Η Επανάσταση απέτυχε – Δύο αιώνες εθνικά δεινά στον καθρέφτη της ποίησης
15/03/2021*Ο Κώστας Κουτσουρέλης γράφει για το βιβλίο του
Ο αναγνώστης ίσως αναρωτηθεί. Την ώρα τούτη της μεγάλης γιορτής, γιατί ένα βιβλίο που στέκεται αποκλειστικά στις σκοτεινές πλευρές αυτών των δύο αιώνων της ανεξαρτησίας από το 1821 ώς τις μέρες μας, στα δεινά και τις κακοδαιμονίες που τους σημάδεψαν, και όχι στα επιτεύγματά τους; Η απάντηση είναι σύνθετη. Ανατρέχοντας στο παρελθόν, είναι ίσως αναπόφευκτο να τονίζει κανείς τις επιτυχίες του. Κάθε λαός την ιστορία του θα ήθελε να τη φαντάζεται ως success story. Ό,τι οδηγεί σ’ εμάς και στο παρόν μας, δεν μπορεί παρά να είναι πράγμα καλό, στο κάτω κάτω τι άλλο είναι το χθες παρά προετοιμασία για το σήμερα;
Ωστόσο, η εικόνα αλλάζει αν η “ενεστώσα Ελλάς”, όπως θα έλεγε ο Αχιλλεύς Παράσχος, κριθεί με μέτρο τις προσδοκίες των πρωτουργών του Αγώνα, των Ελλήνων του 19ου αιώνα που τη θεμελίωσαν. Και η νέα εικόνα που προκύπτει είναι πικρή. Αυτά τα διακόσια χρόνια το αποδεικνύουν καθαρά: η Επανάσταση απέτυχε. Κανείς από τους μεγαλεπήβολους στόχους των πρωτουργών του νέου κράτους δεν επετεύχθη.
Ούτε το Βυζάντιο ανασυστάθηκε όπως το ήθελαν οι οπαδοί της παρ’ ημίν Ανατολής, ούτε το μεγάλο χάσμα με τη Δύση γεφυρώθηκε ποτέ ικανοποιητικά όπως το πόθησαν οι Διαφωτιστές που μας ήρθαν από την Εσπερία. Η Μεγάλη Ιδέα ξεψύχησε στον Σαγγάριο ανοίγοντας τον δρόμο (έναν σχεδόν αιώνα αργότερα, ακόμη να το καταλάβουμε…) στην αναβίωση του επεκτατικού οθωμανισμού. Την ίδια στιγμή, ο εκσυγχρονισμός, ο εκδυτικισμός, ο εξευρωπαϊσμός (πείτε τον όπως θέλετε) της χώρας, εφαρμόστηκε τόσο κωμικά από τους οπαδούς του ώστε οδήγησε ειδικά τα τελευταία χρόνια από τον έναν καταποντισμό στον άλλο.
Η Ελλάδα μεγάλωσε εδαφικά είναι αλήθεια, αν και χάρη στην ιδιοφυΐα ενός και μόνο προσώπου, του Ελευθέριου Βενιζέλου, που μισήθηκε όσο κανείς, ίσως γιατί δεν συμβιβάστηκε ποτέ με τη μιζέρια του “Ελλάς μικρά αλλά τιμία” που έκτοτε εμπνέει σταθερά τους διαδόχους του. Όμως, ο μείζων Ελληνισμός συρρικνώθηκε σε βαθμό πρωτοφανή. Πρέπει να επιστρέψει κανείς στα προομηρικά χρόνια, στους καιρούς του πρώτου ελληνικού αποικισμού για να βρεθεί εμπρός σε ανάλογη κατάσταση. Και τα χειρότερα είναι μπροστά: αν οι δημογράφοι πέσουν μέσα, τα τωρινά 10.000.000 των Ελλήνων θα γίνουν μόλις πέντε στα τέλη του αιώνα αυτού ή στις αρχές του επομένου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Την ίδια στιγμή οι Τούρκοι θα είναι εκατό και οι Αιγύπτιοι, για να αναφέρω δύο παραδείγματα, διακόσια εκατομμύρια.
Όσο για τη δυναμική πνοή των Ελλήνων του 18ου αιώνα που έφερναν τα γράμματα, τις νέες ιδέες και τον εμπορικό και βιοτεχνικό πλούτο στα απερημωμένα Βαλκάνια, τι απέμεινε άραγε απ’ αυτήν; Μια ανοιχτή χείρα επαίτη. Μια χώρα αποψιλωμένη και δανειοδίαιτη, που εκποιεί μέρα τη μέρα το έχει της για να διατηρήσει όσο γίνεται το “βιοτικό της επίπεδο”. Που οι μισοί λυκειόπαιδές της, σύμφωνα με τις κρατικές υπηρεσίες, είναι λειτουργικά αναλφάβητοι. Που δεν παράγει, δεν επινοεί, δεν κατασκευάζει περίπου τίποτε, αλλά τρώει από τα έτοιμα, εμπορευόμενη το φημισμένο όνομα που της άφησαν οι πρόγονοι και τη φυσική ομορφιά που της χάρισε ο θεός. Μια Ελλάδα που κατάντησε πια μόνο «οικόπεδα, θάλασσα και φρέσκο φεγγάρι», όπως λέει κι ο Νίκος Καρούζος.
Η μετά την επανάσταση εικόνα του παρία
Και ο κατάλογος των δεινών δεν σταματάει εκεί. Υπάρχει άραγε προηγούμενο χώρας που να κατεδαφίζει έτσι εκ θεμελίων την πρωτεύουσά της («μια ωραία πόλις γαλλικού ή ιταλικού τύπου», έτσι την περιέγραφε ο Καβάφης γύρω στα 1900 όταν την πρωτοεπισκέφθηκε…) για να την αντικαταστήσει με το σημερινό Λεκανοπέδιο; Με την πνιγηρή γραφειοκρατία της, την ευνουχιστική αναξιοκρατία, τον φατριασμό της πολιτικής, τον μιμητισμό των ξένων ηθών, η τωρινή Ελλάδα μόνο κατ’ ευφημισμόν ανήκει στις προηγμένες χώρες. Πόσο μακριά είμαστε από την εικόνα του παρία που περιγράφει τόσο καίρια ο Βιζυηνός, του λαού που είναι μαθημένος να περιμένει δύο μόνο πράγματα: «ελεημοσύνη απ’ τη Φραγκιά / κι απ’ την Τουρκιά χαστούκια»;
Θα ρωτήσει ο αναγνώστης: τα βλέπει κανείς όλα αυτά σε μια ανθολογία ποιημάτων; Αυτά, και πολλά περισσότερα, θα απαντήσω. Ο όρος “εθνική ποίηση” είναι εδώ σε μας διαστρεβλωμένος. Τον έχουμε ταυτίσει βολικά με δεκάρικους γυμνασιαρχικούς και πολιτικάντικα διαγγέλματα. Όμως η πραγματική μας εθνική ποίηση, του Σολωμού, του Παλαμά, του Σεφέρη και τόσων άλλων, τα κουσούρια και τις πληγές ποτέ δεν τα απέκρυψε. Το αντίθετο, τα καυτηρίασε με τον πιο έντονο τρόπο, κάποτε μαστιγωτικά. Πάσχισε όχι να κολακεύσει τα πλήθη, αλλά να τα διδάξει, να τα καθοδηγήσει, να τα προσανατολίσει στο αληθές και το αγαθό.
Σε αντίθεση με το λιβάνι που του καίνε οι κόλακες των μπαλκονιών και οι δημεγέρτες, κάθε λαός είναι ικανός για το καλύτερο και για το χειρότερο. «Και για μούντζα ο λαός και για λιβάνι», λέει ο Παλαμάς. Και όταν ξεπέφτει, καθήκον των ηγετών του είναι να του λένε την αλήθεια. Η πραγματική, η “άλλη” εθνική μας ποίηση, όπως την αποκαλώ, επιτέλεσε πάντοτε πιστά αυτό το καθήκον. Ίσως γι’ αυτό δεν τη συναντάμε στα σχολικά και τα πανεπιστημιακά μας εγχειρίδια.
Οι αλήθειες των ποιητών
Αν θέλουμε λοιπόν να έχουμε μια αντιπροσωπευτική εικόνα της πραγματικής Ελλάδας αυτών των δύο αιώνων –υποστηρίζω– στους ποιητές μας πρέπει να προστρέξουμε. Και αν θέλουμε να σκεφτούμε ποτέ σοβαρά το ενδεχόμενο μέλλον της, σ’ αυτούς πρέπει και πάλι να στραφούμε. Διότι το κρίσιμο ερώτημα που θέτουν, και θέτει μαζί τους και η ανθολογία μου, είναι αυτό που θα έπρεπε νυχθημερόν να θέτουν στον εαυτό τους και στο έθνος οι ταγοί μας, πολιτικοί και μη, είναι άλλο.
Είναι βιώσιμο το κρατικό μόρφωμα που γέννησε το 1821; Έχει μέλλον η λέξη “Έλλην” όπως ρωτάει ο Νάνος Βαλαωρίτης; Είμαστε πράγματι οι τελευταίοι που μιλούν ελληνικά όπως φοβόταν ο Γιώργος Σεφέρης ήδη από την δεκαετία του 1960; Μήπως η νεώτερη Ελλάδα δεν ήταν παρά μια «φαντασίωσις νεωτερική», που την «ξεγέννησαν για δοκιμή τρεις ναυαρχίδες», όπως γράφει ο Γιάννης Πατίλης;
Δυστυχώς, και μάλλον αναπόφευκτα, περίπου η παμψηφία των ιθυνόντων της χώρας, αλλά και η μεγάλη πλειονότητα του απλών Ελλήνων όλα αυτά δεν τα βλέπει. Ούτε και θέλει να τα δει. Λειτουργεί ο μηχανισμός της απώθησης που εξαφανίζει από εμπρός μας την πραγματικότητα και στήνει στη θέση της μια ποθεινή. Όταν των επετειακών εορτασμών της χώρας ηγείται η κ. Αγγελοπούλου και η πομπή της, κάθε άλλο σχόλιο νομίζω περιττεύει. Η όψις εδώ είναι ουσία.
Είναι γι’ αυτό που αποκαλώ την ανθολογία μου παράκαιρη. Σε καιρούς ακρισίας, μια δοκιμή αυτογνωσίας δεν μπορεί παρά να είναι παράκαιρη, μια προσπάθεια που πάει αναπόταμα, κόντρα στο ρεύμα. Παράκαιρη δεν θα πει όμως και περιττή, ή εξ ορισμού καταδικασμένη. Τα μονοπάτια της ιστορίας, ιδίως όταν πρόκειται για την ιστορία ενός έθνους τόσο παλιού όσο το ελληνικό, είναι μπερδεμένα και πολύκλωνα. Μόνο τα τολμηρά πόδια ξέρουν να αποφεύγουν παγίδες και κακοτοπιές. Το ερώτημα είναι αν υπάρχουν σήμερα, αν μπορούν θα βρεθούν τέτοια πόδια.
* “1821-2021: Η Ελλάς των Ελλήνων – Δύο αιώνες εθνικά δεινά στον καθρέφτη της ποίησης”. Μια παράκαιρη ανθολογία του Κώστα Κουτσουρέλη, Επιμέλεια-πηγές-γλωσσάρι Θανάσης Γαλανάκης, Έργο εξωφύλλου Χρήστος Μποκόρος, Σχεδιασμός έκδοσης Γιάννης Μαμάης (Gutenberg 2021, σ. 352)