;
Κάθε αντικειμενικός αναλυτής της πορείας του τραπεζικού συστήματος βασίζεται σε ορισμένους δείκτες που δίνουν εικόνα αξιολόγησης. Δυστυχώς, πέραν των θετικών σχολίων των αναδόχων και διεθνών συμβούλων των αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών, δύσκολα προκύπτουν στοιχεία ως προς την θετική αξιολόγηση του ρόλου των τραπεζών στην ανάπτυξη της οικονομίας μέχρι σήμερα. Όπως δε δείχνουν στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας για την περίοδο όπου η οικονομία κινήθηκε στους ρυθμούς της πανδημίας, ο Μάιος 2021 ήταν ο χειρότερος μήνας, σε ό,τι αφορά τις νέες χορηγήσεις δανείων στις επιχειρήσεις. Παράλληλα, οι τράπεζες αύξησαν σημαντικά τα επιτόκια των νέων επιχειρηματικών δανείων.
Η απροθυμία των τραπεζών να αυξήσουν τις χορηγήσεις δανείων, ιδιαίτερα σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, έχει προκαλέσει έντονο προβληματισμό στο υπουργείο Οικονομικών και στην Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς μάλιστα οι τράπεζες έχουν λάβει ρευστότητα 47 δισ. ευρώ από την ΕΚΤ με αρνητικά επιτόκια. Μπορεί ο κ. Σταϊκούρας επίμονα να καλεί σε συσκέψεις τους τραπεζίτες, ή ο κύριος Γεωργιάδης παλαιότερα να απειλoύσε επί της ουσίας, στην περίπτωση που οι τράπεζες δεν ανταποκριθούν στον ρόλο τους, αλλά οι τράπεζες δεν φαίνεται να ενδίδουν στο αυτονόητο.
Το δανειακό σκέλος
Η άρνηση των τραπεζών, όμως, καθώς και η αδυναμία της κυβέρνησης να οδηγήσει τις εξελίξεις ως προς την χρηματοδότηση της οικονομίας, ίσως να αναδεικνύει πλέον ένα πολιτικό ζήτημα που επιζητεί άμεση και ριζική λύση. Ας μην διαφεύγει της προσοχής μας πως ακόμα δεν έχει εγκριθεί το δανειακό σκέλος του Ταμείου Ανάπτυξης, καθώς δεν κρίνονται επαρκείς οι εξηγήσεις ως προς την μεθοδολογία χρηματοδότησης μικρομεσαίων κυρίως επιχειρήσεων.
Με βάση την ανάδειξη της βιωσιμότητας που θέτουν οι τράπεζες, ελάχιστες επιχειρήσεις θα μπορούν να δανειοδοτηθούν. Προσπαθώντας να παρακαμφθούν οι αντιδράσεις των Βρυξελλών, η κυβέρνηση προωθεί μία διαδικασία επιλογής εταιρειών προς χρηματοδότηση, μέσω ειδικών συμβούλων που θα αναλάβουν να αναδείξουν επιχειρήσεις “στόχους” με χαλαρότερα κριτήρια. Όπως άλλωστε επιβάλλουν οι περιστάσεις της οικονομίας.
Μία “τρίπλα” που επί τους ουσίας θα καταλήξει στο ίδιο αποτέλεσμα. Μπορεί οι “ειδικοί” να επιλέξουν τις εταιρίες. Την εκταμίευση των δανείων όμως, θα κληθούν να διενεργήσουν οι ίδιες τράπεζες που μέχρι σήμερα λειτουργούν με μοναδικό κριτήριο αυτό της πεπατημένης βιωσιμότητας ως σίγουρη και ασφαλή διεργασία. Στο τέλος της ημέρας, η τυχόν έμμεση απόρριψη των προτάσεων των ειδικών συμβούλων θα οδηγήσει τα δάνεια στην ίδια κατεύθυνση που οδηγήθηκαν τα κονδύλια του ΤΕΠΙΧ ΙΙ. Στους ίδιους σταθερούς, σίγουρους και ασφαλείς πελάτες των τραπεζών. Η εξαφάνιση των μικρομεσαίων θα συνεχισθεί με μεγαλύτερη ένταση.
Τράπεζες και πραγματική οικονομία
Κάτω από τις παρούσες έκτακτες συνθήκες, η απροθυμία των τραπεζών να συνοδοιπορήσουν με την αναγκαιότητα της περιόδου, αλλά και τα κελεύσματα της κυβέρνησης –ειδικότερα των υπουργών Ανάπτυξης και Οικονομικών– ίσως εγείρουν ζήτημα ευθύνης ή αδυναμίας της κυβέρνησης. Άλλωστε, η διαμόρφωση επιχειρηματικής και αναπτυξιακής ισορροπίας –κατ’ επέκταση κοινωνικής ισορροπίας– αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση κάθε κυβέρνησης. Ειδικά όταν εδώ και δώδεκα χρόνια η κατακρήμνιση του τραπεζικού συστήματος “στοιχειώνει” τις πολιτικές ανάταξης της οικονομίας.
Πολλές οι εξηγήσεις που δίνονται –ή που δεν δίνονται– για τους λόγους που το τραπεζικό σύστημα κατακρημνίσθηκε. Ακόμα περισσότερες για τους λόγους, για τους οποίους δώδεκα σχεδόν χρόνια τώρα αδυνατεί να ορθοποδήσει, παρά τις στρατηγικές και τακτικές κινήσεις που εφαρμόσθηκαν. Το τραπεζικό σύστημα όμως δεν κατακρημνίσθηκε επειδή έκαναν λανθασμένα την δουλειά τους τα στελέχη των τραπεζών που είχαν την ευθύνη για τη χρηματοδότηση μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων που σήμερα δεν στηρίζονται.
Η αρχή των προβλημάτων έγινε εξαιτίας της ασυδοσίας των χρηματοδοτήσεων στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων. Τα spreads της εποχής εκείνης με επιτόκια άνω του 22% ήταν τεράστια. Τα bonus προκλητικά υψηλά. Μέχρι που το σύστημα έσκασε. Ακολούθησε και το “γκρέμισμα” των τραπεζών με το κλείσιμό τους και επακόλουθα παρέσυρε και τα επιχειρηματικά δάνεια. Η μη ορθή αναγνώριση της πραγματικής πηγής του προβλήματος, καθώς και η καθυστερημένη λήψη αποφάσεων από τις διοικήσεις των τραπεζών υπήρξε η βασική προσέγγιση από πλευράς τους.
Εύλογα θα υποδείξει ο κάθε καλοπροαίρετος αναγνώστης, πως στην ελεύθερη οικονομία –ειδικά εισηγμένων επιχειρήσεων στο χρηματιστήριο– η αγορά αλλά και το χρηματιστήριο αξιολογούν τις ενέργειες των διοικήσεων. Εάν είναι αποδεκτή όμως η ισχύς της πραγματικότητας αυτής, τότε σίγουρα αναδεικνύεται ως στρεβλή και ανειλικρινής ως προς τους παλαιούς μετόχους η μεθόδευση των αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου δύο συστημικών τραπεζών.
Χωρίς επιπρόσθετα να χρειασθεί να διερωτηθούμε για το πώς ουδείς γνώριζε πως μία άλλη εισηγμένη τράπεζα (Αττικής) επί της ουσίας είχε εδώ και χρόνια “εξαϋλωθεί”. Για το πώς ουδείς προβληματιζόταν για το γεγονός ότι δύο Ταμεία έχασαν τεράστια ποσά από την περιουσία τους ως μέτοχοι μίας τράπεζας στα χαρτιά και μόνον. Φαίνεται πως στην βάση των stress tests και της μεγάλης εποπτικής πίεσης και τον μονόδρομο της επανόδου στην κερδοφορία των τραπεζών, οι προσπάθειες που γίνονται –όπως και να τις ονομάσουν οι διοικήσεις– είναι άνευ επιδιώξεων ισορροπίας ως προς την στήριξη όχι μόνον της μετοχικής ιδέας, αλλά και της ίδιας της επιχειρηματικότητας.
Η στάση των τραπεζών
Η οικονομία έχει ανάγκη, μετά από πολλά χρόνια, την ανάδειξη αξιοπιστίας από τους φορείς εκείνους που θα πρέπει να προάγουν την “πίστη”. Δυστυχώς, οι τελευταίες μεθοδεύσεις ως προς τις αυξήσεις Μετοχικού Κεφαλαίου δύο συστημικών τραπεζών μόνον περιβάλλον πίστης δεν ανέδειξαν. Μεθοδεύσεις που πιθανώς να παραπέμπουν σε μία ιδιότυπη χειραγώγηση υβριδικού τύπου.
Οι προσεγγίσεις όμως, δεν είναι δυνατόν να καλύψουν την πραγματικότητα των αναλύσεων που αναφέρουν πως σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητα 4 στις 10 επιχειρήσεις χαρακτηρίζονται απειλούμενες, χάνοντας έσοδα και σωρεύοντας χρέη. Κατά συνέπεια η μη στήριξη τόσο των μετόχων, όσο και των επιχειρήσεων αναδεικνύει μία ακόμα πτυχή της στάσης των τραπεζών.
Αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας πως «ο κίνδυνος για νέα κόκκινα δάνεια είναι ιδιαίτερα σοβαρός», τότε πολύ σύντομα τα όψιμα κερδοσκοπικά κεφάλαια των νεών μετόχων των τραπεζών θα διαμορφώσουν το περιβάλλον εξόδου. Έξοδος από τις τράπεζες, όμως, σηματοδοτεί και έξοδο από το αφήγημα της μακροπρόθεσμης και βιώσιμης ανάπτυξης. Το δε Ταμείο Ανάκαμψης απλά και μόνον θα υποστηρίζει την αναγκαία βραχυπρόθεσμη στρεβλότητα που ξεκίνησε από την ανειλικρίνεια ενός τραπεζικού συστήματος που ρόλο έπρεπε να έχει την προάσπιση της πίστης σε κάθε στιγμή της αναπτυξιακής προσπάθειας της χώρας.