Μακεδονική φάλαγγα: Οι “διαδοχοί” της σε Βυζάντιο και Ευρώπη
09/12/2021Η επανεισαγωγή της σάρισσας στο ελληνικό οπλοστάσιο στα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα από τον Φίλιππο –κατ’ άλλους από τους Επαμεινώνδα και Πελοπίδα– διαφοροποίησε σε εκπληκτικό βαθμό τον έως τότε τρόπον περί του μάχεσθαι που ίσχυε στην Ελλάδα. Τα μακρά δόρατα των Ελλήνων Μακεδόνων, απευθείας απόγονοι των μυκηναϊκών εγχών, καθιστούσαν την νέου τύπου φάλαγγα ακατάβλητη. Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση και των ελληνιστικών κρατών, η Μακεδονική φάλλαγα ξεχάστηκε.
Η χρήση της όμως επανεισήχθη στο Βυζάντιο. Οι Βυζαντινοί σκουτάτοι –βαριά οπλισμένοι πεζοί– έφεραν μακρύτατα δόρατα μήκους 3,5-4 μέτρων και τάσσονταν για μάχη όπως και οι Μακεδόνες. Τον 10ο αιώνα μ.Χ. επανεισήχθει σε χρήση, από τους στρατηγούς αυτοκράτορες της Μακεδονικής δυναστείας, και η πειραματική μικτή φάλαγγα δορυφόρων-σαρισσοφόρων και τοξοτών, που είχε σκεφθεί να χρησιμοποιήσει ο Μέγας Αλέξανδρος, εμπνεόμενος όμως από το “ευαγγέλιο” του, την Ιλιάδα.
Στην Ιλιάδα ο Όμηρος παρουσιάζει τακτικά τμήματα βαρέως πεζικού να υποστηρίζονται από “πυρά” ελαφρών πεζών. Από εκεί ορμώμενοι οι ανατολίτες ανέπτυξαν τους τύπου σπαραμπάρα σχηματισμούς. Από εκεί ορμώμενος και ο Αλέξανδρος σκέφθηκε τη δημιουργία της πειραματικής φάλαγγας. Κάθε σύνταγμα 256 ανδρών της πειραματικής φάλαγγας του Αλεξάνδρου, τασσόταν σε βάθος 16 ζυγών, εκ των οποίων οι άνδρες των τριών πρώτων ήταν οπλισμένοι με σάρισσες, οι άνδρες των επομένων με τόξα και αυτοί του τελευταίου πάλι με σάρισσες.
Επρόκειτο για έναν σχηματισμό που η φιλοσοφία ανάπτυξης του έγκειτο στη μίξη εκηβόλων και αγχεμάχων όπλων. Ένας τέτοιος σχηματισμός ήταν ουσιαστικά ακατάβλητος από επιθέσεις ιππικού, όχι όμως και πεζικού. Μετά τον θάνατο του εμπνευστή της η πειραματική φάλαγγα δεν ξεχάστηκε. Και ο Αλέξανδρος δεν την χρησιμοποίησε ποτέ σε μάχη, οι Βυζαντινοί όμως την χρησιμοποίησαν, κατά κόρον μάλιστα ιδίως στο διάστημα από τον 9ο ως τον 11ο αιώνα μ.Χ.
Η Μακεδονική φάλλαγα στην Ευρώπη
Στη δυτική Ευρώπη όμως, οι σχηματισμοί σαρισσοφόρων επανήλθαν στα πεδία μαχών από τον 13ο αιώνα μ.Χ. για να αποτελέσουν το αντίδοτο στο βαρύ ιππικό των ιπποτών. Δύο αιώνες αργότερα επανήλθε σε χρήση και η πειραματική φάλαγγα του Αλεξάνδρου, προσαρμοσμένη φυσικά στα δεδομένα του 15ου αιώνα. Πρώτος ο δούκας Κάρολος ο Τολμηρός της Βουργουνδίας χρησιμοποίησε μικτά τμήματα σαρισσοφόρων και τοξοτών, κατά τους πολέμους ενάντια στους Ελβετούς.
Το σκεπτικό του Καρόλου ήταν απλό. Οι φάλαγγες των σαρίσσοφόρων ήταν μεν ανίκητες από το βαρύ ιππικό, τους ιππότες, αλλά μπορούσαν να του προκαλέσουν απώλειες μόνο όταν αυτό έκανε το λάθος να τους επιτεθεί. Συνεπώς έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος ώστε η φάλαγγα των πεζών να είναι σε θέση να προκαλεί απώλειες στο ιππικό εκ του μακρόθεν, προκαλώντας παράλληλα να της επιτεθεί και κατ’ επέκταση να κατατριβεί.
Η παλαιά λοιπόν ιδέα του Αλεξάνδρου αναβίωσε, μόνο που τώρα οι τοξότες του Καρόλου, αντί του σύνθετου τόξου, ήσαν οπλισμένοι με το τρομερό μακρύ τόξο (δραστικό βεληνεκές 400 μέτρα. Στα 100 μέτρα μπορούσε να διαπεράσει πανοπλία ιππότη). Πραγματικά οι βουργουνδικές μεικτές φάλαγγες σαρισσοφόρων και τοξοτών, επικράτησαν με άνεση των Γάλλων ιπποτών. Συντρίφτηκαν όμως από τους Ελβετούς σαρισσοφόρους και λογχοδρεπανηφόρους.
Η επανάσταση πάντως ήρθε από τον διάσημο Ισπανό στρατηγό ντε Κόρντοβα, ο οποίος το 1502 επινόησε τον σχηματισμό της κολουνέλας –κολόνα, φάλαγγα. Ο σχηματισμός αυτός αποτελούσε ακριβές αντίγραφο της πειραματικής φάλαγγος του Αλεξάνδρου, σε συνδιασμό με τη ρωμαϊκή λεγεώνα. Η μόνη διαφορά ήταν πως τώρα τους σαρισσοφόρους και τους ξιφομάχους υποστήριζαν με τα βλήματα τους αρκεβουζιοφόροι. Κάθε κολουνέλα διέθετε ένα οργανικό τμήμα ξιφομάχων, ανάλογο με τα αντίστοιχα των ρωμαϊκών λεγεώνων. Ο σχηματισμός της κολουνέλας αποτέλεσε το απαύγασμα των ιστορικών γνώσεων του ντ’Κόρντοβα.
Ο σχηματισμός Τέρθιο
Κορμός του σχηματισμού ήταν οι σαρισσοφόροι, οι οποίοι τάσσονταν σε πυκνή φάλαγγα βάθους 24 συνήθως ζυγών. Γύρω τους τάσσονταν οι αρκεβουζιοφόροι, ώστε να υποστηρίζουν με τα πυρά τους τους σαρισσοφόρους, αλλά και να υποστηρίζονται με τη σειρά τους και αυτοί από εκείνους σε περίπτωση εφόδου ιππικού. Βαρύτερα θωρακισμένοι ξιφομάχοι τάσσονταν πίσω από τους σαρισσοφόρους, ως εφεδρεία.
Σε περίπτωση εμπλοκής των φιλίων σαρισσοφόρων με αντίστοιχο εχθρικό τμήμα, οι ξιφομάχοι εφορμούσαν κατά του εμπλεγμένου εχθρού, τον πλαγιοκοπούσαν και τον κατέκοπταν. Στα μέσα του 16ου αιώνος όμως η κολουνέλα ως σχηματισμός ξεπεράστηκε και έδωσε τη θέση της στο περίφημο τέρθιο. Το τέρθιο ήταν ένας συμπαγής σχηματισμός ανδρών –2.000 ως 3.000 αρχικά– οι οποίοι τάσσονταν σε μεγάλο βάθος, ως 50 ζυγούς.
Οι άνδρες ήταν εξοπλισμένοι με σάρισσες και αρκεβούζια (μουσκέτα αργότερα) σε αναλογία 1:1 ως 2:1περίπου. Τον 17ο αιώναη δύναμη, κάθε τέρθιο, περιορίστηκε στους 1.500 άνδρες, ταυτιζόμενη ακόμα και στο σημείο αυτό με τις τάξεις των πεζεταίρων του Αλεξάνδρου. Η φιλοσοφία λειτουργίας ενός τέρθιου σε τίποτα δεν διέφερε από την αντίστοιχη όχι μόνο της πειραματικής φάλαγγας του Αλεξάνδρου, αλλά και των κοινών οπλιτικών και μακεδονικών φαλαγγών, των υποστηριζομένων από τμήματα ψιλών.
Η μόνη διαφορά έγκειτο στο ότι στους αρχαιοελληνικούς σχηματισμούς τα τμήματα ψιλών – εκηβολιστών– δεν ήταν οργανικά των τμημάτων του βαρέως πεζικού, αλλά διατίθεντο κατά περίπτωση σε αυτό. Συμπαγείς σχηματισμούς σαρισσοφόρων χρησιμοποιούσαν και οι περίφημοι Γερμανοί Λάνσκχνετς και Ελβετοί, οι οποίοι θεωρούντο οι καλύτεροι της Ευρώπης.