Σωσίβιο στην Ευρώπη αναζητά ο Ερντογάν
30/08/2018Την ώρα που η Άγκυρα ανεβάζει τους τόνους στον Μακρόν για την επίθεσή του στον Ερντογάν, ο Τσαβούσογλου ανοίγει παράθυρα με την ΕΕ, δηλώνοντας ότι η Τουρκία θα θέσει ως προτεραιότητα τις μεταρρυθμίσεις που συνδέονται με την ενταξιακή πορεία της. Εντωμεταξύ η λίρα εξακολουθεί την κατρακύλα και οι Αμερικανοί σφίγγουν και άλλο τον κλοιό στην τουρκική οικονομία.
Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών επανέλαβε σήμερα ότι η Άγκυρα επιμένει στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της, προσθέτοντας μάλιστα ότι αναμένει αποτελέσματα το επόμενο διάστημα, όπως η απελευθέρωση της βίζας. Ο ίδιος επισήμανε ότι η Τουρκία θα τρέξει με μεγαλύτερη ταχύτητα τις πολιτικές μεταρρυθμίσεων, επικεντρώνοντας στην δικαιοσύνη, τις ελευθερίες και τα θεμελιώδη δικαιώματα. Τόνισε τέλος ότι πρέπει να ξαναρχίσουν οι συνομιλίες για την τελωνειακή ένωση με ΕΕ, αν και όπως σημείωσε δεν περιμένει να ανοίξουν νέα κεφάλαια στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις κατά την διάρκεια της αυστριακής προεδρίας.
Είναι η δεύτερη φορά μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο που ο Τσαβούσογλου επιχειρεί ανοίγματα προς την Ευρώπη. Το έκανε και την Τρίτη από την Λιθουανία, δηλώνοντας ότι «δεν υπάρχει καμία αμφιβολία» πως η Τουρκία θα συνεχίσει να είναι μέλος του ΝΑΤΟ και «θα επιδιώξει να ενταχθεί στην ΕΕ».
Σημειώνεται ότι στα τέλη Ιουνίου, με αφορμή την ανακοίνωση του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία διαπίστωνε απομάκρυνση της Τουρκίας από την ΕΕ και αδιέξοδο στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις, η Άγκυρα επιτέθηκε σκληρά στις Βρυξέλλες, κάνοντας λόγο για άδικη αντιμετώπιση. Από τότε ωστόσο έχουν αλλάξει πολλά.
Ταφόπλακα από την JP Morgan
Η επιδείνωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων με αφορμή την υπόθεση του πάστορα Μπράνσον, οι φόβοι για κλιμάκωση των αμερικανικών κυρώσεων και οι ανησυχίες των επενδυτών για πολιτικές παρεμβάσεις σε θέματα νομισματικής πολιτικής έχουν οδηγήσει σε κατάρρευση το εθνικό νόμισμα, το οποίο έχασε το40% της αξίας του από την αρχή του έτους.
Η έκθεση που έδωσε στην δημοσιότητα η JP Morgan επισημαίνει τον κίνδυνο να συρρικνωθεί δραστικά η τουρκική οικονομία, καθώς η χώρα πρέπει να αποπληρώσει εξωτερικό δημόσιο χρέος 179 δισ. δολαρίων, μέχρι τον Ιούλιο του 2019. Πρόκειται για ένα ποσό που, σύμφωνα με την τράπεζα αντιστοιχεί περίπου στο 25% του ΑΕΠ της Τουρκίας.
Η ίδια έκθεση αναφέρει ότι το μεγαλύτερο κομμάτι από τα χρεόγραφα που ωριμάζουν, περίπου 146 δισ. Δολάρια, τα κατέχει ο ιδιωτικός τομέας και κυρίως οι τράπεζες. Υπογραμμίζει επίσης ότι για την «αποπληρωμή ή την επιμήκυνση αυτού του χρέους η τουρκική κυβέρνηση χρειάζεται 4,3 δισ. δολάρια», ενώ το υπόλοιπο ποσό βαραίνει επιχειρήσεις του τουρκικού δημοσίου τομέα.
Η κατάρρευση του εθνικού νομίσματος όμως φέρνει τις τουρκικές επιχειρήσεις μπροστά στο ενδεχόμενο να μην μπορούν να αποπληρώσουν δάνεια που είχαν πάρει σε σκληρό νόμισμα, προκειμένου να επωφεληθούν από τα χαμηλά επιτόκια. Το ενδεχόμενο αυτό όμως επηρεάζει αρνητικά τις τιμές των ευρωπαϊκών τραπεζών που είναι εκτεθειμένες στην Τουρκία και οι οποίες το πιθανότερο είναι ότι θα μειώσουν τμηματικά την έκθεσή τους.
Η JPMorgan σημειώνει επίσης ότι υπάρχουν μεγάλες ανάγκες χρηματοδότησης για τους επόμενους δώδεκα μήνες, την ώρα που «η πρόσβαση στις αγορές έχει καταστεί προβληματική». Επικαλούμενη μάλιστα στοιχεία της κεντρικής τράπεζας της Τουρκίας, υπογραμμίζει στην ανάλυσή της ότι για το υπόλοιπο του 2018 απαιτούνται περίπου 32 δισ. Δολάρια.
Αν και η JPMorgan σημειώνει ότι κάποιες εταιρείες έχουν στο εξωτερικό περιουσιακά στοιχεία για να καλύψουν «επαρκώς» τις υποχρεώσεις τους και ότι περίπου 47 δισ. δολάρια από το χρέος αφορούν «εμπορικές πιστώσεις, που είναι ευκολότερο να επιμηκυνθούν», εκτιμά ωστόσο ότι «108 δισ. δολάρια χρέους που ωριμάζει μέχρι τον Ιούλιο του 2019 έχει υψηλό ρίσκο επιμήκυνσης». Και εδώ ακριβώς είναι που χτυπά καμπάνα για το τι μπορεί να συμβεί από μια «αιφνίδια παύση κεφαλαιακών εισροών».
Καμπάνα χτύπησε μία ημέρα πριν και ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s, υποβαθμίζοντας 20 χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Τουρκίας, εξαιτίας του αυξημένου κινδύνου χρηματοδότησής τους.
Το χαρτί της αποσταθεροποίησης
Ευρωπαϊκά βήματα έκανε την Δευτέρα και ο υπουργός Οικονομικών, και γαμπρός του Ερντογάν, Μπεράτ Αλμπαϊράκ, ο οποίος επισκέφθηκε το Παρίσι και είχε συνομιλίες με τον Γάλλο ομόλογό του Μπρουνό Λε Μερ. Από την γαλλική πρωτεύουσα ο Αλμπαϊράκ επιτέθηκε στις ΗΠΑ, επισημαίνοντας παραλλήλως την βούληση της Άγκυρας για βελτίωση των εμπορικών σχέσεων με την ΕΕ.
Αναφερόμενος ειδικά στις κυρώσεις που επέβαλαν οι ΗΠΑ στην Τουρκία, ο Αλμπαϊράκ έπαιξε και το χαρτί της αποσταθεροποίησης που αυτές μπορεί να επιφέρουν στην περιοχή και να οδηγήσουν τελικά στην ενίσχυση της «τρομοκρατίας» και της «προσφυγικής κρίσης». Επισήμανε μάλιστα ότι Γαλλία και Τουρκία τάσσονται αμφότερες κατά των μονόπλευρων αποφάσεων των ΗΠΑ για το Ιράν.
Την επομένη ωστόσο η Άγκυρα κατηγόρησε τον Μακρόν ότι δεν μπορεί «να καταλάβει» την Τουρκία, με αφορμή όσα είπε ο Γάλλος πρόεδρος στην συνάντηση των πρέσβεων στο Παρίσι για το «πανισλαμικό σχέδιο» του Ερντογάν και το αίτημά του να σταματήσει η διαδικασία ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ.
Μετέωρα ευρωπαϊκά βήματα
Την ίδια ώρα στο Βερολίνο κυβερνητικός αξιωματούχος διαμήνυσε και πάλι, ότι η Γερμανία δεν εξετάζει το ενδεχόμενο να χορηγήσει έκτακτη οικονομική βοήθεια στην Τουρκία, σε μια προσπάθεια να στηρίξει την Άγκυρα στην αντιμετώπιση της ραγδαίας κρίσης.
Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος θα επισκεφθεί στα τέλη Σεπτεμβρίου το Βερολίνο, συνομίλησε όμως και με την Τερέζα Μέι, με αφορμή την κλιμακούμενη ένταση στην Συρία. Στην συνομιλία αυτή η πρωθυπουργός της Βρετανίας, όπως ανακοίνωσε η Ντάουνινγκ Στριτ, χαρακτήρισε ευπρόσδεκτη μια ενδεχόμενη επίσκεψη του Αλμπαϊράκ, στο Λονδίνο. Παραλλήλως, το CNN Türk μετέδιδε ότι οι δύο ηγέτες συμφώνησαν να γίνει το συντομότερο δυνατό η συνάντηση του Αλμπαϊράκ με τον Βρετανό ομόλογό του, Φίλιπ Χάμοντ.
Σήμερα ο Αλμπαϊράκ δήλωσε στην Χουριέτ ότι δεν βλέπει κίνδυνο για την τουρκική οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας του. Η λίρα ωστόσο συνέχισε να πέφτει, κινούμενη σταθερά αρκετά πάνω από έξι προς ένα, στην ισοτιμία της με το δολάριο. Καθοριστική πάντως θεωρείται η επόμενη Δευτέρα, καθώς αναμένεται να ανακοινωθούν τα στοιχεία για τον πληθωρισμό του Αυγούστου. αποφάσεις όμως αναμένεται να ληφθούν στις 13 Σεπτεμβρίου, στην συνεδρίαση της κεντρικής τράπεζας.