Μικρό διπλωματικό καλάθι για τη συνάντηση Μητσοτάκη-Πούτιν
08/12/2021Η συνάντηση Μητσοτάκη-Πούτιν πραγματοποιείται σε μία ειδική συγκυρία όχι μόνο για τις διμερείς σχέσεις, αλλά και για τις ευρύτερες σχέσεις της Δύσης με τη Ρωσία, που έχουν διολισθήσει σε νεοψυχροπολεμικό κλίμα. Οι ελληνορωσικές σχέσεις ποτέ δεν αποκαταστάθηκαν ουσιαστικά μετά το τραύμα που τους είχε προκαλέσει ο Κοτζιάς το 2018 κι όλα δείχνουν πως δεν θα αποκατασταθούν ούτε τώρα. Προφανώς, αμφότερες οι πλευρές θα προσπαθήσουν να λειάνουν τις γωνίες, αλλά είναι σαφές πως η ετεροβαρής ισορροπία που παραδοσιακά τηρούσε η Ελλάδα έναντι της Δύσης και της Ρωσίας έχει πλέον ανατραπεί.
Δύο είναι οι λόγοι: Ο πρώτος είναι η ένταση που επικρατεί στο ουκρανικό μέτωπο, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η Αθήνα έχει ταυτιστεί με την αντιρωσική γραμμή Ουάσινγκτον-ΝΑΤΟ. Κι αυτό όχι μόνο στη ρητορική, όπως φάνηκε και από την ομιλία του Έλληνα υπουργού Άμυνας στο ΝΑΤΟ, αλλά και με τη νέα ελληνοαμερικανική συμφωνία για την παραχώρηση στις ΗΠΑ πρόσθετων στρατιωτικών διευκολύνσεων, οι οποίες στρέφονται σαφώς εναντίον της Ρωσίας. Διπλωματικές πηγές στην Αθήνα, μάλιστα, θεωρούν πως το τηλεφώνημα του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών προς τον Έλληνα πρωθυπουργό είχε ως κύριο θέμα την επίσκεψη Μητσοτάκη.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η Μόσχα, παρά τις κατά καιρούς τριβές και τις αποκλίσεις συμφερόντων σε επιμέρους μέτωπα (Συρία, Λιβύη, Κριμαία) προσδίδει στρατηγικού χαρακτήρα σημασία στην ειδική σχέση που έχει αναπτύξει με το καθεστώς Ερντογάν. Κι αυτό, επειδή για το Κρεμλίνο μετράει περισσότερο η “μεγάλη εικόνα” από τις επιμέρους τριβές, δηλαδή το ρήγμα που έχει προκληθεί στις σχέσεις Τουρκίας-Δύσης.
Η ελληνική διπλωματία έχει επενδύσει σ’ αυτό το ρήγμα, προσδοκώντας να μετεξελιχθεί σε ρήξη, ώστε η Ελλάδα να αναδειχθεί σε “χώρα πρώτης γραμμής”, δηλαδή σε προπύργιο της Δύσης στην Ανατολική Μεσόγειο. Η προσδοκία αυτή, αν και δεν είναι αβάσιμη, προς το παρόν παραμένει προσδοκία. Είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ δεν θέλουν να χάσουν την Τουρκία και γι’ αυτό αποφεύγουν να τραβήξουν το σκοινί, θεωρώντας ότι τα πράγματα θα αλλάξουν και η Τουρκία θα επιστρέψει στο “δυτικό μαντρί” όταν θα φύγει από την εξουσία ο Ερντογάν.
Προς το παρόν, λοιπόν, η Ελλάδα δίνει πολλά στις ΗΠΑ, χωρίς να παίρνει σοβαρά ανταλλάγματα ούτε στο διπλωματικό επίπεδο, ούτε στο στρατιωτικό-αμυντικό. Και εάν θεωρήσει κάποιος πως η αμερικανική βάση στην Αλεξανδρούπολη είναι παράγοντας αποτροπής τουρκικής επιθετικής ενέργειας στη Θράκη, αυτό προκύπτει ως αποτέλεσμα κι όχι ως αμερικανική παροχή στην Ελλάδα.
Η ετεροβαρής ισορροπία
Όπως προανέφερα η διατήρηση μίας ετεροβαρούς ισορροπίας στις σχέσεις με τη Δύση και τη Ρωσία αποτελούσε παραδοσιακά άτυπο δόγμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Είναι προφανές ότι η Ελλάδα έχει βάλει όλα τα αυγά της στο αμερικανικό καλάθι. Η έστω και έτσι ταύτιση, όμως, με τα αντιρωσικά στερεότυπα που ακόμα κυριαρχούν στο αμερικανικό “βαθύ κράτος” δεν είναι ούτε στρατηγικά φρόνιμη, ούτε εθνικά επωφελής. Στην πραγματικότητα, όλα δείχνουν πως πρόκειται για μία νέα εκδοχή του συνδρόμου της εξάρτησης που έχει μετατραπεί σε δεύτερη φύση όχι μόνο των παραδοσιακών αρχουσών ελίτ στην Ελλάδα, αλλά –όπως αποδείχθηκε στην πράξη– και του ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι γεγονός ότι το δίδυμο Τσίπρας-Κοτζιάς πρόσδεσε την Ελλάδα στο αμερικανικό άρμα κατά τρόπο που δεν έχει προηγούμενο στη μεταπολιτευτική περίοδο. Και η κυβέρνηση Μητσοτάκη προχώρησε ακόμα περισσότερο σ’ αυτήν την κατεύθυνση. Η αλήθεια είναι ότι οι Τσίπρας-Κοτζιάς δεν ξεκίνησαν έτσι, αλλά η επίσκεψή τους στην Ουάσινγκτον το 2017 σηματοδότησε μία ποιοτική διαφοροποίηση.
Είναι ενδεικτικό ότι στα τέλη του 2017 ή αρχές του 2018, η Αθήνα δεν είχε εγκρίνει τα διαπιστευτήρια ενός στελέχους των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών, το οποίο είχε σταλεί ως διπλωμάτης στην εδώ ρωσική πρεσβεία. Ήταν μία ασυνήθης πράξη, που υποχρέωσε τη Μόσχα, ως μετρημένα αντίποινα, να πράξει το ίδιο με Έλληνα που προοριζόταν να αναλάβει ρόλο στην ελληνική πρεσβεία στη Μόσχα. Αν και τότε η υπόθεση είχε εκατέρωθεν γίνει προσπάθεια να παραμείνει στο σκοτάδι για να μην δηλητηριάσει τις διμερείς σχέσεις, ήταν αλάνθαστο σημάδι για τον κατήφορο που αυτές είχαν ήδη πάρει.
Οι απελάσεις το 2018
Κάπως έτσι φθάσαμε στις απελάσεις των Ρώσων διπλωματών το 2018 με αιτία τη Συμφωνία των Πρεσπών. Επρόκειτο για ακραία αντίδραση, έστω κι αν οι εν λόγω Ρώσοι είχαν υπερβεί τα όρια. Οι απελάσεις είχαν προκαλέσει οργή στη Μόσχα, αλλά το Κρεμλίνο απέφυγε να τραβήξει πολύ το σκοινί. Εκτίμησε πως μία υπέρμετρη αντίδραση θα εξωθούσε την Αθήνα πλήρως στην αγκαλιά της Ουάσινγκτον κι ότι έτσι θα έπαιζε το αμερικανικό παιχνίδι. Οι Ρώσοι, λοιπόν, έδειξαν ευθέως ως ηθικό αυτουργό γενικά του νεοψυχροπολεμικού κλίματος και ειδικά των απελάσεων τον Πάιατ. Από την εποχή που υπηρετούσε στην Ουκρανία, άλλωστε, γνωρίζουν από πρώτο χέρι όχι μόνο ότι διαπνέεται από ακραίο αντιρωσισμό, αλλά και ότι χρησιμοποιεί αθέμιτες διπλωματικές μεθόδους.
Υπενθυμίζουμε ότι η Ελλάδα δεν συνηθίζει να κάνει απελάσεις ακόμα και σε περιπτώσεις Τούρκων διπλωματών που στη Θράκη συμπεριφέρονται σαν κράτος εν κράτει. Υπενθυμίζουμε ότι και με την υπόθεση Σκριπάλ, η Ελλάδα είχε αποφύγει να απελάσει Ρώσους διπλωμάτες, όπως είχαν πράξει άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Κι αυτό γιατί παραδοσιακά ακολουθούσε μία πολιτική που δεν ευνοεί την καλλιέργεια νεοψυχροπολεμικού κλίματος.
Είναι αληθές ότι εδώ και χρόνια η Μόσχα επιχειρεί να αποκτήσει ερείσματα και επιρροή στην Ελλάδα. Για τον σκοπό αυτό, μάλιστα, χρησιμοποιεί σαν όχημα την Ορθοδοξία, η οποία είναι κεντρική συνιστώσα της ρωσικής εθνικής ιδεολογίας και ως εκ τούτου οι Ρώσοι παραδοσιακά βλέπουν με ξεχωριστό ενδιαφέρον την Ελλάδα. Το ίδιο και την Κύπρο, στην οποία, λόγω και της παραδοσιακής στάσης τους στο Κυπριακό, έχουν αποκτήσει και επιρροή και ισχυρά ερείσματα.
Ρωσική διείσδυση
Σύμφωνα με πληροφορίες, η αμερικανική πρεσβεία βομβαρδίζει τις ελληνικές μυστικές υπηρεσίες, ειδικά τα τελευταία χρόνια επί Πάιατ, με πληροφορίες για ρωσικές δραστηριότητες. Ουσιαστικά, προσπαθούσαν να καλλιεργήσουν κλίμα επικίνδυνης ρωσικής διείσδυσης και κατ’ επέκτασιν να εξωθήσουν την Αθήνα στη λήψη μέτρων. Οι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις, ωστόσο, απέφευγαν σπασμωδικές αντιδράσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να θέσουν σε δοκιμασία τις διμερείς σχέσεις.
Ακόμα κι όταν Ρώσοι “διπλωμάτες” υπερέβαιναν τα όρια, γίνονταν διακριτικές συστάσεις, οι οποίες κατά κανόνα έφερναν αποτέλεσμα. Είναι κοινός τόπος, άλλωστε, ότι πολύ περισσότερο από Ρώσους είναι στελέχη των αμερικανικών, γερμανικών και άλλων δυτικών μυστικών υπηρεσιών που αντιμετωπίζουν την Ελλάδα σαν ξέφραγο αμπέλι, υπερβαίνοντας κατά προκλητικό τρόπο το πλαίσιο που υπαγορεύει η διπλωματική ιδιότητά τους.
Αυτό ισχύει όχι μόνο στο επίπεδο της συλλογής πληροφοριών, αλλά και στο επίπεδο διείσδυσης σ’ όλο το φάσμα των μηχανισμών που ασκούν εξουσία και επιρροή (κεντρικό κράτος, Τοπική Αυτοδιοίκηση, Εκκλησία, επιχειρηματική ελίτ, συνδικάτα, Μίντια, πανεπιστήμια, ΜΚΟ κλπ). Η ειδοποιός διαφορά είναι ότι π.χ. οι αμερικανικές και γερμανικές δραστηριότητες αντιμετωπίζονται με υπερβάλλουσα ανοχή, με το πρόσχημα της συμμαχικής σχέσης, ενώ οι αντίστοιχες ρωσικές με αυστηρότητα, επειδή θεωρούνται εχθρικές.
Οι ΥΠΕΞ και η συνάντηση Μητσοτάκη-Πούτιν
Λίγους μήνες μετά την ανάληψη του χαρτοφυλακίου των Εξωτερικών, ο Δένδιας επισκέφθηκε τη Ρωσία (6 Νοεμβρίου 2019) με σκοπό κατά το δυνατόν να γεφυρώσει το ρήγμα που είχε προκαλέσει ο Κοτζιάς στις διμερείς σχέσεις. Πράγματι, ο πάγος έσπασε, αλλά ούτε η Μόσχα ούτε η Αθήνα προέβησαν στη συνέχεια σε κινήσεις για να αναθερμάνουν το κλίμα. Μία δεύτερη ευκαιρία δόθηκε με την επίσκεψη Λαβρόφ στην Αθήνα, η οποία αντανακλούσε την επιθυμία του Κρεμλίνου να μην εγκαταλείψει τελείως το “ελληνικό χαρτί”, δεδομένου ότι διατηρεί ισχυρές επιφυλάξεις για την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της ειδικής σχέσης που έχει αναπτύξει με την Άγκυρα. Αυτός, λοιπόν, ήταν ο σκοπός της επίσκεψης Λαβρόφ το 2020.
Η ταύτιση της Αθήνας με την Ουάσιγκτον και η υπαναχώρηση του Μητσοτάκη από την αρχική απόφασή του να συμμετάσχει στους εορτασμούς στη Μόσχα για την 75η επέτειο από τη νίκη των Συμμάχων στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενόχλησαν το Κρεμλίνο, αλλά και πάλι παρέμεινε στην ίδια γραμμή της ετεροβαρούς ισορροπίας του με Τουρκία και Ελλάδα. Η Μόσχα γνωρίζει επακριβώς τι συμβαίνει και στην κυπριακή ΑΟΖ και στο μέτωπο Ελλάδας-Τουρκίας, αλλά δεν πρόκειται, βεβαίως, να μιλήσει τη γλώσσα του διεθνούς δικαίου.
Ως μεγάλη δύναμη υιοθετεί πολιτική, που να εξυπηρετεί τα συμφέροντά της. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό σημαίνει ότι δεν υπήρχε περίπτωση να καταδικάσει τη στάση της Τουρκίας, όπως τήρησε και άθλια στάση στο ζήτημα της Αγίας Σοφίας. Από την άλλη πλευρά, όμως, αναγνώρισε ρητά το δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια, έστω κι αν ο Λαβρόφ “νέρωσε” κάπως τη ρωσική θέση. Όπως η επίσκεψη Λαβρόφ, έτσι και η τωρινή συνάντηση Μητσοτάκη-Πούτιν υπηρετεί την ρωσική πρόθεση να στείλει ένα έμμεσο μήνυμα στην Άγκυρα. Οφείλεται, επίσης, και το γεγονός ότι η Ρωσία χάνει έδαφος στα Βαλκάνια.