Πόσο μολυσματικοί είναι οι εμβολιασμένοι – Διαφορές μεταξύ εμβολίων
07/10/2021Νεότερη έρευνα δείχνει ότι οι εμβολιασμένοι φορείς τρεις μήνες μετά τον πλήρη εμβολιασμό τους μεταδίδουν τον κορονοϊό στα ίδια επίπεδα με τους ανεμβολίαστους, καθώς η πιθανότητα να μεταδώσουν τη νόσο αγγίζει το 67% αν έχουν κάνει το AstraZeneca και 58% αν έκαναν της Pfizer. Πρόκειται για την πρώτη έρευνα που μέτρησε επιστημονικά και με νούμερα τις πιθανότητες μετάδοσης από εμβολιασμένο φορέα, καθώς στο θέμα αυτό έχει αναπτυχθεί πολλή παραφιλολογία.
Οι ερευνητές βρήκαν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους τύπους των εμβολίων σε αυτό το ζήτημα, χωρίς αυτό να αλλάζει την ουσία, καθώς χρειάζεται προσοχή και με τα δύο. Κατέληξαν ότι σε γενικές γραμμές οι εμβολιασμένοι μετέδιδαν πολύ λιγότερο όσον αφορούσε στην μετάλλαξη Άλφα τον περασμένο χειμώνα, κάτι που όμως διαπίστωσαν ότι δεν ισχύει για την μετάλλαξη Δέλτα. Το θέμα, δυστυχώς, είναι ότι η μετάλλαξη Δέλτα είναι εκείνη που κυριαρχεί σε όλο τον πλανήτη, και τα ποσοστά μετάδοσης που έχουν σημασία είναι όσα μελετήθηκαν για αυτήν και όχι για παλαιότερες μεταλλάξεις.
Η έρευνα έδειξε ότι κατ΄αρχήν οι πλήρως εμβολιασμένοι έχουν περισσότερες πιθανότητες να μολυνθούν οι ίδιοι από την μετάλλαξη Δέλτα παρά από τα παλαιότερα στελέχη. Εν συνεχεία, ένα πλήρως εμβολιασμένο άτομο που κολλάει τον ιό με τη μετάλλαξη Δέλτα (την “ινδική”), έχει διπλάσιες πιθανότητες να τον μεταδώσει σε άλλους σε σύγκριση με κάποιον εμβολιασμένο που μολύνεται με την μετάλλαξη Άλφα (εκείνην που λέγαμε “βρετανική” και κυριαρχούσε στην Ελλάδα και στην Ευρώπη πριν την επέλαση της Δέλτα).
Η έρευνα έγινε για άτομα που έχουν εμβολιασθεί είτε με AstraΖeneca είτε με Pfizer και μέτρησε πότε μολύνθηκαν οι στενές επαφές τους. Συγκεκριμένα μελετήθηκαν 139.164 άτομα που έκαναν τεστ μοριακού ελέγχου επειδή μελετήθηκαν στενές επαφές ή εμβολιασμένων ή ανεμβολίαστων ή μερικώς εμβολιασμένων ατόμων και αναλύθηκαν τα στοιχεία για να διαπιστωθεί τελικά πόσοι κόλλησαν κατά ομάδα αλλά και κατά χρονική απόσταση από τον εμβολιασμό του αρχικού φορέα.
Διαφορές μεταλλάξεων και εμβολίων
Στους εμβολιασμένους φορείς αλλάζουν τα ποσοστά μόλυνσης των οικείων τους, ανάλογα με το εμβόλιο που έχουν κάνει οι πρώτοι. Σύμφωνα με την έρευνα, όσοι είχαν κάνει μόνο την πρώτη δόση του AstraZeneca και μολύνονταν με το στέλεχος Αλφα φαίνεται πως μόλυναν τις στενές επαφές τους σε ποσοστό 37%, ενώ όσοι είχαν κάνει την πρώτη δόση του εμβολίου της Pfizer μόλυναν οικείους ή συναδέλφους τους σε ποσοστό 27%.
Στους πλήρως εμβολιασμένους παρατηρείτο η ίδια περίπου διαφορά ως προς το σε πόσους μετέδωσαν τον ιό. Από όσους είχαν πλήρως εμβολιασθεί με AstraZeneca κόλλησε το 30%, ενώ από όσους είχαν πλήρως εμβολιασθεί με της Pfizer κόλλησε το 23% των στενών επαφών.Αυτά όμως ως προς την Αλφα. Σε ό,τι αφορά στην Δέλτα, τα ποσοστά ήταν διπλάσια.
Ρόλο έπαιξε και το αν ήταν εμβολιασμένες με τη σειρά τους οι επαφές των εμβολιασμένων που κόλλησαν πρώτοι. Δηλαδή εξετάσθηκε αν ο Χ εμβολιασμένος που νόσησε, μετέδωσε εξίσου τον ιό σε όποιον συγκάτοικο ή φίλο του που ήταν εμβολιασμένος με AstraZeneca και με Pfizer και βρέθηκε ότι κόλλησαν περισσότεροι από εκείνους που έκαναν το βρετανικό εμβόλιο.
Μεγάλη αύξηση της μεταδοτικότητας παρατηρήθηκε ανάλογα με το πόσο διάστημα είχε παρέλθει από τον εμβολιασμό του νοσούντα. Μέτρησαν τη μεταδοτικότητα ανά δεκαπενθήμερο μετά τον εμβολιασμό και διαπίστωσαν ότι οι εμβολιασμένοι φορείς μετέδιδαν όλο και περισσότερο, ώσπου τρεις μήνες μετά τον πλήρη εμβολιασμό τους, έφταναν να μεταδίδουν στο 67% των στενών επαφών τους, δηλαδή έφθαναν πλέον τα επίπεδα της μετάδοσης από ανεμβολίαστο.
Επίπεδα ιικού φορτίου
Αναλυτικά, όσοι νόσησαν ένα τρίμηνο μετά τον εμβολιασμό τους με AstraZeneca μετέδωσαν τον ιό στο 67% των επαφών τους και όσοι είχαν κάνει της Pfizer, μόλυναν το 58%. Τα συμπεράσματα είναι σημαντικά, καθώς η έρευνα έγινε από επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, που “γέννησε” το AstraZeneca.
Άλλες μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι οι πλήρως εμβολιασμένοι είναι λιγότερο πιθανό να μεταδώσουν τον ιό, καθώς τα επίπεδα του ιικού φορτίου στο ρινοφάρυγγά τους μειώνονται ταχύτερα από ό,τι στο ρινοφάρυγγα των ανεμβολίαστων. Εντούτοις αυτές οι έρευνες δεν είχαν επικεντρωθεί στην Δέλτα, η οποία λειτουργεί εξαρχής εστιασμένα στο ρινοφάρυγγα και γι΄αυτό μεταδίδεται ευκολότερα –ο ιός πολλαπλασιάζεται τοπικά πολύ, χωρίς καν να είναι συμπτωματικός ο φορέας και αναπαράγεται με μεγαλύτερη ταχύτητα από τις άλλες μεταλλάξεις.
Το συμπέρασμα των ερευνητών είναι ότι «ο εμβολιασμός μειώνει την μετάδοση της Δέλτα, αλλά σε μικρότερο βαθμό σε σχέση με την μετάλλαξη Άλφα». Επίσης εκτιμούν ότι η θετική επίπτωση του εμβολιασμού μειώνεται με το πέρασμα του χρόνου, λόγω της εξασθένησης των επίκτητων αντισωμάτων. Θεωρούν ότι η τρίτη δόση μπορεί πιθανώς να βοηθήσει στον έλεγχο της μετάδοσης και στην αποτροπή νέων λοιμώξεων.
Η συμπεριφορά του εμβολιασμένου
Πολλοί θεωρούν –και σωστά ως επί το πλείστον– ότι ένα σοβαρό μειονέκτημα όλων αυτών των ερευνών, είναι το γεγονός ότι ο εμβολιασμένος αλλάζει συμπεριφορά και αυτός ο παράγοντας δεν είναι μετρήσιμος. Λένε ότι πολλοί χαλαρώνουν μετά τον εμβολιασμό στη λήψη προληπτικών μέτρων και το ίδιο κάνει και το περιβάλλον τους. Αυτό σε ένα βαθμό ερμηνεύει το ότι μεταδίδουν πολύ και οι εμβολιασμένοι.
Πλην όμως, η συγκεκριμένη έρευνα –που χρηματοδοτήθηκε από το βρετανικό υπουργείο Υγείας– μέτρησε δύο τύπους εμβολίων και διαφορετικές χρονικές στιγμές μετάδοσης σε σχέση με τον εμβολιασμό. Αυτές καθαυτές οι διαφορές δίνουν έμμεσα ένα αντικειμενικό μέτρο ανεξάρτητο της συμπεριφοράς, γιατί λογικά δεν μπορεί να αλλάζει ταυτόχρονα η συμπεριφορά των ανθρώπων με το “χρονόμετρο” 3-4 μήνες μετά τον εμβολιασμό ή ανά δεκαπενθήμερο. Επίσης, δεν βρέθηκαν ίδιες “μεταδοτικότητες” στα δύο εμβόλια, ενώ ο κόσμος αλλάζει συμπεριφορά και χαλαρώνει εξίσου και με τα δύο.
Αυτές οι διαφορές στην ευκολία μετάδοσης μεταξύ των δύο τύπων εμβολίου αλλά και η αύξηση της μετάδοσης μετά την πάροδο συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος από τον πλήρη εμβολιασμό, δείχνει ότι δεν έπαιξε καθοριστικό ρόλο η ψυχολογική χαλάρωση των εμβολιασμένων και προσθέτει αξιοπιστία στα συμπεράσματα ότι η μεταδοτικότητα αυξάνει κατά πολύ στους εμβολιασμένους 3-4 μήνες μετά τον εμβολιασμό.