Το τελεσίγραφο του Τραμπ για το Ιράν περιφρονεί το διεθνές δίκαιο
11/07/2018Γράφει ο Ibrahim Warde –
Βασίλης Παπακριβόπουλος (μετάφραση)
Στις 8 Μαΐου, ο Αμερικανός πρόεδρος επέλεξε, συμμορφούμενος με τις επιθυμίες του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας, να αποσύρει την υπογραφή της χώρας του και να δρομολογήσει μια δυναμική αναμέτρηση με το Ιράν. Τα ριψοκίνδυνα στοιχήματα, η περιφρόνηση του νόμου και τα σκληρά χτυπήματα ενάντια στους εταίρους του στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, είναι συνήθεις πρακτικές για τον Νεοϋορκέζο πρώην μεγαλοεργολάβο. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, εκείνο που απειλείται είναι η ειρήνη σε μια ολόκληρη περιοχή του πλανήτη.
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχτισε την καριέρα του πάνω στην αρχή ότι τα πάντα μπορούν να αναδιαπραγματευθούν. Μόλις ολοκληρωνόταν η ανέγερση ενός κτιρίου, ο μεγαλοεργολάβος επικαλούνταν κακοτεχνίες (ή κατέφευγε σε οποιοδήποτε άλλο πρόσχημα) προκειμένου να αρνηθεί να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις του. Επέβαλε τότε νέους όρους στους εργολάβους και τους άλλους επαγγελματίες, αναγγέλλοντάς τους, λόγου χάρη, «θα σας πληρώσω μονάχα το 75% του συμφωνηθέντος ποσού».
Επρόκειτο για μια μη διαπραγματεύσιμη πρόταση, του τύπου «take it or leave it». Το μόνο που απέμενε σε όσους αρνούνταν ήταν να εμπλακούν σε πολυδάπανες δίκες με αβέβαιη έκβαση, καθώς απέναντί τους θα έβρισκαν δεινούς δικηγόρους ασκημένους στην στρεψοδικία. Το 2004, στο βιβλίο του Trump: Think Like a Billionaire («Σκέψου σαν δισεκατομμυριούχος»), συμβούλευε τους αναγνώστες του «πάντα να αμφισβητούν τα τιμολόγια». Ήταν πασίγνωστος κακοπληρωτής και πολλοί προμηθευτές ή τράπεζες αρνούνταν να συνεργαστούν μαζί του.
Το 2007, στο Think Big and Kick Ass: In Business and Life («Να είσαι φιλόδοξος και να τους τσακίζεις, τόσο στις μπίζνες όσο και στη ζωή»), δήλωνε ότι «του αρέσει να συντρίβει το αντίπαλο στρατόπεδο και να μαζεύει όλα τα κέρδη» και ότι αδιαφορούσε για τους τραπεζίτες που έχασαν τα χρήματα που του είχαν δανείσει. «Δικό τους είναι το πρόβλημα και όχι δικό μου. Τους είπα ότι δεν έπρεπε να μου τα είχαν δανείσει». Η Deutsche Bank, ο μοναδικός θεσμικός παίκτης του χρηματοοικονομικού τομέα που συνεχίζει να συναλλάσσεται με τις επιχειρήσεις Τραμπ, απέκτησε μια εξαιρετικά διδακτική εμπειρία.
Το 2008, στο αποκορύφωμα της χρηματοοικονομικής κρίσης, έκανε αγωγή στον μεγαλοεργολάβο επειδή δεν είχε εξοφλήσει οφειλές 40 εκατομμυρίων δολαρίων. Ο Τραμπ αντεπετέθηκε, ζητώντας από την τράπεζα το εντυπωσιακό ποσό των 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ισχυρίστηκε ότι τα προβλήματα ρευστότητας που αντιμετώπιζε οφείλονταν στην χρηματοοικονομική κρίση και ότι η Deutsche Bank αποτελούσε έναν από τους υπεύθυνους που προκάλεσαν αυτήν την κρίση… Η τράπεζα του παραχώρησε πενταετή περίοδο χάριτος. Ο μελλοντικός πρόεδρος δεν άργησε να κατανοήσει ότι η απειλή της προσφυγής στα δικαστήρια μπορούσε να έχει αποτρεπτικά αποτελέσματα. Εκτιμάται ότι ενεπλάκη, ως μηνυτής ή ως κατηγορούμενος, σε περισσότερες από 3.500 δίκες.
Νεοφερμένος στην πολιτική, ο Τραμπ ο Τραμπ είχε υποσχεθεί να θέσει στην υπηρεσία της Αμερικής το ταλέντο του ως του «μεγαλύτερου διαπραγματευτή στην ιστορία». Ανακοίνωνε ότι, αμέσως μετά την εκλογή του, θα φρόντιζε «να σκίσει τη φριχτή συμφωνία της Βιέννης» για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, καθώς επίσης και την συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα. Το γεγονός ότι αυτές οι αποφάσεις λαμβάνονται κατά περιφρόνηση του διεθνούς δικαίου ή ότι τα υπόλοιπα μέλη που τις έχουν υπογράψει αντιτίθενται σε αυτήν την ενέργεια τον αφήνει αδιάφορο.
Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσε ως ελέω Θεού αφεντικό και η άγνοιά του ως προς την Ιστορία και τη διπλωματία συνδυάστηκαν με την επιθυμία του να απαλλαγεί από την κληρονομιά του προκατόχου του. Καθώς επιθυμεί να έρθει σε ρήξη με τις συμβατικότητες, συνήθως επαφίεται στο ένστικτό του και αρκείται στη μεταφορά στο επίπεδο των διπλωματικών σχέσεων όλων των πρακτικών που επεξεργάστηκε κατά τη διάρκεια της καριέρας του ως εργολάβος και ως βεντέτα των ριάλιτι σόου.
Το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης υπογράφηκε στη Βιέννη στις 14 Ιουλίου 2015 από το Ιράν και τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (Ηνωμένες Πολιτείες, Ρωσία, Κίνα, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο), καθώς και από τη Γερμανία, μετά από αρκετά χρόνια σκληρών διαπραγματεύσεων. Επιπλέον, στις 20 Ιουλίου 2015, η συμφωνία επικυρώθηκε ομόφωνα με το ψήφισμα 2231 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Σε αντάλλαγμα για τον τερματισμό του στρατιωτικού ερευνητικού πυρηνικού προγράμματος της χώρας και την έναρξη διεθνών ελέγχων που θα κλιμακώνονταν μέχρι το 2025, θα αίρονταν σταδιακά οι κυρώσεις που το Συμβούλιο Ασφαλείας είχε επιβάλει το 1995 στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν.
Οι αναμενόμενες θετικές οικονομικές επιπτώσεις αποτελούσαν μια ουσιώδη συνιστώσα της συμφωνίας. Όμως, παρά το γεγονός ότι όντως αυξήθηκαν οι συναλλαγές του Ιράν με το εξωτερικό, το συνολικό αποτέλεσμα απέχει πολύ από την αναμενόμενη ραγδαία άνοδο που αναμενόταν πριν από τρία χρόνια, κυρίως λόγω της διατήρησης των παλαιότερων κυρώσεων που είχαν επιβληθεί από το αμερικανικό Κογκρέσο το 1979, την επαύριο της ισλαμικής επανάστασης. Για πολλούς Ιρανούς, η κακοπιστία των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν προφανής: οι αμερικανικές αρχές εξακολουθούσαν να κρατούν μια διφορούμενη στάση στο ζήτημα των συναλλαγών σε δολάρια, ώστε να αποθαρρύνονται οι επίδοξοι επενδυτές ή εξαγωγείς. Ωστόσο, για τις εξαγωγικές χώρες, η πρόοδος που σημειώθηκε δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αμελητέα. Για παράδειγμα, το ύψος των γαλλικών εξαγωγών προς το Ιράν τριπλασιάστηκε, από 500 εκατομμύρια ευρώ την εποχή της υπογραφής της συμφωνίας στο 1,5 δισεκατομμύριο το 2017.
Παρά το γεγονός ότι συχνά χαρακτηρίζεται «κράτος παρίας», το Ιράν σεβάστηκε τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει, όπως βεβαιώνουν τόσο ο Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας όσο και οι περιοδικές πιστοποιήσεις της αμερικανικής κυβέρνησης. Έτσι εξηγείται εξάλλου το γεγονός ότι ο πρόεδρος Τραμπ, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 20 Ιανουαρίου 2017, κατήγγειλε την συμφωνία μονάχα στις 8 Μαΐου 2018. Τόσο ο υπουργός Εξωτερικών Ρεξ Τίλερσον όσο και ο στρατηγός Χέρμπερτ Ρέιμοντ ΜακΜάστερ, σύμβουλος του προέδρου για ζητήματα εθνικής ασφαλείας, αναγνώριζαν τις θετικές πλευρές του κειμένου της συμφωνίας και αντιτίθεντο στην απόσυρση των ΗΠΑ.
Ο Τραμπ απέκτησε απόλυτη ελευθερία κινήσεων μονάχα μετά την αποπομπή τους και την αντικατάστασή τους από «γεράκια», τον Μάικλ Πομπέο και τον Τζον Μπόλτον αντίστοιχα. Αν και καμία από τις χώρες που είχαν υπογράψει τη συμφωνία δεν ακολούθησε τις Ηνωμένες Πολιτείες στην απόφασή τους να αποσυρθούν από αυτήν, η απόφαση της Ουάσιγκτον θα έχει βαρύτατες συνέπειες για τις σχέσεις της με την Ευρώπη, λόγω της επαναφοράς των κυρώσεων που προβλέπονται εις βάρος των αμερικανικών ή των ξένων επιχειρήσεων που θα συνεχίσουν να συναλλάσσονται με το Ιράν.
Η απάντηση της Μάργκαρετ Θάτσερ το 1982
Το ζήτημα της ισχύος των νόμων των Ηνωμένων Πολιτειών εκτός της επικράτειάς τους ανάγεται στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Μετά την επιβολή του στρατιωτικού νόμου στην Πολωνία, στις 13 Δεκεμβρίου 1981, ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρήγκαν απαγόρευσε σε πρώτη φάση στις αμερικανικές εταιρείες να συμμετάσχουν στην κατασκευή ενός αγωγού που θα τροφοδοτούσε τις ευρωπαϊκές χώρες με φυσικό αέριο από τη Σιβηρία. Τον Ιούνιο του 1982, το εμπάργκο επεκτάθηκε στις θυγατρικές τους, καθώς επίσης και στις ξένες εταιρείες με άδεια εκμετάλλευσης αμερικανικών σημάτων, με πρόσχημα ότι η Σοβιετική Ένωση θα μπορούσε να επωφεληθεί από τις αμερικανικές τεχνολογίες.
Αυτή η απόφαση προκάλεσε σάλο: τα αντίποινα των θιγόμενων ευρωπαϊκών κρατών υποχρέωσαν τις ΗΠΑ να υπαναχωρήσουν. Διότι, παρ’ όλο που η Ουάσιγκτον διαθέτει όντως το όπλο της επέκτασης της ισχύος των νόμων της εκτός της επικράτειάς της, οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν τη δυνατότητα να ανταπαντήσουν με νόμους που απαγορεύουν στις εταιρείες τους να υπόκεινται σε ξένη νομοθεσία. Μολονότι η Βρετανή πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν η μεγαλύτερη σύμμαχος του Ρόναλντ Ρήγκαν, σε αυτό το ζήτημα παρέμεινε άκαμπτη. Δήλωσε ότι, για λόγους αρχής, οι επιχειρήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου οφείλουν να τιμούν τις εμπορικές δεσμεύσεις τους.
Επικαλέστηκε έναν νόμο αναστολής της νομικής ισχύος (Protection of Trading Interests Act) που είχε ψηφιστεί το 1980 και απαγορεύει στις βρετανικές επιχειρήσεις να συμμορφώνονται με τις προσταγές των ΗΠΑ όταν διακυβεύεται το εθνικό συμφέρον. Στην Γαλλία, ο Ζαν Πιέρ Σεβενεμάν, τότε υπουργός Έρευνας και Βιομηχανίας, στηρίχθηκε σε ένα διάταγμα του 1959 που είχε εκδοθεί από τον στρατηγό Ντε Γκολ και έδωσε εντολή στην εταιρεία Dresser-France, θυγατρική ενός αμερικανικού μηχανολογικού ομίλου, να αγνοήσει τις προσταγές της μητρικής εταιρείας. Τελικά, η Ουάσιγκτον υποχώρησε και οι κυρώσεις ήρθησαν τον Νοέμβριο του 1982.
Ωστόσο, μετά τον Ψυχρό Πόλεμο παρατηρήθηκε αύξηση των απαιτήσεων για εξωεδαφική ισχύ των νόμων, με πρόσχημα ότι η παγκοσμιοποίηση οφείλει να συνοδεύεται από κοινούς κανόνες. Μόνο το 1996, οι Ηνωμένες Πολιτείες ψηφίζουν δύο νόμους που στηρίζονται σε αυτήν την αρχή. Ο νόμος Helms-Burton έχει ως στόχο τις ξένες εταιρείες που επενδύουν στην Κούβα, ενώ ο νόμος Amato-Kennedy έχει ως πεδίο εφαρμογής το Ιράν και την Λιβύη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ανταπαντά υιοθετώντας έναν μηχανισμό αναστολής της ισχύος τους που απαγορεύει σε οποιοδήποτε ευρωπαϊκό φυσικό ή νομικό πρόσωπο να υπόκειται σε νομοθετικές, διοικητικές ή δικαστικές πράξεις που αποφασίζονται από ξένη δύναμη.
Επίσης, προσφεύγει στο Όργανο Επίλυσης Διαφορών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου προκειμένου να αμφισβητήσει την εξωεδαφική εφαρμογή αυτών των νόμων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μάλιστα συνέταξε έναν κατάλογο αμερικανικών επιχειρήσεων στις οποίες θα μπορούσαν να επιβληθούν συμμετρικές κυρώσεις. Η επίδειξη αποφασιστικότητας αποδείχθηκε αποτελεσματική: οι ΗΠΑ δέχθηκαν την αναστολή των συστημάτων επιβολής κυρώσεων όσον αφορά τους Ευρωπαίους, οι οποίοι με τη σειρά τους απέσυραν την προσφυγή ενώπιον του ΠΟΕ.
Τι συνέβη έκτοτε; Βεβαίως, μεσολάβησε το σοκ της 11ης Σεπτεμβρίου. Έτσι, ο παγκόσμιος χαρακτήρας της τρομοκρατίας φάνηκε να δικαιολογεί, για παράδειγμα, την επιτήρηση των χρηματοοικονομικών ροών σε πλανητικό επίπεδο. Ο νόμος USA Patriot Act (Uniting and Strengthening America by Providing Appropriate Tools to Intercept and Obstruct Terrorism, «Συσπείρωση και ενίσχυση της Αμερικής με την παροχή κατάλληλων εργαλείων για την ανάσχεση και την εξουδετέρωση της τρομοκρατίας») εξασφαλίζει διευρυμένες αρμοδιότητες στην εκτελεστική εξουσία. Το «εξωφρενικό προνόμιο» του αμερικανικού νομίσματος, όπως το χαρακτήριζε παλαιότερα ο στρατηγός Ντε Γκολ, αποκτά μια νέα διάσταση: όλες οι συναλλαγές σε δολάρια υπόκεινται στο εξής στο αμερικανικό δίκαιο, ακόμα και όταν πραγματοποιούνται εκτός της επικράτειας των Ηνωμένων Πολιτειών. Γίνεται τότε λόγος για μια «παγκοσμιοποίηση της συμμόρφωσης με την Αμερική».
Είτε ως προσταγές είτε λόγω μιμητισμού, οι νόμοι και οι πρακτικές των ΗΠΑ διεθνοποιούνται. Είτε πρόκειται για την καταπολέμηση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας είτε για τις εκστρατείες κατά της διαφθοράς, οι νομοθεσίες που υιοθετούνται ανά τον κόσμο αποτελούν μια αντιγραφή της αμερικανικής νομοθεσίας. Πολύ συχνά, η αμερικανική δικαιοσύνη είναι εκείνη που δρομολογεί δικαστικές διώξεις και επιβάλλει κυρώσεις σε ξένα φυσικά και νομικά πρόσωπα για παραβάσεις πραγματοποιημένες εκτός αμερικανικής επικράτειας.
Έτσι, τον Ιούνιο του 2014, η γαλλική τράπεζα BNP Paribas καταδικάστηκε να καταβάλει πρόστιμο 8,9 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο αμερικανικό δημόσιο επειδή είχε παραβιάσει, μέσω της ελβετικής θυγατρικής της, τα εμπάργκο που είχαν επιβάλει οι Ηνωμένες Πολιτείες στην Κούβα, στο Ιράν και στο Σουδάν. Τα τελευταία χρόνια, αρκετές ευρωπαϊκές πολυεθνικές πιάστηκαν στα δίχτυα του Foreign Corrupt Practices Act (FCPA), ενός νόμου του 1977 που απαγορεύει την δωροδοκία ηγετών τρίτων χωρών προκειμένου να επιτευχθεί η σύναψη εμπορικών συμβάσεων.
Αρκετές επιχειρήσεις οφείλουν να πληρώσουν σημαντικά πρόστιμα, ανάμεσά τους η γαλλική Alstom (722 εκατομμύρια δολάρια το 2014) και η γερμανική Siemens (800 εκατομμύρια δολάρια το 2008). Αρκεί μία σύνδεση, ακόμη και ισχνή, προκειμένου να θεωρηθεί η αμερικανική δικαιοσύνη αρμόδια να επιληφθεί της υπόθεσης: στην περίπτωση της BNP Paribas, οι συναλλαγές είχαν πραγματοποιηθεί σε δολάρια. Η διατήρηση τραπεζικού λογαριασμού στις ΗΠΑ, ακόμη και η ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων που περνούν από διακομιστές εγκατεστημένους σε αυτές, μπορούν επίσης να ανοίξουν τον δρόμο για δικαστικές διώξεις.
Μια αντιπαραγωγική στρατηγική
Παρ’ όλα αυτά, η υπόθεση των κυρώσεων εναντίον του Ιράν σηματοδοτεί μια ρήξη. Την ίδια ακριβώς ημέρα που πραγματοποιήθηκε η καταγγελία της συμφωνίας για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, ο Ρίτσαρντ Γκρενέλ, ο νέος Αμερικανός πρεσβευτής στο Βερολίνο, δημοσίευσε ένα tweet που θύμιζε σουλτανικό φιρμάνι: «Οι γερμανικές επιχειρήσεις που συναλλάσσονται με το Ιράν οφείλουν να αποσυρθούν αμέσως!» (Στη συνέχεια θα ισχυριστεί ότι το εννοούσε ως ηθική υποχρέωση). Όσο για τον νέο υπουργό Εξωτερικών Μάικλ Πομπέο, υποσχέθηκε ότι θα γονατίσει τα κράτη που βοηθούν το Ιράν, εκτός κι αν η Τεχεράνη αποδεχθεί δώδεκα όρους, οι οποίοι ουσιαστικά αποτελούν συνθηκολόγηση άνευ όρων.
Με μια δεκασέλιδη εγκύκλιο, η Υπηρεσία Ελέγχου Ξένων Περιουσιακών Στοιχείων (Office of Foreign Assets Control, OFAC) του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών έδωσε στη δημοσιότητα τον κατάλογο των νομοθετικών ρυθμίσεων που θα διέπουν την επαναφορά των κυρώσεων. Οι κυρώσεις που είχαν χαρακτηριστεί «δευτερογενείς» και είχαν αρθεί με τη συμφωνία της Βιέννης επαναφέρονται εντός 90 ημερών (δηλαδή μέχρι τις 6 Αυγούστου) για τον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας και 180 ημερών (δηλαδή μέχρι τις 4 Νοεμβρίου) για τον πετρελαϊκό τομέα. Για όσες εταιρείες ενδεχομένως αρνηθούν να συμμορφωθούν με τους νέους κανονισμούς, σύμφωνα με απόφαση του Τραμπ, υπάρχει η δυνατότητα να ενταχθούν σε έναν κατάλογο επιχειρήσεων (Specially Designed Nationals List), των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία μπορούν να παγώσουν και με τις οποίες οι Αμερικανοί πολίτες και τα αμερικανικά νομικά πρόσωπα δεν θα έχουν δικαίωμα να συναλλάσσονται.
Κατά τη διάσκεψη κορυφής της Σόφιας (16-17 Μαΐου), οι Ευρωπαίοι ηγέτες διακήρυξαν την ομόφωνη επιθυμία τους να παραμείνουν στη συμφωνία (ευσεβής πόθος…), χωρίς καν να αναφερθούν στο παραμικρό ενδεχόμενο προσφυγής ενώπιον του ΠΟΕ. Η μοναδική χειροπιαστή εξαγγελία συνίστατο στην ενεργοποίηση ενός νόμου για την αναστολή της ισχύος ξένων νόμων (ψηφισμένου το 1996), ο οποίος αποσκοπεί στην εξουδετέρωση των εξωεδαφικών επιπτώσεων των αμερικανικών κυρώσεων.
Ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρυνό Λε Μαιρ πρότεινε στις 11 Μαΐου τη δημιουργία ανεξάρτητων μηχανισμών χρηματοδότησης για τις επενδύσεις στο Ιράν και την αποζημίωση από την Ευρωπαϊκή Ένωση όσων επιχειρήσεων ενδέχεται να πληγούν από τον μηχανισμό δευτερογενών κυρώσεων που επανενεργοποίησαν οι ΗΠΑ. Ωστόσο, δεν είναι διόλου βέβαιο ότι θα κατορθώσει να πείσει τους Ευρωπαίους ομολόγους του ενώ, από την άλλη πλευρά, για μια επιχείρηση, το σύνολο αυτών των μέτρων φαντάζει ασήμαντο μπροστά στην απειλή να χαθεί η αμερικανική αγορά.
Από την στιγμή της εκλογής του, ο Τραμπ αποστασιοποιείται διαρκώς από την Ευρώπη. Οι εκλεκτικές συγγένειές του με τα αυταρχικά καθεστώτα και η ευθυγράμμισή του με τις θέσεις του Ισραήλ και των περισσότερων χωρών του Περσικού Κόλπου για όλα τα ζητήματα που αφορούν το Ιράν, άφηναν να διαφανεί μια μείζων αντιπαράθεση με τους υπερατλαντικούς συμμάχους του. Όμως, τα διδάγματα της Ιστορίας είναι αποκαλυπτικά για τους κινδύνους που εγκυμονεί για την αμερικανική ηγεμονία η εμμονή στην μονόπλευρη ανάληψη δράσης.
Πριν από είκοσι περίπου χρόνια, το 1997, τρεις στενοί διπλωματικοί συνεργάτες των προέδρων Τζίμι Κάρτερ, Τζορτζ Μπους και Μπιλ Κλίντον, οι Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, Μπρεντ Σκόουκροφτ και Ρίτσαρντ Μέρφυ αντίστοιχα, προειδοποιούσαν: «Η πολιτική των μονόπλευρων αμερικανικών κυρώσεων εναντίον του Ιράν αποδείχθηκε ανεπαρκής και η απόπειρα να εξαναγκασθούν οι υπόλοιπες χώρες να ακολουθήσουν το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών υπήρξε λανθασμένη. Ο εκφοβισμός μέσω της εξωεδαφικής επέκτασης της ισχύος των αμερικανικών νόμων προκάλεσε περιττές εντάσεις ανάμεσα στην Αμερική και στους κυριότερους συμμάχους της και απείλησε τη διεθνή τάξη πραγμάτων του ελεύθερου εμπορίου, την οποία οι ΗΠΑ έχουν επί δεκαετίες προωθήσει».
Πηγή: Le Monde Diplomatique