Ελληνικό και τουρκικό ναυτικό στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο – Πρώτες επιχειρήσεις
11/11/2021Η κήρυξη του πολέμου στις 5 Οκτωβρίου 1912, βρήκε το Πολεμικό Ναυτικό ενισχυμένο. Οι ναυτικές δυνάμεις της Ελλάδας αντιπροσώπευαν το σύνολο σχεδόν των ναυτικών δυνάμεων της χριστιανικής συμμαχίας. Απέναντι τους στεκόταν το ισχυρό τουρκικό ναυτικό, έτοιμο να τους αμφισβητήσει την κυριαρχία στο Αιγαίο και να υποβοηθήσει την ενίσχυση των μαχόμενων τμημάτων του τουρκικού στρατού με ασιατικά στρατεύματα της Αυτοκρατορίας.
Ο Τούρκος αρχηγός στόλου, Ναύαρχος Ραμίζ, μπορούσε να ατενίζει με αισιοδοξία το μέλλον καθώς ο στόλος του υπερείχε σαφώς του ελληνικού σε εκτόπισμα και αριθμό πυροβόλων. Οι Τούρκοι διέθεταν 26 πολεμικά συνολικού εκτοπίσματος 48.000 τόνων έναντι 23 ελληνικών πολεμικών σκαφών συνολικού εκτοπίσματος 37.700 τόνων.
Το τουρκικό ναυτικό διέθετε δύο ισχυρά θωρηκτά γερμανικής κατασκευής, τα “Μπαρμπαρόσα” και “Τουργκούτ-Ρέις”. Τα πλοία αυτά, ναυπήγησης 1891, είχαν αγοραστεί από το τουρκικό ναυτικό το 1910, αφού προηγουμένως είχαν υποστεί εκσυγχρονισμό στους λέβητές τους. Είχαν εκτόπισμα 9.900 τόνων και μέγιστη ταχύτητα 17 κόμβων.
Διέθεταν ισχυρή θωράκιση και ήταν οπλισμένα, το καθένα, με 6 πυροβόλα των 11 ιντσών (280 χλστ.), σε τρεις δίδυμους πύργους, με 8 πυροβόλα των 4,2 ιντσών (120 χλστ.) και με 8 πυροβόλα των 3,4 ιντσών. Τόσο το βάρος του οπλισμού όσο και η ισχυρή τους θωράκιση καθιστούσαν τα δύο αυτά πλοία τα ισχυρότερα στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Θεωρητικά, μόνο θωρηκτά τύπου Ντρέντνοτ ήταν σε θέση να σταθούν απέναντί τους.
Εκτός των “Μπαρμπαρόσα” και “Τουργκούτ-Ρέις”, το τουρκικό ναυτικό διέθετε δύο ακόμα παλαιότερα θωρηκτά, τα “Μεσουδιέ” και “Ασάρ-ι-Τεφίκ”. Το πρώτο ήταν ναυπήγησης του 1874. Είχε όμως υποστεί σειρά εκσυγχρονισμών, ώστε να θεωρείτε πλήρως αξιόμαχο. Είχε εκτόπισμα 9.140 τόνων και μέγιστη ταχύτητα 17 κόμβων.
Το τουρκικό ναυτικό
Ήταν οπλισμένο με δύο πυροβόλα των 9,2 ιντσών (234 χλστ.), σε δύο απλούς πύργους στην πρύμνη και στην πλώρη, με 12 πυροβόλα των 6 ιντσών (152 χλστ.) και με 14 πυροβόλα των 76 χλστ. Το “Ασάρ-ι-Τεφίκ”, ήταν ναυπήγησης του 1868. Είχε και αυτό υποστεί σειρά εκσυγχρονισμών, αλλά δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ιδιαίτερα αξιόμαχο. Είχε εκτόπισμα 4.613 τόνων και μέγιστη ταχύτητα 13 κόμβων. Ήταν εξοπλισμένο με 3 πυροβόλα των 6 ιντσών (152 χλστ.), 7 πυροβόλα των 4,7 ιντσών, 6 πυροβόλα των 75 χλστ. και με 2 πυροβόλα των 47 χλστ.
Πέρα των θωρηκτών, ο τουρκικός στόλος διέθετε και δύο ισχυρά, σύγχρονα, καταδρομικά, τα “Χαμηδιέ” και “Μεντζιτιέ”. Το πρώτο ήταν ναυπήγησης του 1903 και είχε εκτόπισμα 3.800 τόνων. Μπορούσε να αναπτύξει ταχύτητα τουλάχιστον 20 κόμβων και ήταν οπλισμένο με 2 πυροβόλα των 6 ιντσών (152 χλστ.) με 8 πυροβόλα των 4,7 ιντσών και με 10 πυροβόλα των 57 και των 47 χλστ. Το “Μεντζιτιέ” είχε εκτόπισμα 3.440 τόνων, έφερε τον ίδιο οπλισμό με το “Χαμηδιέ” και είχε την ίδια σχεδόν ταχύτητα.
Ο τουρκικός στόλος διέθετε ακόμα, δύο ισχυρές τορπιλλοβαρίδες (“Πεΐκ-ι-Σεκέτ” και “Μπερκ-ι-Σατβέτ”), εκτοπίσματος 750 τόνων, οπλισμένες, η κάθε μία, με 2 πυροβόλα των 4,2 ιντσών, 4 πυροβόλα των 57 χλστ. και 2 πυροβόλα των 37 χλστ. Τα πλοία αυτά ήταν ικανά να αναπτύξουν μέγιστη ταχύτητα 22 κόμβων.
Υπήρχαν ακόμα τέσσερα σύγχρονα αντιτορπιλικά, κλάσης “Σιχάο”, ναυπήγησης 1909, τα οποία είχαν εκτόπισμα 600 τόνων, μπορούσαν να αναπτύξουν ταχύτητα 35 κόμβων και ήταν οπλισμένα με 4 ελαφρά πυροβόλα (2 x 75, 2 x 57 χλστ.) και με 3 τορπιλοβλητικούς σωλήνες. Υπήρχαν επίσης 10 τορπιλοβόλα σκάφη, εκτοπίσματος 290-165 τόνων, ταχύτητας 27 κόμβων, οπλισμένα το καθένα, με 1 ταχυβόλο των 75 και 1 ταχυβόλο των 37 χλστ. ή με δύο ταχυβόλα των 37 χλστ. και με δύο τορπιλοβλητικούς σωλήνες.
Το ελληνικό ναυτικό
Απέναντι στις δυνάμεις αυτές ο ελληνικός στόλος διέθετε τα εξής σκάφη: Το θωρακισμένο καταδρομικό “Γεώργιος Αβέρωφ”, ναυπήγησης 1911, εκτοπίσματος 9.956 τόνων, ιταλικής σχεδίασης, κλάσης “Πίζα”. Το πλοίο έφερε 4 πυροβόλα των 9,2 ιντσών (234 χλστ.) σε δύο δίδυμους πύργους, 8 πυροβόλα των 7.5 ιντσών (170 χλστ.) σε τέσσερις δίδυμους πύργους, στις τέσσερις «γωνίες» της υπερκατασκευής και 16 πυροβόλα των 75 χλστ. Το μέγιστο πάχος της θωρηκτής ζώνης έφτανε τις 8 ίντσες (203 χλστ.). Η μέγιστη ταχύτητα του σκάφους ξεπερνούσε τους 22 κόμβους.
Τα τρία παλαιά θωρηκτά της κλάσης “Ύδρα” (“Ύδρα”, “Σπέτσαι” και “Ψαρά”), ναυπήγησης 1889-90, εκτοπίσματος 4.800 τόνων και μέγιστης ταχύτητας 14 κόμβων. Ήταν οπλισμένα το καθένα, με 3 πυροβόλα των 10,6 ιντσών (270 χλστ.) και 14 μικρότερα πυροβόλα.
Τα τέσσερα αντιτορπιλικά κλάσης “Θύελλα” ( “Θύελλα”, “Σφενδόνη”, “Λόγχη” και “Ναυκρατούσα”), εκτοπίσματος 360 τόνων, ταχύτητας 30 κόμβων, οπλισμένα με 2 πυροβόλα των 75 χλστ. 4 πυροβόλα των 57 χλστ και 2 τορπιλοβλητικούς σωλήνες.
Τα πλοία είχαν ναυπηγηθεί το 1906. Τα τέσσερα αντιτορπιλικά της κλάσης “Νίκη” (“Νίκη”, “Ασπίς”, “Δόξα” και «Βέλος»), εκτοπίσματος 380 τόνων, ίδιου οπλισμού και επιδόσεων με τα τύπου “Θύελλα”.
-Τα τέσσερα ισχυρά αντιτορπιλικά, ανιχνευτικά, σύμφωνα με την ορολογία της εποχής, κλάσης “Λέων” (“Λέων”, “Πάνθηρ”, “Αετός” και “Ιέραξ”), που είχαν ναυπηγηθεί το 1911. Τα σκάφη είχαν εκτόπισμα 980 τόνων, ταχύτητα 31 κόμβων και ήταν οπλισμένα με 4 πυροβόλα των 102 χλστ. και με 4 τορπιλοβλητικούς σωλήνες. Δυστυχώς τα πλοία αυτά δεν πρόλαβαν να εφοδιαστούν με τορπίλες, πριν την έκρηξη του πολέμου και πολέμησαν μόνο με το πυροβολικό τους.
Τα δύο αντιτορπιλικά της κλάσης “Νέα Γενεά”, ναυπήγησης 1911, εκτοπίσματος 560 τόνων. Τα πλοία ήταν ικανά να αναπτύσσουν ταχύτητα 32 κόμβων και ήταν οπλισμένα με 4 πυροβόλα των 3,5 ιντσών και με 2 τορπιλοβλητικούς σωλήνες.
Ένα από τα δύο παραγγελθέντα υποβρύχια της κλάσης “Δέλφιν” (“Δέλφιν” και “Ξιφίας”), εκτοπίσματος 295 τόνων (425 σε κατάδυση) και ταχύτητας 12 (σε ανάδυση) και 8 (σε κατάδυση) κόμβους.
Τα πέντε παλαιά τορπιλοβόλα 11, 12, 14, 15 και 16, εκτοπίσματος 85 τόνων, ταχύτητας 17 κόμβων, οπλισμένα με δύο τορπιλοσωλήνες.
-Τα πέντε εξοπλισμένα εμπορικά σκάφη (“Εσπέρια”, “Αρκαδία”, “Μακεδονία”, “Μυκάλη” και “Αθήναι”).
– Το ναρκοθετικό “Κανάρης”.
Με αυτόν τον στόλο ο νέος αρχηγός του, υποναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης, πίστευε πως θα μπορούσε να εξαφανίσει τον αντίστοιχο τουρκικό από το ελληνικό αρχιπέλαγος, πως θα εξανάγκαζε τους Τούρκους να εγκαταλείψουν για πάντα το αφιλόξενο για αυτούς υγρό στοιχείο.
Οι πρώτες επιχειρήσεις στο Αιγαίο
Όταν το καλοκαίρι του 1912 ο πρωθυπουργός της χώρας Ελευθέριος Βενιζέλος ενημέρωνε τον τότε πλοίαρχο Κουντουριώτη, πως σε περίπτωση πολέμου θα του ανέθετε το βαρύ έργο της αρχηγίας του στόλου του Αιγαίου, ο τελευταίος είχε αρκεστεί να απαντήσει: «Σας ευχαριστώ εξοχότατε. Θα πράξω το καθήκον μου μέχρι την τελευταία μου πνοή».
Λίγους μήνες αργότερα η πρόθεση του Βενιζέλου είχε γίνει πραγματικότητα. Την 5η Οκτωβρίου 1912 ο ελληνικός στόλος αναχώρησε στις 13.30 από το Φάληρο με προορισμό όχι το λιμάνι των Ωρεών της Εύβοιας, όπως είχε προγραμματιστεί, μα τη Λήμνο, το φυσικό “ανάχωμα” απέναντι από τα Δαρδανέλια. Ο Κουντουριώτης δεν είχε συμφωνήσει ποτέ με τη λύση των Ωρεών ως ορμητηρίου του ελληνικού στόλου σε περίπτωση πολέμου με την Τουρκία.
Οι Ωρεοί βρισκόταν σε απόσταση 175 ναυτικά μίλια (ν.μ.) από τα Δαρδανέλια, απόσταση απαγορευτική για τον επαρκή έλεγχο των κινήσεων του αντιπάλου. Έτσι ο νέος στόλαρχος διάλεξε ως ορμητήριο του στόλου το νησί της Λήμνου, το οποίο όμως τελούσε ακόμα υπό τουρκική κατοχή.
Ο Κουντουριώτης δεν ανησυχούσε όμως για αυτό. Όταν 24 ώρες μετά τον απόπλου από το Φάληρο ο στόλος έφτασε στη Λήμνο, μια διλοχία πεζικού αποβιβάστηκε αιφνιδιαστικά και κατέλαβε το νησί. Η τύχη βοήθησε και πάλι τους τολμηρούς και η Λήμνος είχε την τιμή να είναι το πρώτο νησί του ανατολικού Αιγαίου που επανήλθε στην αγκάλη της Ελλάδας. Η κατάληψη της νήσου λειτούργησε ως πολλαπλασιαστής ισχύος, λόγω της στρατηγικής της θέσης για το Πολεμικό Ναυτικό.
Η στρατηγική σημασία της Λήμνου
Η Λήμνος απείχε 50 ν.μ. μόλις από την έξοδο των στενών των Δαρδανελίων. Έτσι ο έλεγχος των στενών ήταν πιο εύκολος. Ως βάση επιλέχθηκε το εξαίρετο φυσικό λιμάνι του Μούδρου στο οποίο δημιουργήθηκαν οι στοιχειώδεις υποδομές, για την λογιστική υποστήριξη του στόλου. Όλο τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο ο ελληνικός στόλος, χωρίς αντίπαλο στο Αιγαίο, άρχισε να απελευθερώνει το ένα μετά το άλλο τα σκλαβωμένα νησιά. Πρώτα η Ίμβρος, η Θάσος, ο Άγιος Ευστράτιος, η Σαμοθράκη, τα Ψαρά, μετά η Τένεδος, η Ικαρία, η χερσόνησος του Άθω.
Από την Τένεδο μάλιστα ο Κουντουριώτης, ανυπομονώντας να συγκρουστεί και να νικήσει τον τουρκικό στόλο, δεν δίστασε να υποχρεώσει τον Τούρκο τηλεγραφητή του νησιού, να αποστείλει τηλεγράφημα στον Τούρκο υπουργό των Ναυτικών, με το οποίο του ζητούσε να διατάξει την έξοδο του στόλου του στο Αιγαίο.
«Καταλάβαμε την Τένεδο και αναμένομε τον αντίπαλο στόλο. Εάν ο στόλος σας δεν έχει γαιάνθρακας είμαι προθυμότατος παραχωρήσω. Κουντουριώτης»! Πώς θα μπορούσε ποτέ να έχει ηττηθεί ο ελληνικός στόλος υπό την αρχηγία τέτοιου ναυάρχου, ο οποίος όχι μόνο αψηφούσε τον εχθρό, αλλά και τον ταπείνωνε με αυτόν τον τρόπο;
Ο Υδραίος Κουντουριώτης ανήκε σε αυτή τη μικρή ομάδα ανθρώπων που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε ήρωες. Ήταν ένας γνήσιος απόγονος των ηρώων της οικογενείας του, ένας Έλληνας με την κλασική αποκοτιά της φυλής, την γνήσια και πηγαία αυτή «τρέλα», το φιλότιμο αυτό που μας κάνει διαφορετικούς. Ήταν βέβαια και θέμα συγκυριών. Ο Κουντουριώτης βρέθηκε στην κατάλληλη θέση την κατάλληλη ώρα.
Απελευθέρωση νησιών
Όλη αυτή την περίοδο ο στόλος εκτελούσε περιπολίες ή απελευθέρωνε νησιά. Το μόνο αξιοσημείωτο γεγονός ήταν η βύθιση της παροπλισμένης τουρκικής θωρακισμένης κορβέτας “Φετχ-ί-Μπουλέν”, στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, από το τορπιλοβόλο 11 του υποπλοιάρχου Βότση, ανεψιού του αρχηγού στόλου.
Ο τουρκικός στόλος όμως δεν έλεγε να εξέλθει του αγκυροβολίου του. Προστατευμένος από τα επάκτια πυροβολεία αδρανούσε, παρά την πίεση της κυβέρνησης και της κοινής γνώμης. Έτσι ο ελληνικός στόλος με μόνο αντίπαλο τον βαρύ χειμώνα, συνέχισε να υποστηρίζει τις αποβάσεις στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Στις 8 Νοεμβρίου η ελληνική σημαία κυμάτιζε στην πόλη της Μυτιλήνης.
Έναν μήνα αργότερα οι τουρκικές δυνάμεις στο νησί παραδόθηκαν άνευ όρων, ύστερα από τις σφοδρές επιθέσεις των ελληνικών δυνάμεων. Στις 11 Νοεμβρίου απελευθερώθηκε η πόλη της Χίου. Στο νησί όμως παρέμεναν σημαντικές τουρκικές δυνάμεις οι οποίες μόλις στις 20 Δεκεμβρίου κατέθεσαν τελικά τα όπλα, ύστερα από σειρά φονικών συγκρούσεων με τα ελληνικά αποβατικά τμήματα.