Φίδια, έντομα, ελέφαντες και άλλα ζώα ως πολεμικά όπλα
11/08/2021Η φύση προμήθευσε τους ανθρώπους με βιολογικά-χημικά όπλα. Η ίδια όμως εφοδίασε και ορισμένα ζώα με δηλητήριο, το οποίο τα βοηθά να κυνηγήσουν τα θηράματα τους και να προστατευτούν από τους εχθρούς τους. Τι συνέβη όμως όταν ο άνθρωπος θέλησε να εκμεταλλευτεί τις ικανότητες των ζώων αυτών για πολεμικούς σκοπούς;
Προφανώς οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να εκπαιδεύσουν έντομα και ζώα όπως οι σκορπιοί, τα φίδια ή οι σφήκες στο να μάχονται εναντίον ορισμένων αντίπαλων, όπως έπρατταν με τους ελέφαντες, τις καμήλες και τους σκύλους. Κατόρθωσαν όμως να χρησιμοποιήσουν τα δηλητηριώδη έντομα και ζώα ως ζωντανά βλήματα κατά των εχθρών τους. Οι άνθρωποι εκ φύσεως τρέφουν δικαιολογημένο φόβο και απέχθεια σε όλα αυτά τα πλάσματα.
Αυτόν ακριβώς τον φόβο λοιπόν εκμεταλλεύτηκαν οι αρχαίοι στρατηγοί για να αποκτήσουν ένα ακόμα όπλο κατά των αντιπάλων τους. Χρησιμοποιώντας εξειδικευμένους άνδρες μάζευαν φίδια και σκορπιούς και ολόκληρες σφηκοφωλιές. Τα όντα αυτά κλείνονταν σε πήλινα δοχεία τα οποία με την σειρά τους εκτοξευόταν κατά των αντιπάλων με το χέρι ή με βλητική μηχανή.
Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς τον τρόμο που θα ένοιωθε κάποιος που δίπλα του θα έσπαζε ένα τέτοιο πήλινο βλήμα και από μέσα θα ξεπεταγόταν εξαγριωμένα ιοβόλα όντα. Τα έμβια όπλα χρησιμοποιούντο κυρίως σε πολιορκητικές επιχειρήσεις και ναυμαχίες. Υπάρχουν πολλές αναφορές για τη χρήση έμβιων ιοβόλων βλημάτων από τους Βυζαντινούς κατά τις ναυμαχίες κατά των αντιπάλων τους.
Ο Αννίβας, το 184 π.Χ. χρησιμοποίησε βλήματα γεμισμένα με δηλητηριώδη φίδια σε ναυμαχία κατά του στόλου της Περγάμου. Σαν “γόμωση” των βλημάτων χρησιμοποιούντο εξαιρετικά δηλητηριώδη εξωτικά φίδια, κυρίως κόμπρες και σκορπιοί της ερήμου. Όσον αφορά τις σφήκες, αυτές αποτελούν σύμφωνα με τους ειδικούς το παλαιότερο τέτοιου τύπου όπλο.
Ειδικά εκπαιδευμένοι άνδρες, αποκολλούσαν τις φωλιές τους από τα δέντρα και τις τοποθετούσαν σε πήλινα δοχεία. Τα βλήματα αυτά ρίχνονταν συνήθως με το χέρι και ήταν ιδιαιτέρως αποτελεσματικά κατά τους νεολιθικούς χρόνους, όταν δεν υπήρχαν βαριά ρούχα και θωρακίσεις. Ιδιαιτέρως αποτελεσματικά ήταν τα εν λόγω βλήματα και εναντίον του ιππικού, καθώς το άλογο αντιδρούσε στη θέα ή στα τσιμπήματα τους εντελώς ενστικτωδώς.
Μια άλλη κατηγορία ζώων που χρησιμοποιήθηκαν στον πόλεμο ήταν τα ανώτερα θηλαστικά όπως το άλογο, ο ελέφαντας, η καμήλα και ο σκύλος, τα οποία μπορούσαν εκπαιδευτούν και να χρησιμοποιηθούν ως ανεξάρτητες πολεμικές μονάδες. Για το άλογο δεν υπάρχει λόγος να γίνει εδώ καμία αναφορά, αφού από τη στιγμή της εξημέρωσής του αποτελούσε αχώριστο σύντροφο των αρχαίων λαών. Τα άλλα τρία όμως ζώα της κατηγορίας αποτελούσαν πράγματι μυστικά όπλα των αρχαίων χρόνων, ακόμα και της Αναγέννησης.
Ελέφαντες και γουρούνια…
Οι ελέφαντες εξημερώθηκαν από τους ανθρώπους και χρησιμοποιήθηκαν όπως και τα άλογα ως ζώα έλξης. Από νωρίς όμως έγινε αντιληπτό ότι η μεγάλη φυσική δύναμη του ελέφαντα ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθεί και για πολεμικούς σκοπούς. Στην Ινδία οι πολεμικοί ελέφαντες εξελίχτηκαν στα κύρια απάρτια των πολεμικών μηχανών των ηγεμόνων της περιοχής, αλλά και σε μέτρο σύγκρισης της πολεμικής και οικονομικής ισχύος του κάθε βασιλείου. Στα Γαυγάμηλα το 331 π.Χ. ο στρατός του Δαρείου Γ’ διέθετε και 15 ινδικούς ελέφαντες, τους οποίους όμως δεν χρησιμοποίησε στη μάχη.
Στη μάχη του Υδάσπη το 326 π.Χ., πολεμώντας τον βασιλιά Πώρο, ο Αλέξανδρος βρέθηκε αντιμέτωπος με 200 εκπαιδευμένους ασιατικούς πολεμικούς ελέφαντες. Οι Έλληνες εξουδετέρωσαν τελικώς τα “θηρία” με τη χρήση της σάρισσας και εκηβόλων όπλων. Τότε αντελήφθησαν ότι δεν ήταν απαραίτητο να σκοτώσουν έναν ελέφαντα. Αρκούσε να τον τραυματίσουν ή να τον τρομάξουν. Το ζώο αντιδρούσε με βάσει το ένστικτό του και συνήθως τρεπόταν σε φυγή, ποδοπατώντας αδιακρίτως εχθρούς και φίλους. Παρά την σοβαρή αυτή αδυναμία οι ελέφαντες ως όπλο εντάχτηκαν αμέσως από τον Αλέξανδρο στον ελληνικό στρατό.
Μετά τον θάνατό του χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον στους συνεχείς εμφυλίους πολέμους που ακολούθησαν. Η κοσμοϊστορική και καταλυτική μάχη της Ιψού μάλιστα το 301 π.Χ. κερδήθηκε από τους συμμάχους Σέλευκο, Κάσσανδρο και Λυσίμαχο, χάρη στους 400 πολεμικούς ελέφαντες που διέθεταν έναντι των 80 μόνο των αντιπάλων τους Αντιγόνου και Δημητρίου Πολιορκητή. Στη μάχη αυτή ο Δημήτριος διέσπασε με το ιππικό του την αριστερή πτέρυγα του ιππικού των συμμάχων και καταδίωξε τους αντιπάλους ιππείς.
Όταν όμως επιχείρησε να επιστρέψει για να πλαγιοκοπήσει την εχθρική φάλαγγα βρήκε τον δρόμο αποκλεισμένο από τους ελέφαντες των αντιπάλων. Τα άλογα των ιππέων του δεν τολμούσαν να πλησιάσουν τα εύσωμα ζώα και έτσι η μάχη κερδήθηκε από τη συμμαχική στρατιά. Κατά τη διάρκεια πάντως των εμφυλίων πολέμων οι Έλληνες ανακάλυψαν τυχαία και ένα αντίδοτο στην ισχύ των ελεφάντων, τους χοίρους.
Οι Μεγαρείς πολιορκήθηκαν κατά τη διάρκεια του Χρεμωνίδιου πολέμου (267-261 π.Χ.) από τα στρατεύματα του βασιλεία της Μακεδονίας Αντιγόνου Γονατά. Ο Αντίγονος Γονατάς, όπως και ο Πολυσπέρχων το 318 π.Χ. στη Μεγαλόπολη, χρησιμοποίησε τους ελέφαντες ως ζωντανούς πολιορκητικούς κριούς για την κατακρήμνιση των πυλών της πόλης. Οι Μεγαρείς όμως άλειψαν μερικούς χοίρους με πίσσα, άνοιξαν τις πύλες και τους έβαλαν φωτιά. Τα άτυχα ζώα, καιγόμενα ζωντανά, εξέβαλαν φρικτές κραυγές και άρχισαν να τρέχουν σαν τρελά.
Οι ελέφαντες του Αντιγόνου, τρομοκρατήθηκαν με τη σειρά τους από τις φωνές και τις φλόγες και τράπηκαν σε φυγή, ποδοπατώντας τους στρατιώτες του. Ύστερα από αυτό ο Αντίγονος κατασκεύασε ειδική αλέα, εντός της οποίας μαζί με τους ελέφαντες τοποθέτησε και χοίρους, ώστε οι πρώτοι να συνηθίσουν στις φωνές και στην οσμή των δεύτερων. Το ίδιο τέχνασμα του συγχρωτισμού ακολουθούσαν αργότερα όλοι οι βασιλείς των ελληνιστικών βασιλείων, τοποθετώντας τους ελέφαντες και τα άλογα του ιππικού μαζί, ώστε τα δεύτερα να πάψουν να φοβούνται τους ελέφαντες. Χοίρους λέγεται ότι χρησιμοποίησαν και οι Ρωμαίο κατά του Πύρρου, με λιγότερο λαμπρά αποτελέσματα.
Συνήθως οι πολεμικοί ελέφαντες χρησιμοποιούντο κατά του εχθρικού ιππικού, ακριβώς γιατί τρόμαζαν τα άλογα του εχθρικού ιππικού. Σε πολλές περιπτώσεις όμως συγκροτείτο ολόκληρο τακτικό συγκρότημα γύρω από κάθε ελέφαντα, όπως για παράδειγμα στη μάχη του Μπείτ Ζακάρια όταν οι Σελευκίδες πολέμησαν κατά των Μακκαβαίων οργανωμένοι σε μικτά “συντάγματα”, το καθένα των οποίων περιελάμβανε έναν ελέφαντα, 1.000 πεζούς και 500 ιππείς.
Λίγο νωρίτερα πάντως, το 190 π.Χ. στην μεγάλη μάχη της Μαγνησίας, οι φίλιοι ελέφαντες και τα δρεπανηφόρα άρματα προκάλεσαν την ήττα του σελευκιδικού στρατού του Αντίοχου Γ’, όταν πανικοβλημένοι από τα πλήγματα που εδέχθησαν από το ρωμαϊκό και περγαμηνό ελαφρύ πεζικό, ετράπησαν σε φυγή, διαλύοντας τις τάξεις του φίλιου πεζικού.
Ο μεγαλύτερος μετά τον Αλέξανδρο Έλληνας στρατηγός της εποχής, ο Πύρρος, χρησιμοποιούσε με μεγάλη σύνεση τους πολεμικούς του ελέφαντες. Στην μάχη της Ηράκλειας (280 π.Χ.) ο Πύρρος ενέπλεξε τους ελέφαντες του στο τελικό στάδιό της, τηρώντας τους έως τότε σε εφεδρεία. Η έφοδος των ελεφάντων διέλυσε πράγματι το ήδη κλονισμένο ρωμαϊκό μέτωπο, αλλά και πάλι παραλίγο να οδηγήσει σε καταστροφή όταν ένας ελέφαντας τραυματίστηκε και άρχισε να ποδοπατά αδιακρίτως εχθρούς και φίλους. Ο τραυματισμός του ελέφαντα έσωσε κυριολεκτικά τους Ρωμαίους από ολοκληρωτική καταστροφή.
Καμήλες
Ένα άλλο ζώο-όπλο που χρησιμοποιήθηκε σε μικρή κλίμακα στους αρχαίους στρατούς ήταν η καμήλα. Η καμήλα, όπως και ελέφαντας, τρόμαζαν τα ασυνήθιστα στη θέα τους άλογα του εχθρικού ιππικού. Καμήλες φαίνεται ότι χρησιμοποίησαν πρώτοι οι Άραβες, οι Νουμίδες και οι Ασσύριοι. Από αυτούς πήραν την γνώση και οι Πέρσες και τις χρησιμοποίησαν με μεγάλη επιτυχία κατά των Λυδών στην εκστρατεία του Κύρου του Μέγα κατά των Σάρδεων το 546 π.Χ.
Όπως αναφέρει ο Ξενοφών στο έργο του “Κύρου Παιδεία”, οι καμήλες κατατρόμαξαν τα άλογα του αήττητου έως τότε λυδικού ιππικού, χαρίζοντας την νίκη στους Πέρσες. Εναντίον των Ελλήνων καμήλες χρησιμοποιήθηκαν σπανίως. Στη μάχη στις Μαμμές της βορείου Αφρικής το 534 μ.Χ. 5.000 Βυζαντινοί στρατιώτες βρέθηκαν αντιμέτωποι με 50.000 Νουμίδες. Το μικρό βυζαντινό τμήμα αποτελείτο κυρίως από τμήματα ιππικού. Έτσι οι Νουμίδες αποφάσισαν να εφαρμόσουν μια τακτική, την οποία είχαν με καταπληκτική επιτυχία εφαρμόσει κα κατά των περίφημων Βανδάλων ιππέων. Τάχθηκαν σε σχηματισμό κύκλου, τοποθετώντας γύρω-γύρω καμήλες, σε βάθος 12 ζυγών.
Αφού υποχρέωσαν τα ζώα να καθίσουν, τάχθηκαν πίσω από το ζωντανό αυτό φράγμα, σε βαθείς σχηματισμούς, με τα τόξα και τα ακόντια στα χέρια. Υπολόγιζαν ότι τα άλογα των Βυζαντινών θα τρόμαζαν και θα έριχναν κάτω τους αναβάτες τους, τους οποίους οι ίδιοι εύκολα θα αποτελείωναν. Οι Βυζαντινοί όμως είχαν αντίθετη άποψη και δεν συνεργάστηκαν καθόλου. Αντί να επιτεθούν έφιπποι, αφίππευσαν και επιτέθηκαν πεζή.
Οι βαριές τους θωρακίσεις τους προστάτευσαν από την βροχή των εχθρικών βλημάτων. Σύντομα οι Βυζαντινοί είχαν με τη σειρά τους τρομοκρατήσει τις καμήλες, οι οποίες σηκώθηκαν και τράπηκαν σε φυγή, προκαλώντας τρομερή σύγχυση στις νουμιδικές δυνάμεις. Οι Βυζαντινοί επέπεσαν με ορμή στον εν πλήρη αταξία ευρισκόμενο εχθρό και τον συνέτριψαν. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Βυζαντινοί είχαν αφήσει ένα τμήμα ιππικού πάνω στα άλογα.
Μόλις λοιπόν το ζωντανό φράγμα των Νουμιδών διασπάστηκε και οι εχθροί τράπηκαν σε φυγή, το έφιππο τμήμα τους επιτέθηκε σε αναπτεταμένο πεδίο και τους διέλυσε. Περισσότεροι από 10.000 Νουμίδες έπεσαν στη μάχη, έναντι ελαχίστων Βυζαντινών. Στον Ελληνορωμαϊκό κόσμο τμήματα καμηλοβατών συγκρότησε ο ρωμαϊκός στρατός μετά την κατάληψη της βορείου Αφρικής, τους περίφημους Δρομεντάριους. Τα τμήματα αυτά όμως εκτελούσαν κυρίως περιπολίες στις παρυφές της Σαχάρας και δεν χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλη κλίμακα ποτέ.
Σκύλος, ο πιστός σύντροφος
Ένα τρίτο πολεμικό ζώο δεν ήταν άλλο από τον καλύτερο φίλο του ανθρώπου, τον σκύλο. Όπως και στο κυνήγι, έτσι και στον πόλεμο, ο οποίος κατά μία έννοια αποτελούσε προέκταση του, ο σκύλος συντρόφευε τον άνθρωπο, παρέχοντας πολύτιμες υπηρεσίες, τόσο ως φύλακας, όσο και σε κάποιες περιπτώσεις, ως όπλο κρούσης! Ομάδες εξημερωμένων σκύλων συνόδευαν τους πρώτους πολεμιστές και επιτίθονταν στους αντιπάλους, βάσει του αγελαίου ενστίκτου τους.
Αργότερα ο σκύλος ανέλαβε απλώς καθήκοντα φύλακα, με αποστολή να σημαίνει συναγερμό. Τον 16ο αιώνα μ.Χ. όμως οι σκύλοι πολέμησαν και πάλι στο πεδίο της μάχης, στο πλευρό των Ισπανών Κονκισταδόρες, εναντίον των Ινδιάνων στην Αμερική. Διάσημοι επίσης είναι και οι σκύλοι διασώστες του Αγίου Βερνάρδου, αλλά και οι “αντιαρματιστές” σκύλοι που χρησιμοποίησαν οι Σοβιετικοί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το κύριο χαρακτηριστικό των σκύλων είναι η αφοσίωση που δείχνουν στον κύριο τους, τον οποίο θεωρούν αρχηγό της αγέλης τους, αφοσίωση που φτάνει στα όρια της αυτοθυσίας. Αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό εκμεταλλεύτηκαν και οι άνθρωποι, από την ύστερη παλαιολιθική εποχή, όταν έχουμε και τις πρώτες ενδείξεις εξημέρωσής τους. Πολεμικοί σκύλοι θεωρείται ότι χρησιμοποιήθηκαν από τους λαούς γύρω από την Κασπία. Αργότερα τους χρησιμοποίησαν και οι Ίβηρες και οι Γαλάτες.
Οι Ίωνες κάτοικοι της πόλης Μαγνησία είχαν εφοδιάσει κάθε οπλίτη τους με έναν σκύλο, κατά τη διάρκεια του πολέμου εναντίον της Εφέσου, τον 6ο αιώνα π.Χ. Ήρωας επίσης χρίστηκε και ένας αγνώστου ονόματος σκύλος, ο οποίος ακολούθησε τον αφέντη του στο πεδίο μάχης του Μαραθώνα το 490 π.Χ. Ο Ρωμαίος συγγραφέας Αιλιανός (2ος-3ος αιώνα μ.Χ.) αναφέρει ότι ο σκύλος πολέμησε στο πλευρό του αφέντη του στο πεδίο της μάχης, ξεσκίζοντας με τα δόντια του όποιον Πέρση εμπλεκόταν με τον αφέντη του. Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει ότι η εικόνα του σκύλου είχε απεικονιστεί μαζί με τους υπολοίπους Μαραθωνομάχους στην Ποικίλη Στοά των Αθηνών.
Ο Ξέρξης επίσης έφερε εκατοντάδες πολεμικούς σκύλους μαζί κατά την εκστρατεία του στην Ελλάδα το 480 π.Χ. Ο Λυδός βασιλιάς Αλυάτης επίσης απέκρουσε μια επιδρομή των Κιμμερίων με το ιππικό του και τους πολεμικούς του σκύλους, οι οποίοι επιτέθηκαν στα άλογα των αντιπάλων και τα έτρεψαν σε φυγή. Υπήρχαν όμως και άλλα ζώα, πολύ ήμερα κατά τα άλλα, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν, ακούσια όπως και οι χοίροι, στις πολεμικές επιχειρήσεις.
Και βόδια… μα και άνθρωποι
Σύμφωνα με ορισμένες πηγές οι Κινέζοι πρώτοι χρησιμοποίησαν σε μάχη αγέλες βοοειδών. Τα βόδια δένονταν μεταξύ τους, σχηματίζοντας ένα ζωντανό κινούμενο τείχος, το οποίο κατευθυνόταν κατά του εχθρικού μετώπου, από άνδρες εφοδιασμένους με μαστίγια και πυρσούς. Τα φοβισμένα ζώα ορμούσαν πανικόβλητα από τις φωνές, τα μαστιγώματα και τις φωτιές καταπάνω στον εχθρό. Φυσικά οι πιθανότητες επιτυχίας ενός τέτοιου ζωντανού όπλου ήταν επίσης μικρές, αφού οι αντίπαλοι μπορούσαν να αντιδράσουν με τα ίδια μέσα, τρομάζοντας με της σειρά τους τα βόδια, ή σκοτώνοντας τους βοσκούς-οδηγούς τους.
Την αυτή τακτική πιστεύεται ότι εφάρμοσαν και ορισμένοι νομαδικοί λαοί στον Μεσαίωνα. Τεκμηριωμένα αγέλες βοοειδών και καμηλών χρησιμοποίησε ο στρατός του Μογγόλου κατακτητή Ταμερλάνου τον 14ο αιώνα μ.Χ. Ωστόσο και το όπλο αυτό αποδεικνύεται ότι έχει ελληνική καταγωγή. Η πρώτη τεκμηριωμένη αναφορά χρήσης βοοειδών στον πόλεμο αφορά τις επιδρομές των ελληνικής καταγωγής Λαών της Θάλασσας κατά τις Αιγύπτου, τον 13ο και 12ο αιώνα π.Χ.
Οι Λαοί της Θάλασσας χρησιμοποίησαν βοϊδάμαξες, ως άρματα μάχης κατά των αντιστοίχων αιγυπτιακών ιππηλάτων αρμάτων. Ωστόσο τα αιγυπτιακά άλογα, συνηθισμένα στη θέα βοοειδών, δεν εντυπωσιάστηκαν από τα παράξενα άρματα των Λαών της Θάλασσας και χάρις στην ταχύτητα τους έδωσαν τη νίκη στους Αιγυπτίους. Τέλος το πλέον σπάνιο είδος που χρησιμοποιήθηκε ως έμβιο όπλο ήταν ο ίδιος ο άνθρωπος.
Βάσει των χιττιικών αρχείων, οι Χετταίοι βασιλείς έστελναν όλους τους ασθενούντες από μολυσματικές ασθένειες υπηκόους τους σε εχθρικές χώρες, με στόχο την μόλυνση του αντιπάλου πληθυσμού! Παρόμοια τακτική ακολούθησαν αργότερα και οι Μογγόλοι. Συγκεκριμένα το 1346 μ.Χ. κατά την πολιορκία της Θεοδοσίας (Κάφα) στην Αζοφική, οι Μογγόλοι τεμάχιζαν τα σώματα νεκρών από πανώλη ανθρώπων και τα χρησιμοποιούσαν ως βλήματα κατά των αμυνομένων, ρίχνοντάς τα με καταπέλτες εντός της πόλης.