Τι θα συμβεί στη Δυτική Μακεδονία σε 10 χρόνια
12/03/2021Ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης στις 23 Σεπτεμβρίου 2019, στην ειδική σύνοδο του ΟΗΕ για το κλίμα, είχε ανακοινώσει ότι μέχρι το 2028 η Ελλάδα θα έχει κλείσει όλες τις μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με βάση τον άνθρακα. Τρεις μήνες μετά, με νέες του ανακοινώσεις, μετέφερε αυτή την ημερομηνία πέντε χρόνια νωρίτερα: το 2023. Ούτε ο πρωθυπουργός, ούτε κανείς άλλος, ποτέ δεν εξήγησαν συγκεκριμένα, τεκμηριωμένα και πειστικά, στη βάση ποιvν αναγκών, ποιου σχεδίου και με ποιο τρόπο τέθηκε ο πρώτος στόχος (2028), και με ποιο σκεπτικό και σχέδιο εντός τριών μηνών αναιρέθηκε και με ένα χρονικό άλμα πέντε ετών, ήρθε ενωρίτερα, στο 2023.
Η Συμφωνία των Παρισίων για το Κλίμα έχει ορίζοντα το 2050, με στόχο να πετύχει η Ευρώπη σταδιακά μηδενικό αποτύπωμα διοξειδίου του άνθρακα. Το προηγούμενο Εθνικό Σχέδιο για την Eνέργεια και το Κλίμα-ΕΣΕΚ, το οποίο είχε εγκριθεί και μάλιστα επαινεθεί από την Κομισιόν, ακολουθώντας και τους ενδιάμεσους στόχους της ΕΕ (2030, 2050), προσδιόριζε ότι μετά το 2030 ο λιγνίτης θα συμμετείχε με 17% στο ενεργειακό μίγμα ως καύσιμο βάσης. Για την Ελλάδα θα επιτυγχανόταν το 2050 η δέσμευση του μηδενικού αποτυπώματος σε διοξείδιο του άνθρακα.
Η ίδια η Γερμανία, με τις τεράστιες οικονομικές και αναπτυγμένες τεχνολογικές δυνατότητες στο τομέα των ΑΠΕ και επίσης με εμπεδωμένη, σοβαρή εμπειρία μετάβασης σε βαριές λιγνιτοφόρες περιοχές όπως αυτές του Ρήνου έθετε και θέτει στο αντίστοιχο Εθνικό της Σχέδιο ως φιλόδοξο –όπως τον χαρακτηρίζει– στόχο το 2038! Ενώ η Πολωνία, με την παραγωγή της να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον λιγνίτη και τον άνθρακα ζήτησε εξαίρεση μέχρι το 2050. Η Ελλάδα, όπως ωμά έδειξε και η κακοκαιρία ”Μήδεια”, έχει αντίστοιχα ζητήματα ασφάλειας και κάλυψης των ενεργειακών της αναγκών από τις λιγνιτικές της μονάδες.
Γιατί βιαζόμαστε με την Ελλάδα
Κανείς δεν εξήγησε συγκεκριμένα και πειστικά γιατί η Ελλάδα βρέθηκε να επιδιώκει στόχους 15 χρόνια ενωρίτερα από τη Γερμανία; Μήπως ακριβώς για να δοθεί –αντιστρόφως– στη Γερμανία αυτό το πλεονέκτημα (το αβάντζο) των 15 χρόνων, το οποίο θα μεταφέρει προσθετικά, θα αξιοποιήσει για τον εαυτό της, μέσω των εταιρειών της που θα έχουν ”πράσινη” επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα από το 2023;
Σημειώνεται, ακόμα, ότι και η Παγκόσμια Τράπεζα, ως τεχνικός σύμβουλος της Κομισιόν, μελετούσε τη μετάβαση με αυτά τα δεδομένα, του 2030 και 2050. Σε αντίθεση, πάντως, με τα μεταβατικά στοιχεία του προηγούμενου εγκεκριμένου Εθνικoύ Σχεδίου για την Eνέργεια και το Κλίμα, ο στόχος του 2023 σημαίνει ότι όλες οι λιγνιτικές μονάδες (όπως και στον σχετικό Πίνακα παρουσιάζεται), εκτός της μονάδας Πτολεμαΐδα V, που θα ξεκινήσει η λειτουργία της αρχές του 2022 και θα κλείσει το 2028, θα κλείσουν.
Για τον ατμοηλεκτρικό σταθμό Αμυνταίου, μάλιστα, αντί να κλείσει στο τέλος του 2021, όπως αρχικά ήταν προγραμματισμένο, έκλεισε τον Ιούλιο 2020. Ενώ είναι αδύνατον η μονάδα Πτολεμαΐδα V, στη λειτουργία της λιγότερο από πέντε έτη να αποπληρώσει τη θεματική επένδυση των 1,47 δισ. ευρώ και να πετύχει τους περιβαλλοντικούς στόχους της δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα (CCS), οι οποίες θα περιορίσουν τις εκπομπές διοξειδίου (CO2).
Αυτή η αυθαιρεσία του ορισμού ως χρονικό στόχο το 2023 καταδυναστεύει πλέον κάθε σχεδιασμό, στραγγαλίζει κάθε προγραμματισμό και εξουθενώνει ολόκληρη την περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας. Ό,τι ακολούθησε από κει και μετά –και συνεχίζεται– για μεν τον δημόσιο λόγο της κυβέρνησης ήταν μια κακοστημένη δικαιολόγηση εκβιαστικών στόχων, για δε την πολιτική της ένα βατερλώ ασυναρτησιών και αντιφάσεων με προτιμήσεις, πάντως, συμμαχιών προς τα ισχυρά ενεργειακά οικονομικά συμφέροντα.
Άνευ προηγουμένου πλήγμα
Έχουμε σχεδόν ήδη καλύψει το πρώτο τρίμηνο του 2021 και ενώ οι μονάδες κλείνουν, τίποτα παραγωγικό, τίποτα αναπτυξιακό δεν έχει γεννηθεί. Τα δε αποσπασματικά σχέδια βρίσκονται ακόμα υπό διαβούλευση. Το βέβαιο είναι ότι η κατά την κυβέρνηση εμβληματική συμφωνία της ΔΕΗ (ΔΕΗ Ανανεώσιμες Α.Ε.) με την γερμανική RWE (RWE Renewables GmbH) με το 51% στη δεύτερη, θα έχει στο πρόγραμμα ανάπτυξης φωτοβολταϊκών πάρκων στην περιοχή τη μερίδα του λέοντος των σχεδόν 2 GW σε προγραμματισμένη απόσυρση 4,4 GW λιγνιτικής ισχύος (όλων των μονάδων).
Αυτό που πρόκειται να συμβεί στη Δυτική Μακεδονία στα επόμενα 10 χρόνια θα είναι μια απερίγραπτη εικόνα εγκατάλειψης, φυγής, αποβιομηχάνισης και ανεργίας. Μια εκτεταμένη φτωχοποίηση κι ένα κύμα πληθυσμιακής φυγής. Αυτά συμβαίνουν σε μια Περιφέρεια όπου το 2001 ο πληθυσμός ήταν 301.522 κάτοικοι, το 2011 285.899 κάτοικοι και το 2018 269.222 (εντός μιας 7ετίας: -10,7%) (στοιχεία Eurostat).
Πρόκειται για την πιο αραιοκατοικημένη Περιφέρεια της χώρας και μια από τις πιο αραιοκατοικημένες στην ΕΕ, διατηρώντας, ταυτόχρονα, τα αρνητικά πρωτεία του δημογραφικού και της υψηλότερης ανεργίας (25%). Και η Μεγαλόπολη ασφαλώς θα πληγεί, αλλά λόγω μεγεθών η Δυτική Μακεδονία θα δεχθεί μεγαλύτερο και διαχρονικότερο πλήγμα.
Η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας έχει φθίνουσα πορεία όπως δείχνει ο σχετικός πίνακας, στην μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική και παραγωγικότητα. Βρίσκεται στη 263η θέση μεταξύ των 268 ευρωπαϊκών περιφερειών και με την πτωτική τάση της, δείχνει την αναγκαιότητα μιας πολύ μεγάλης συστηματικής προσπάθειας αναστροφής της. Πολύ δε περισσότερο τώρα, υπό καθεστώς οιωνοί εκτεταμένης αποβιομηχάνισης (απολιγνιτοποίηση). Σ΄ αυτά που γράφονται, εδώ, δεν υπάρχει καμία υπερβολή. Ακόμα κι αν το Σχέδιο Μετάβασης ήταν σωστά σχεδιασμένο και οργανωμένο, και η υλοποίησή του ήταν απόλυτα επιτυχημένη, η αντίστοιχη διεθνής επιτυχημένη εμπειρία βεβαιώνει ότι η μετάβαση διαρκεί τουλάχιστον 25 έτη.
Οι μοιραίες επιλογές βιασμένης αντικατάστασης του εθνικού ενεργειακού πόρου (λιγνίτης) με το εισαγόμενο φυσικό αέριο και της παράδοσης των άλλων σημαντικών εθνικών ενεργειακών πόρων (ήλιος, βιομάζα, αέρας, νερά, -αργότερα υδρογονάνθρακες κλπ) σε εκμετάλλευση από πανίσχυρα ξένα ιδιωτικά ή/και κρατικά συμφέροντα θα υποσκάψουν με ανεπανόρθωτο τρόπο την ενεργειακή ευστάθεια και την όποια αντοχή της χώρας. Έτσι θα καταστεί η Ελλάδα ευάλωτη και μονίμως εξαρτώμενη, τουτέστιν κυριαρχούμενη και υποταγμένη στο γεωπολιτικό παιχνίδι. Η ενέργεια αποτελούσε και αποτελεί –ακόμα περισσότερο στην εποχή μας– τον κρισιμότερο παράγοντα για την ομαλή οικονομική-παραγωγική λειτουργία μιας χώρας και για την αυτεξουσιότητά της.
Τίποτα πιο αβέβαιο…
Η δημαγωγικά πολλά υποσχόμενη Δίκαιη Αναπτυξιακή Μετάβαση και το ομώνυμο Ταμείο μπροστά στον όγκο, την πολυπλοκότητα, το βάθος των προβλημάτων που δημιουργούνται, που θα δημιουργηθούν και που θα οξυνθούν, βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία και προφανή αδυναμία ανταπόκρισης. Δεν διαθέτει ούτε τους αναγκαίους πόρους (από 7,5 δισ. βρέθηκε στα 5,05 δισ. ευρώ), ενώ η εκτίμηση μόχλευσης των 100 δισ. ευρώ δεν μπορεί να αποτελεί στοιχείο σοβαρής προσέγγισης. Δεν διαθέτει ούτε την συγκροτημένη στόχευση και πραγματική πολυκλαδική στήριξη στον πολύ σημαντικό αγροτοδιατροφικό τομέα.
Αυτός ο τομέας βρίσκεται σχεδόν εκτός πλάνου, όταν στην τρέχουσα περίοδο της 10ετούς κρίσης έδειξε πρωτοφανή δυναμισμό, ανακάμπτοντας στο 9% του περιφερειακού ΑΕΠ. Η σύλληψη, ο καινοτόμος και νευρώδης σχεδιασμός για τη διατήρηση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό της περιοχής σε Ενεργειακό Κέντρο, σε συνδυασμό με τα Ανώτατα Ιδρύματα, τα Ερευνητικά Ινστιτούτα και το ανθρώπινο δυναμικό υψηλών δεξιοτήτων, αποτελεί μάλλον ευχή, άπιαστο όνειρο.
Στοχευμένο περιβαλλοντικό, αγρο-οικοτουριστικό, εναλλακτικό περιφερειακό σχέδιο αξιοποίησης φυσικών, ιστορικών και πολιτιστικών πόρων δεν έχει συγκεκριμένα καταρτιστεί και προωθηθεί. Με αδράνεια, χωρίς κανέναν εξωστρεφή σχεδιασμό για τις υποδομές, δίχως αντίληψη ενδογενούς ανάπτυξης και με τις Ενεργειακές Κοινότητες των τοπικών μικρομεσαίων επενδυτών-παραγωγών σε ασφυξία (από την ανοιχτή προτίμηση στα ισχυρά οικονομικά ενεργειακά σχήματα) η συρρίκνωση είναι προδιαγεγραμμένη. Και την ίδια στιγμή, η αποκατάσταση των εδαφών των λιγνιτοφόρων πεδίων και των ορυχείων σχεδόν έχει ξεχασθεί. Εκεί είναι εγκαταλειμμένη μια έρημος υπό ανάφλεξη. Η Δυτική Μακεδονία βρίσκεται πράγματι μπροστά σ΄ ένα μεγάλο σταυροδρόμι ζωής ή θανάτου για την επόμενη 20ετία.