Πώς θα αντιμετωπίσει η ΕΕ τους Αφγανούς νέο-πρόσφυγες
17/08/2021Φόβους για ένα νέο ρεύμα προς τη Δύση έφεραν στο προσκήνιο οι εξελίξεις στο Αφγανιστάν, μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν. Την ίδια ώρα η συζήτηση για τους Αφγανούς νέο-πρόσφυγες έχει ανοίξει και στην Ευρώπη, η μεταναστευτική πολιτική της οποίας έχει ήδη επηρεαστεί από τις εξελίξεις στην ασιατική χώρα. Άμεσα επηρεαζόμενες από ένα ενδεχόμενο νέο κύμα προσφύγων, οι χώρες του μεσογειακού νότου, ζήτησαν, ως MED5, να ενταχθεί το θέμα του Αφγανιστάν στην ατζέντα του έκτακτου Συμβουλίου Εσωτερικών Υποθέσεων, το οποίο θα διεξαχθεί την Τετάρτη, με τηλεδιάσκεψη.
Οι πέντε μεσογειακές χώρες ζητούν με επιστολή που έστειλε ο Έλληνας υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής και Ασύλου, Νότης Μηταράκης, στον Σλοβένο πρόεδρο του Συμβουλίου, Αλές Χόις, να συζητηθούν «οι έκτακτες συνθήκες στο Αφγανιστάν», καθώς και «οι επιπτώσεις που πιθανόν θα έχουν στο μεταναστευτικό», τόσο στις “χώρες υποδοχής” όσο και σε ολόκληρη την ΕΕ.
Οι εξελίξεις στο Αφγανιστάν έχουν επηρεάσει ήδη τη μεταναστευτική πολιτική χωρών της ΕΕ, πολλές από τις οποίες, όλο το προηγούμενο διάστημα, όταν ήταν σε εξέλιξη η επέλαση των Ταλιμπάν στην αφγανική επικράτεια, προχώρησαν στην αναστολή απελάσεων Αφγανών μεταναστών, οι αιτήσεις ασύλου των οποίων είχαν απορριφθεί. Η κατάληψη της Καμπούλ και της εξουσίας από τους Ταλιμπάν δημιουργεί βέβαια μια νέα κατάσταση. Η έλλειψη αντίστασης στην επέλαση των ισλαμιστών, οι οποίοι κατέλαβαν μεγάλα αστικά κέντρα ουσιαστικά χωρίς μάχες, φαινόταν να μην συνάδει με τους φόβους που εξέφραζαν μέλη της κυβέρνησης Γάνι για κύμα φυγής από την χώρα, αν οι Ταλιμπάν πάρουν και πάλι την εξουσία.
Τα πράγματα όμως άλλαξαν με την πτώση της Καμπούλ, όπου, εκτός από τις διπλωματικές αντιπροσωπείες και τους Αφγανούς συνεργάτες τους, διαμένει και ο κύριος όγκος του πολιτικού προσωπικού της κυβέρνησης Γάνι, καθώς και όσων συνεργάζονταν μαζί της. Σε αυτό συνηγορούν τόσο οι εικόνες από το αεροδρόμιο όσο και η σχεδόν μαζική φυγή στελεχών του στρατού, μαζί με τα αεροπλάνα, στο Ουζμπεκιστάν.
Οι προτάσεις της Βιέννης
Η νέα κατάσταση προκαλεί έντονο προβληματισμό σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Έτσι, μετά τις χώρες της Med5, η Αυστρία, η οποία κρατά σκληρή στάση στο μεταναστευτικό, επιμένει ότι στα σχέδιά της είναι να συνεχίσει να απελαύνει παράτυπους μετανάστες από το Αφγανιστάν ακόμη και μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν. Σήμερα, μάλιστα, η Βιέννη επανάφερε, περισσότερο εξειδικευμένη, την πρόταση που είχε κάνει και παλιότερα για τη δημιουργία “κέντρων απέλασης” σε χώρες κοντά στο Αφγανιστάν, ως εναλλακτική λύση όχι μόνον για την αντιμετώπιση ενός ενδεχόμενου νέου κύματος προσφύγων, αλλά και για την συνέχιση των απελάσεων Αφγανών.
Η Αυστρία ήταν, εξάλλου, μία από τις έξι χώρες της ΕΕ που ζήτησαν την περασμένη εβδομάδα από την Κομισιόν να μην σταματήσει την απέλαση Αφγανών αιτούντων άσυλο, οι αιτήσεις των οποίων έχουν απορριφθεί. Τρεις από τις έξι χώρες, η Δανία, η Γερμανία και η Ολλανδία, άλλαξαν, ωστόσο, στη συνέχεια στρατόπεδο. Σήμερα ο Αυστριακός υπουργός Εσωτερικών Καρλ Νέχαμερ, σε κοινή δήλωση με τον υπουργό Εξωτερικών Αλεξάντερ Σάλενμπεργκ, ξαναθέτει το θέμα, τονίζοντας ότι «αν οι απελάσεις δεν είναι πλέον δυνατές, λόγω των περιορισμών που μας επιβάλλονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τότε πρέπει να εξεταστούν εναλλακτικές».
Αναφέρει δε ως μία πιθανότητα τη δημιουργία κέντρων απέλασης στην περιοχή γύρω από το Αφγανιστάν. Τονίζει πάντως ότι «αυτό απαιτεί την ισχύ και την υποστήριξη της ΕΕ» και προαναγγέλλει ότι θα καταθέσει την πρότασή του στο Συμβούλιο των υπουργών Εσωτερικών, την Τετάρτη. Από κοινού με τον Σάλενμπεργκ, ο Αυστριακός υπουργός Εξωτερικών, πρότεινε επίσης η συνάντηση της Τετάρτης να διευρυνθεί και να μετέχουν σε αυτήν και οι υπουργοί Εξωτερικών της ΕΕ. Λίγη ώρα αργότερα, όμως, ο Ζοζέπ Μπορέλ συγκάλεσε το Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών για αύριο Τρίτη.
Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι η Αυστρία, η οποία κατά τη μεταναστευτική κρίση του 2015-2016 δέχθηκε αιτούντες άσυλο που αντιστοιχούν σε περισσότερο από το 1% του πληθυσμού της, είχε καταθέσει την πρόταση για δημιουργία κέντρων μεταναστών και προσφύγων και κατά την έξαρση της κρίσης στη Λιβύη. Η πρόταση, ωστόσο, δεν προχώρησε, όχι μόνον λόγω της αντίδρασης ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και της άρνησης άλλων κρατών της Μεσογείου να φιλοξενήσουν τέτοιες υποδομές.
Συμφωνεί η Μέρκελ με τον Κουρτς;
Σε παρέμβασή της, πάντως, η Μέρκελ ουσιαστικά τάχθηκε υπέρ της αυστριακής πρότασης, αναφέροντας ότι η Γερμανία και άλλες δυτικές χώρες θα πρέπει να προσφέρουν βοήθεια στις γειτονικές χώρες του Αφγανιστάν στο να διαχειριστούν την εισροή των Αφγανών προσφύγων, διαφορετικά θα κινδυνεύσουν με μια επανάληψη της μεταναστευτικής κρίσης του 2015.
«Οφείλουμε να διασφαλίσουμε ότι οι πολλοί άνθρωποι που έχουν μεγάλες έγνοιες και ανησυχίες ακόμη και αν δεν έχουν συνεργαστεί με γερμανικά θεσμικά όργανα θα έχουν ασφαλή διαμονή σε γειτονικές χώρες του Αφγανιστάν» είπε η καγκελάριος της Γερμανίας, για να προσθέσει στη συνέχεια ότι «δεν πρέπει να επαναλάβουμε το λάθος του παρελθόντος, όταν δεν δώσαμε αρκετά χρήματα στην ‘Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και οι άνθρωποι έφυγαν από την Ιορδανία και τον Λίβανο προς την Ευρώπη».
Είχε προηγηθεί το διάγγελμα του Μακρόν, ο οποίος δήλωσε ότι το Παρίσι θα δεχθεί Αφγανούς που συνεργάστηκαν με τις δυτικές διπλωματικές αντιπροσωπείες. Τόνισε όμως παραλλήλως ότι η Γαλλία, η Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες «θα αναλάβουν πρωτοβουλία να οικοδομήσουν μια “ισχυρή, ενιαία και συντονισμένη απάντηση” με τη βοήθεια των χωρών διέλευσης» στην αντιμετώπιση ενός νέου κύματος μεταναστών.
Ήδη πάντως στην Ευρώπη, αλλά εκτός ΕΕ, πριν καν ληφθούν αποφάσεις, ξεμύτισαν οι πρόθυμοι να αποδεχτούν το αίτημα των ΗΠΑ και να φιλοξενήσουν άμαχο πληθυσμό από το Αφγανιστάν. Έτσι, μετά την Αλβανία και το Κόσοβο, την Δευτέρα και τα Σκόπια, δια του πρωθυπουργού Ζόραν Ζάεφ, δήλωσαν ότι η Βόρεια Μακεδονία ενημέρωσε τις ΗΠΑ πως παραμένει στη διάθεσή τους για βοήθεια στη διάσωση πολιτών από το Αφγανιστάν. Σύμφωνα μάλιστα με τον Ζάεφ, η κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας είναι έτοιμη να παράσχει στέγαση, ενώ η επιχείρηση και τα έξοδα στη διάρκεια της παραμονής, μέχρι τη διασφάλιση μόνιμου προορισμού, θα καλυφθούν πλήρως από τις ΗΠΑ.