Ο Ιουστινιανός και η Στάση του Νίκα – Η αιματηρή καταστολή
13/12/2021Οι δύο φατρίες, δήμοι σύμφωνα με την ορολογία της εποχής, οι Πράσινοι και οι Βένετοι (=γαλάζιοι), που προκάλεσαν, το 532 μ.Χ. τη διαβόητη Στάση του Νίκα, σχεδόν πολεμούσαν ανοικτά μεταξύ τους, προσπαθώντας οι μεν να καταστρέψουν τους δε. Τα κίνητρα αυτής της διαμάχης ήταν κοινωνικοοικονομικά, αλλά και θρησκευτικά.
Οι Βένετοι ήταν ορθόδοξοι, σε αντίθεση με τους Πράσινους που ήσαν κυρίως μονοφυσίτες. Οι Βένετοι επίσης αποτελούσαν την μεσαία τάξη της εποχής, θα λέγαμε, μέλη των οποίων ήσαν γενικώς εύπορα, ή τουλάχιστον δεν ήσαν άπορα. Αντίθετα η φατρία των Πρασίνων συγκέντρωνε στις τάξεις της τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, τους απόρους.
Οι αυτοκράτορες συνήθως προσπαθούσαν να τηρούν τις ισορροπίες ανάμεσα στις δύο παρατάξεις. Την πολιτική των ισορροπιών όμως ανέτρεψε ο αυτοκράτορας Αναστάσιος, ο οποίος ως συμπαθών τους μονοφυσίτες στήριξε τους Πράσινους κατά των Βένετων. Όταν ο Ιουστινιανός ανέβηκε στον θρόνο η κατάσταση μεταβλήθηκε. Φανατικός ορθόδοξος ο ίδιος, δεν δίστασε να επιτρέψει στους Βένετους να πάρουν την εκδίκηση τους από τους αντιπάλους τους με πολύ αίμα. Σιγά-σιγά η κατάσταση στην Κωνσταντινούπολη ξέφυγε από κάθε έλεγχο.
Η αφορμή
Όλα ξεκίνησαν ένα βράδυ του 532 μ.Χ. Ένας γέρος ευγενής, ο Ιπποβάτης, είχε δημιουργήσει πολλά χρέη. Οι δανειστές του, οι οποίοι συμπτωματικά ανήκαν στη φατρία των Πρασίνων, τον πίεζαν να τους επιστρέψει τα χρήματα που χρωστούσε. Αυτός, αντί άλλης απαντήσεως ζήτησε τη βοήθεια του επικεφαλής, του δημάρχου όπως λεγόταν, της φατρίας των Βένετων ο οποίος ήταν παλαιός του φίλος. Ο τελευταίος έστειλε πράγματι, ως φρουρά στον Ιπποβάτη μερικούς άνδρες της φατρίας.
Έτσι όταν οι Πράσινοι δανειστές έφτασαν στο σπίτι του Ιπποβάτη, μαζί με ενόπλους οπαδούς τους, οι Βένετοι φρουροί τους επιτέθηκαν και ακολούθησε άγρια συμπλοκή που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο δύο ανδρών και τον τραυματισμό περισσοτέρων. Ο Ιωάννης Καππαδόκης, ο υπουργός του Ιουστινιανού, όταν έμαθε τα περί της συμπλοκής έστειλε ένα στρατιωτικό απόσπασμα στον τόπο της σύγκρουσης και συνέλαβε τους πρωταιτίους. Οι επτά συλληφθέντες, Πράσινοι και Βένετοι μαζί, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο.
Τότε συνέβη το απίστευτο. Ο δήμαρχος των Βένετων ζήτησε συνάντηση με τον δήμαρχο των Πρασίνων, προτείνοντας την ανάληψη κοινής ενέργειας απελευθέρωσης των συλληφθέντων. Οι δύο δήμαρχοι συμφώνησαν, αλλά αποφάσισαν να μην ενεργήσουν πριν την 13η Ιανουαρίου, ημέρα διεξαγωγής των ιπποδρομιών, οπότε ο αυτοκράτορας θα ερχόταν στον ιππόδρομο. Εκεί θα ζητούσαν από τον Ιουστινιανό να απελευθερώσει τους κρατουμένους και να καθαιρέσει τον Ιωάννη Καππαδόκη.
Πραγματικά έτσι έγινε και σε όλη τη διάρκεια της ημέρας οι εκπρόσωποι των φατριών ζητούσαν επιμόνως από τον Ιουστινιανό την ικανοποίηση των αιτημάτων τους. Ο αυτοκράτορας όμως δεν έδωσε σημασία στις αιτήσεις τους. Έτσι το ίδιο βράδυ ένοπλοι των δύο φατριών, φωνάζοντας “Νίκα”, επιτέθηκαν στο κτίριο των φυλακών, απελευθέρωσαν τους κρατουμένους και έκαψαν ζωντανούς όσους από τους φρουρούς προσπάθησαν να αντιδράσουν.
Η εξέγερση ξεσπά
Την επομένη ο οργισμένος όχλος περικύκλωσε τα ανάκτορα ζητώντας τώρα και την αποπομπή του Τριβωνιανού, νομικού συμβούλου του Ιουστινιανού και του έπαρχου της Πόλης. Ο Ιουστινιανός δεν τόλμησε να δώσει απάντηση, ενώ ο όχλος, βλέποντας ότι η φρουρά επίσης δεν τολμούσε να επέμβει, αποθρασύνθηκε και άρχισε να πυρπολεί ότι έβρισκε στον δρόμο του. Όλα τα καταστήματα στους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους της Πόλης έγιναν στάχτη και όποιος δυστυχής επιχειρούσε να υπερασπιστεί την περιουσία του σφαγιάζονταν ανηλεώς. Ακολούθησε ένα όργιο λεηλασίας και καταστροφής.
Στις 15 Ιανουαρίου ο αυτοκράτορας απέστειλε εκπροσώπους του, κυρίως κληρικούς, στους στασιαστές ζητώντας τους να πάψουν τις καταστροφές. Οι αντιπρόσωποι όμως δέχθηκαν την επίθεση του εξαγριωμένου πλήθους και σώθηκαν, χάρη στην θαρραλέα επέμβαση του στρατηγού Βελισάριου, ο οποίος με 40 μόλις στρατιώτες όρμησε στο πλήθος, το ανέτρεψε και τους οδήγησε με ασφάλεια στα ανάκτορα.
Την επομένη, 16η Ιανουαρίου, ο Ιουστινιανός έστειλε ένα κήρυκα ο οποίος ενημέρωσε τους στασιαστές ότι τα αιτήματα τους έγιναν δεκτά και τόσο ο Καππαδόκης, όσο και ο Τριβωνιανός, είχαν απομακρυνθεί από τη διοίκηση. Παρόλα αυτά το πλήθος δεν ησύχασε. Τελικά την 18η Ιανουαρίου ο Ιουστινιανός αποφάσισε να μεταβεί αυτοπροσώπως στον ιππόδρομο και να μιλήσει με στο πλήθος.
Διασχίζοντας ένα προστεγασμένο διάδρομο, ο οποίος οδηγούσε απευθείας από τα ανάκτορα στον ιππόδρομο, ο Ιουστινιανός έφτασε στο βασιλικό θεωρείο κρατώντας το Ευαγγέλιο στα χέρια και προσπάθησε να κατευνάσει την οργή του πλήθους. Μάταιος κόπος. Μια βροχή από πέτρες και ξύλα υποδέχθηκαν τον αυτοκράτορα, ο οποίος υποχρεώθηκε να τραπεί σε φυγή για να γλιτώσει τη ζωή του. Τότε οι στασιαστές ανακήρυξαν με τη βία αυτοκράτορα τον ανεψιό του Αναστασίου, Υπάτιο.
Αντεπίθεση
Μετά την αποτυχία της προσπάθειας κατευνασμού, ο Ιουστινιανός ήταν απελπισμένος. Αποφάσισε μάλιστα να εγκαταλείψει κρυφά την Κωνσταντινούπολη. Δύο πρόσωπα αντέδρασαν στην απόφαση του αυτή ο Βελισάριος και η Θεοδώρα. Η αυτοκράτειρα επενέβη δυναμικά και είπε στον τρομοκρατημένο Ιουστινιανό την περίφημη φράση: «Καλόν εντάφιον η βασιλεία». Την άποψη της συμμερίστηκε και ο Βελισάριος.
Ο στρατηγός είπε στον αυτοκράτορα ότι δεν χρειαζόταν μεγάλο πλήθος στρατιωτών για να επικρατήσει του όχλου. Ο ίδιος τους είχε πολεμήσει και νικήσει με 40 μόλις στρατιώτες λίγες μέρες πριν. Με την γνώμη του Βελισάριου τάχθηκε και ο στρατηγός Μούνδος, διοικητής των στρατευμάτων του Ιλλυρικού, ο οποίος έτυχε να βρίσκεται στην Πόλη.
Οι δύο στρατηγοί δεν είχαν στη διάθεση τους περισσότερους από 400 άνδρες, επίλεκτους βουκελάριους και μερικούς Γερμανούς μισθοφόρους. Ο Βελισάριος ανέλαβε τη διοίκηση. Διέταξε τον Μούνδο να κινηθεί με τους μισούς στρατιώτες προς τον ιππόδρομο, μέσω του προστεγασμένου διαδρόμου.
Ο Βελισάριος και οι άνδρες του κινήθηκαν πεζή, με τους μανδύες τους βρεγμένους και τυλιγμένους γύρω από τα πρόσωπα τους, για να προστατευτούν από τις φλόγες και τους καπνούς και έφτασαν τελικά στην κύρια πύλη του ιπποδρόμου. Ο Μούνδος και οι άνδρες του είχαν επίσης πάρει θέσεις στην άλλη άκρη του ιπποδρόμου.
Η σφαγή
Ο Βελισάριος κινήθηκε προσεκτικά εντός του ιπποδρόμου με το σπαθί στο χέρι και διέταξε τους άνδρες του να επιτεθούν. Ο όχλος παραμέρισε έντρομος. Δεν διέθετε ούτε την ψυχραιμία, ούτε τον οπλισμό για να αντιμετωπίσει τακτικά στρατεύματα. Την ώρα που οι 200 άνδρες του Βελισάριου άρχισαν να κατασφάζουν τους στασιαστές, επιτέθηκαν από την άλλη πλευρά εναντίον τους και οι 200 στρατιώτες του Μούνδου.
Ο φόβος του πλήθους μετατράπηκε τότε σε πανικό. Αδυνατώντας να αντιληφθούν ότι υπερείχαν αριθμητικά των στρατιωτών σε αναλογία 40:1 οι στασιαστές είχαν μετατραπεί σε μια ανίκανη να κινηθεί, ολοφυρόμενη μάζα. Μέσα στον πανικό πολλοί Βένετοι βρήκαν το κουράγιο να αλλάξουν στρατόπεδο και άρχισαν με τη σειρά τους να πολεμούν με τους Πράσινους, υποβοηθώντας το έργο των στρατιωτών. Ήταν Βένετοι αυτοί που σκότωσαν τον δήμαρχο των Πρασίνων και συνέλαβαν και παρέδωσαν τον Υπάτιο στους άνδρες του Βελισάριου.
Ύστερα από σύντομη και άγρια συμπλοκή, ο Βελισάριος διέταξε τους άνδρες του και αυτούς του Μούνδο να αποσυρθούν από τη σφαγή. Παρέμειναν θεατές της άγριας μάχης μεταξύ Βένετων και Πράσινων. Όταν μερικές ώρες αργότερα σταμάτησαν οι σφαγές και αποκαταστάθηκε η τάξη έγινε και ο θλιβερός απολογισμός. Περισσότεροι από 35.000 άνθρωποι είχαν σκοτωθεί στην τελική φάση της εξέγερσης.