Γιατί η Τουρκία κατασκευάζει οπλικά συστήματα, ενώ η Ελλάδα αγοράζει…
24/10/2021Στα μέσα του Ιανουαρίου ο καθηγητής Ismail Demir, επικεφαλής του επιμελητηρίου των τουρκικών βιομηχανιών αμυντικού υλικού (πολεμική βιομηχανία) ανέλυσε την πορεία εκτέλεσης των προγραμμάτων ανάπτυξης του τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού. Παρουσίασε την πορεία εξέλιξης των μακρόχρονων προγραμμάτων και την συμμόρφωσή τους με το χρονοδιάγραμμα πού είχε τεθεί πολλά χρόνια νωρίτερα για να αναπτυχθούν οπλικά συστήματα.
Επιπλέον, προσδιόρισε τις κατευθύνσεις, πάνω στις οποίες θα αναπτυχθεί το τουρκικό Ναυτικό στο απώτερο μέλλον. Για το 2020 διαπίστωσε ότι σε γενικές γραμμές τα επιτεύγματα της τουρκικής βιομηχανίας ακολουθούν το γενικό πρόγραμμα, όχι πάντοτε χωρίς προβλήματα. Το πετρελαιοφόρο στόλου Gungor Durmus, το οποίο ο σχεδιασμός ήθελε να αναλαμβάνει υπηρεσία στα 2018, ολοκληρώθηκε το 2020 και ετοιμάζεται να ενταχθεί στην δύναμη του στόλου. Άλλα προγράμματα παρουσίασαν επίσης ανάλογες ή μικρότερες καθυστερήσεις.
Το μεγάλο σκάφος αμφιβίου πολέμου, το Anadolu, όσο και το πλοίο συλλογής πληροφοριών και ηλεκτρονικού πολέμου Ufuk, θα αναλάβουν προσεχώς υπηρεσία στο τουρκικό Ναυτικό. Η πρόοδος των δύο πιο σημαντικών προγραμμάτων του συνεχίζεται με εμπόδια και κάποιες καθυστερήσεις. Σύντομα προβλέπεται να καθελκυστούν οι πρώτες μονάδες του προγράμματος φρεγατών I-class (Istanbul) και του προγράμματος υποβρυχίων Piri Reis (Type 214TN).
Οι πρώτες είναι πλοία των 3000 τόνων (113 μέτρα μήκος) πολλαπλού ρόλου και αποτελούν ένα πρόσθετο βήμα της τουρκικής ναυτικής σχεδίασης μετά τις κορβέτες τύπου Ada. Ο σχεδιασμός τους και η τεχνογνωσία που θα αποκτηθεί θα επιτρέψουν στη ναυπηγική βιομηχανία να υλοποιήσει σχέδια για παραγωγή μεγάλων πλοίων επιφανείας, αντιτορπιλικών των 9.000(+) τόνων. Τα υποβρύχια είναι τα γνωστά γερμανικής σχεδίασης 214 που έχει προμηθευτεί και η Ελλάδα και από τα οποία τα τουρκικά ναυπηγεία θα παραδώσουν οκτώ μονάδες στα επόμενα χρόνια.
Τουρκικά οπλικά συστήματα
Με βάση τον σχεδιασμό, προβλέπεται να αρχίσουν σύντομα και οι παραδόσεις των αντιπλοϊκών πυραύλων Atmaca, τουρκικής σχεδίασης και παραγωγής και των τορπιλών βαρέως τύπου Akya, επίσης. Η είσοδος πολλών οπλικών συστημάτων στην φάση της παραγωγής και της υπηρεσίας, δεν μειώνει τους ρυθμούς εξέλιξης αντίστοιχων συστημάτων του μέλλοντος. Συνεχίζεται η μελέτη για την κατασκευή ισχυρά εξοπλισμένων περιπολικών θαλάσσης, όπως και το σχέδιο ναυπήγησης μεγάλων αντιτορπιλικών TF-2000.
Αναμένεται να παραδοθούν στο Ναυτικό τρία επιπλέον αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας ATR-72, κινητήρες πυραύλων που θα αντικαταστήσουν τους εισαγόμενους αντίστοιχους στους πυραύλους Atmaca και τέλος θα προστεθούν 11 μεγάλα εξοπλισμένα μη επανδρωμένα αεροσκάφη για τις ανάγκες του Ναυτικού. Στα πιο μακρόχρονα σχέδια περιλαμβάνεται η συνέχιση της μελέτης για την κατασκευή ενός αληθινού αεροπλανοφόρου, μέσα στην επόμενη δεκαετία.
Τα περισσότερα από όσα ανακοίνωσε ο Τούρκος αξιωματούχος ήταν ήδη γνωστά από καιρό. Πολλά από αυτά τα προγράμματα, που αρχίζουν να δίνουν καρπούς αυτά τα χρόνια, έχουν αρχίσει να συζητιούνται και να σχεδιάζονται πριν από μία ή και δύο δεκαετίες. Αυτό που χαρακτηρίζει τον τουρκικό σχεδιασμό είναι η επιμονή στο αρχικό πλαίσιο, η σύλληψη ενός ενιαίου συνεκτικού προγραμματισμού στην βάση των πολιτικών προθέσεων και φιλοδοξιών και η σύνδεση των εξοπλιστικών προγραμμάτων με την τεχνολογική και παραγωγική αναβάθμιση της τουρκικής βιομηχανίας.
Το αποτέλεσμα δεν αποτιμάται αποκλειστικά και μόνο με αριθμούς οπλικών συστημάτων. Στο πεδίο της πολιτικής και της διπλωματίας τα πλεονεκτήματα του συνεκτικού σχεδιασμού διακρίνονται με ευχέρεια. Οι δυνατότητες της τουρκικής τεχνολογίας και βιομηχανίας περιορίζουν την εμβέλεια “διεθνών κυρώσεων”, όπως αυτές που συνόδεψαν, για παράδειγμα, την απόκτηση ρωσικών συστημάτων S-400 από την Τουρκία.
Επίσης κι αυτό είναι ακόμα πιο σοβαρό, επιτρέπουν την δημιουργία πλεγμάτων αλληλεξάρτησης ή απλά σχέσεων, αμοιβαίων συμφερόντων και τελικά συμμαχιών με κράτη που ενδιαφέρουν άμεσα την περιοχή μας. Η πολύπλευρη συνεργασία της Τουρκίας με το Πακιστάν και την Ουκρανία στο πλαίσιο της ναυπήγησης των κορβετών τύπου Ada, μειώνει αφενός το κόστος απόκτησης, συντήρησης, εξέλιξης των εν λόγω πλοίων και δημιουργεί χρήσιμα διπλωματικά δίκτυα.
Η σύγκριση με την Ελλάδα
Η σύγκριση των παραπάνω με την αντίστοιχη πολιτική εξοπλισμών της Ελλάδας μπορεί να προκαλέσει μόνο θλίψη και απογοήτευση. Η πρώτη και ουσιαστική διαφορά που εντοπίζεται είναι η σύγχυση ως προς τους στόχους. Στο ήδη πολύπλοκο πεδίο των εθνικών αμυντικών αναγκών, επικάθονται οι ανάγκες εξυπηρέτησης συμμαχιών και συμμάχων. Για πολλούς λόγους, η γεωγραφία είναι ο πιο ουσιαστικός παράγοντας με τις εθνικές ανάγκες να μην ταυτίζονται με ανάγκες εξυπηρέτησης συμμάχων.
Το αντίθετο μάλιστα συμβαίνει. Οι “συμμαχικές ανάγκες” στρέφονται βασικά εναντίον της Ρωσίας, ειδικά στις ζώνες των Βαλκανίων, της Κριμαίας και του Καυκάσου. Σε δεύτερο χρόνο στρέφονται προς την Μέση Ανατολή και τη βόρεια Αφρική, πάλι με στόχο τον περιορισμό της δραστηριότητας της Ρωσίας και της Κίνας. Βλέπουν δηλαδή “πέρα από τη γραμμή του ορίζοντα” και καθορίζονται με βάση αυτό.
Η εκχώρηση, επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ και τώρα επί κυβερνήσεως ΝΔ, μεγάλου αριθμού ελληνικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων στις ΗΠΑ μετέτρεψε πολλές από αυτές σε κέντρα υποστήριξης, logistics και βαθιάς ενδοχώρας για τις ανάγκες της αμερικανικής παρουσίας στις προαναφερόμενες ζώνες. Στη Σούδα εγκαταστάθηκε μονάδα υποστήριξης ειδικών δυνάμεων (εκείνο το τερατώδες σκάφος που τα ελληνικά ΜΜΕ παρουσίασαν σαν “ελικοπτεροφόρο”). Στη Λάρισα και όχι μόνο, εγκαταστάθηκαν μη επανδρωμένα κατασκοπευτικά μακράς ακτίνας.
Τα νέα έργα στις στρατιωτικές βάσεις, τα οποία διαφημίζει η κυβέρνηση, αφορούν αποθήκες και θέσης εξυπηρέτησης αεροσκαφών-τάνκερ εναέριου εφοδιασμού, ενώ οι διαδοχικές ταξιαρχίες αεροπορίας στρατού των ΗΠΑ που αναπτύσσονται στην Ελλάδα (η 4η και μετά η 101η) ασκούνται στην Ρουμανία, στην Ουκρανία ή στην Γεωργία. Προοδευτικά, αλλοιώνεται ο χαρακτήρας των ελληνικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων προς την κατεύθυνση βάσεων υποστήριξης στα μετόπισθεν των “συμμαχικών μετώπων”.
Συμμαχικές ανάγκες
Στο επίπεδο των ελληνικών αμυντικών αναγκών, η γεωγραφική διάσταση είναι ολότελα διαφορετική. Σε αυτή την περίπτωση ο γεωγραφικός ορίζοντας είναι στενός, οι αποστάσεις και οι διαστάσεις είναι ολότελα διαφορετικές. Διακόσια μόνο χιλιόμετρα χωρίζουν τις μικρασιατικές ακτές από το έδαφος της χερσαίας Ελλάδας. Όσο για την νησιωτική, η γεωγραφία και πάλι επιτάσσει εδώ τελείως άλλα πράγματα απ’ ό,τι οι συμμαχικές ανάγκες χρειάζονται!
Στην περίπτωση αυτή οι εγκαταστάσεις, οι βάσεις, οι εξοπλισμοί δεν μπορεί παρά να είναι “πρώτης γραμμής”, “κρούσης” ή “εκστρατείας” αν προτιμάτε. Σε περίπτωση πολεμικής ανάγκης δεν πρόκειται να παίξουν τον ρόλο “βαθιάς συμμαχικής ενδοχώρας”, ούτε τον όποιο ρόλο υποστήριξης. Για προμαχώνες μάχης θα πρόκειται και οι δυνάμεις που θα τις υπηρετούν θα είναι έτοιμες να δράσουν σε μηδενικούς χρόνους, τόσο ως προς την προειδοποίηση, όσο και ως προς την εμπλοκή. Το συμμαχικό και το εθνικό καθήκον βρίσκονται σε πλήρη διάσταση σε αυτό το πεδίο.
Η ελληνική πολιτική έχει επιλέξει μια διπλή προσέγγιση του αμυντικού προβλήματος. Η βασική της επιλογή στοχεύει στην άριστη εξυπηρέτηση των συμμαχικών αναγκών με τρόπο, ώστε οι ισχυροί σύμμαχοι να προασπίσουν (σε όποιο βαθμό) την ελληνική κυριαρχία και να συνεχίσουν να στηρίζουν τα στρατηγικά τους σχέδια και στο ελληνικό έδαφος. Η Ελλάδα να τους είναι χρήσιμη, με άλλα λόγια.
Ο δυϊσμός της ελληνικής αμυντικής πολιτικής
Η επιλογή αυτή εμπεριέχει τον όποιο “συμβιβασμό” με την γειτονική Τουρκία, καθότι η γειτονική χώρα δεν βρίσκεται στα μετόπισθεν της συμμαχικής διάταξης, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή και ως προς τη Ρωσία και ως προς το Ιράν, την Μέση Ανατολή και την Αφρική. Ταυτόχρονα, κάτω από το βάρος των διογκούμενων απειλών και γεγονότων, η ελληνική πολιτική οφείλει να κινηθεί και προς την κατεύθυνση των προάσπισης εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Κύπρο.
Ο δυϊσμός της αμυντικής πολιτικής, η επιμονή στην ταυτόχρονη εξυπηρέτηση δύο αντιφατικών στόχων (μαζί με πολλά άλλα και η οφθαλμοφανής γεωγραφική διαφορά) είναι μια κατάσταση που θα δυσκόλευε και κράτη πολύ πιο ισχυρά και πλούσια από την σημερινή Ελλάδα. Στην εδώ περίπτωση ο ένας στόχος υπονομεύει τον άλλο, με αποτέλεσμα να μην εξυπηρετείται ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος!
Η δε σισύφεια αυτή προσπάθεια επικαλύπτει με πέπλο σύγχυσης τους στρατηγικούς στόχους της χώρας, αφαιρεί τον λογικό ειρμό στην πολιτική των εξοπλισμών ή και στα αμυντικά δόγματα και παρουσιάζει τις όποιες κινήσεις της χώρας σε αυτά τα επίπεδα ως ανερμάτιστη, ευκαιριακή, τελικά δε πολυέξοδη και αναποτελεσματική. Συνακόλουθα συντρίβει κάθε προσπάθεια να δημιουργηθεί μια εθνική πολεμική βιομηχανία. Σε αυτό το πεδίο η Ελλάδα δεν μοιάζει στην Τουρκία. Δυστυχώς….