Μίνι πόλεμος υπό διεθνή εποπτεία – Το ανομολόγητο σενάριο
15/12/2021Μπορεί η Αθήνα παραδοσιακά να είχε στηρίξει και να στηρίζει ακόμα πολλές ελπίδες στην ΕΕ αναφορικά με τις τουρκικές προκλητικές ενέργειες σε βάρος και ελληνικών και κυπριακών κυριαρχικών δικαιωμάτων, αλλά το πρακτικό αποτέλεσμα ήταν τουλάχιστον μέχρι τώρα απογοητευτικό, παρ’ ότι δύο κράτη-μέλη ουσιαστικά δέχονται επίθεση. Το έργο επαναλαμβάνεται σχεδόν σε κάθε σύνοδο.
Γίνεται μια κάποια συζήτηση, ομόφωνα οι εταίροι εκφράζουν την αλληλεγγύη και την συμπάθειά τους, ακούγονται κάποιες αόριστες ιδέες για μέτρα –μετά βίας θα τα ονόμαζε κανείς κυρώσεις– και κατόπιν, στις δηλώσεις που ακολουθούν τονίζεται η ανάγκη διαλόγου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας για τις διαφορές τους γενικώς και τα “διαφιλονικούμενα” ύδατα της Ανατολικής Μεσογείου ειδικώς. Με λίγα λόγια τα συνηθισμένα.
Εκείνο που, αν και τείνει να γίνει συνηθισμένο, δεν παύει να είναι ενοχλητικό, είναι το ότι, ενώ ο υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου συνήθως εκφράζει την απογοήτευσή του για το αποτέλεσμα, ο κ. Δένδιας συνήθως δηλώνει την ικανοποίησή του για το ίδιο αποτέλεσμα. Μόνο όταν η τουρκική δραστηριότητα πλήττει τα ελληνικά συμφέροντα, ο κ. Δένδιας υψώνει τους τόνους, μιλώντας για “απόλυτη αναγκαιότητα” κυρώσεων.
Επίμονα, μετά από κάθε έκφραση αλληλεγγύης και συμπάθειας, οι σύμμαχοι, εταίροι και επιθυμητοί “προστάτες” της χώρας μας συνιστούν “να τα βρούμε” με την Τουρκία, να αποκλιμακώσουμε και να πάμε σε συζητήσεις με ασαφές πλαίσιο. Τόσο ασαφές που παραπέμπει στο καθολικό πλαίσιο διαπραγμάτευσης που επιθυμεί η Τουρκία, αρχίζοντας από τα σύνορα και τον “ατυχή” καθορισμό τους στα 1923 και στα 1947.
Μίνι πόλεμος υπό διεθνή εποπτεία
Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο οι ενθουσιασμοί και οι επίσημες εκφράσεις ικανοποίησης από την ελληνική πλευρά απλά ανοίγουν το επόμενο κεφάλαιο του δράματος, φέρνοντας πιο κοντά ή τη συνθηκολόγηση, ή τον πόλεμο, ως μέσο για να πλασαριστεί στον ελληνικό λαό η συνθηκολόγηση. Χωρίς να θέλουμε να γίνουμε μάντεις κακών, θα μπορούσαμε ίσως να υποθέσουμε ότι μπροστά στους τοίχους του αδιεξόδου που περικλείουν πλέον ασφυκτικά την ελληνική πολιτική, θα ήταν ίσως για τις ελληνικές πολιτικές ελίτ και την άρχουσα τάξη καλοδεχούμενη διέξοδος ένας “υπό διεθνή εποπτεία” μίνι πόλεμος. Μετά από αυτόν θα μπορούσε να διαπραγματευθεί ελεύθερα πολύ περισσότερα πράγματα απ’ όσα θα μπορούσε πριν από αυτόν.
Σε άλλες συνθήκες θα ήταν περιττό να υπενθυμίσουμε το προφανές και αυτονόητο. Το τι θα μπορούσε δηλαδή να διεκδικήσει η Ελλάδα στο διπλωματικό πεδίο και τι όπλα διαθέτει στο πεδίο αυτό. Στις παρούσες συνθήκες, όπου η ελληνική πλευρά (πρωθυπουργός, υπουργός Εξωτερικών και σύμπασα η πολιτική ηγεσία) περιφέρεται ως ικέτης έχει νόημα να παραθέσουμε το τι θα μπορούσε να είναι εθνική πολιτική απέναντι σε συμμάχους και εταίρους. Ας ανθολογήσουμε:
- Η ελληνική πλευρά θα μπορούσε να καταστήσει σαφές ότι το καθεστώς διευκολύνσεων και παραχωρήσεων προς το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ θα βρεθεί υπό αίρεση εάν η Συμμαχία και η μεγάλη “ηγέτιδα δύναμη” δεν εκπληρώσουν την πολιτική και –αν θέλετε– ηθική ευθύνη προς την Ελλάδα. Εάν δηλαδή την αφήσουν έρμαιο στις επιβουλές του άλλου “συμμάχου”.
- Η ελληνική πλευρά θα μπορούσε να καταστήσει σαφές ότι σε περίπτωση απώλειας κυριαρχικών δικαιωμάτων ή επικράτειας, η Ελλάδα θα επανεξετάσει τις σχέσεις της με συμμάχους, συμμαχίες και εταίρους που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να της εξασφαλίσουν το απαραίτητο: την ασφάλειά της.
- Η ελληνική πλευρά θα μπορούσε να καταστήσει σαφές ότι σε περίπτωση που οι σύμμαχοι και εταίροι δεν σεβαστούν το γράμμα και το πνεύμα των συμφωνιών και δεν τιμήσουν τις υποχρεώσεις τους προς την Ελλάδα –όπως η Ελλάδα έχει τιμήσει όλες τις υποχρεώσεις στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ– τότε η Ελλάδα θα στραφεί προς άλλες κατευθύνσεις για να αποκτήσει τα διπλωματικά και συμμαχικά ερείσματα που έχει ανάγκη ως κράτος δεχόμενο επίθεση.
Η Δύση έχει ανάγκη την Ελλάδα
Και επειδή το σύνδρομο του ικέτη έχει έτοιμες τις “απαντήσεις” στα παραπάνω αυτονόητα και επειδή το πολιτικό σύστημα θα σκίσει τα ιμάτιά του, λέγοντας ότι η χώρα θα απομονωθεί, θα γίνει αντιπαθής, θα θυμώσει τους ισχυρούς, θα υποφέρει και τα τοιαύτα, ας συμπληρώσουμε λίγο ως προς το ποιος έχει ανάγκη ποιον. Όλο αυτό το σύμπλεγμα συμμαχιών και ενώσεων που συνοπτικά ονομάζουμε Δυτικό Κόσμο, ετοιμάζει πόλεμο (ανοικτό, υβριδικό ή έρποντα) απέναντι στη Ρωσία και την Κίνα. Οι σχετικές επιχειρήσεις είναι ήδη σε εξέλιξη. Σε αυτό το πλαίσιο τυχόν δραματικές αλλαγές και αναστατώσεις στην στρατηγική “νοτιο-ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ” έχουν κρίσιμη σημασία. Η περιοχή φλέγεται ήδη. Και επειδή φλέγεται, είναι κάτι περισσότερο από απαραίτητο η Ελλάδα να “ανήκει σταθερά στη Δύση”. Εάν αυτό έμπαινε στην ζυγαριά;
Δευτερευόντως, το στρατηγικό προπύργιο της Δύσης στην στρατηγικότατη Μέση Ανατολή, το Ισραήλ, έχει έναν και μοναδικό σταθερό και αξιόπιστο ομφάλιο λώρο, ο οποίος περνά απαραίτητα από την Ελλάδα. Θα έθετε κανείς αυτήν την πραγματικότητα σε κίνδυνο; Θα άφηνε την τύχη του Ισραήλ των δέκα εκατομμυρίων στη διάθεση δυο μουσουλμανικών χωρών-γιγάντων, της Τουρκίας των ενενήντα εκατομμυρίων και της Αιγύπτου των εκατό εκατομμυρίων;
Αλλά ο ικέτης είναι ικέτης επειδή έχει αποποιηθεί, έχει αρνηθεί και τα όπλα του και τις δυνατότητές του. Έχει αφεθεί στη διάθεση αυτών που ο ίδιος θεωρεί ισχυρούς. Οι τελευταίοι το γνωρίζουν, όπως γνωρίζουν, επίσης, ότι η μόνη συμπεριφορά απέναντι σε έναν ικέτη, περιλαμβάνει ταπεινώσεις και κλωτσιές. Έτσι χωρίς λόγο. Μόνο και μόνο για να μην του περάσει του ικέτη η ιδέα ότι δεν του αξίζει να είναι ικέτης. Ούτε στον λαό μας, ούτε στην ιστορία μας, αλλά –θα πρόσθετα– ούτε σε αυτούς τους περιοδεύοντες θιάσους που παριστάνουν την “εθνική ηγεσία” των Ελλήνων, αξίζει μια τέτοια ταπείνωση.