Το power game της Ιστορίας – Σχόλια για ένα άρθρο του Αντώνη Λιάκου
08/01/2022«Το παρόν όμως είναι εξ ίσου σκοτεινό με το παρελθόν
και το μυστήριό του είναι ισάξιο με οτιδήποτε
μπορεί να κλείνει μέσα του το μέλλον»
Paul Auster, “Φαντάσματα”, Μεταίχμιο, 2014.
Το φθινόπωρο του 2011, κατά την παρουσίαση του βιβλίου μου “Η Ελλάδα στο ντιβάνι – Διεργασίες ανατροπής γύρω από την ιστορία, τη γλώσσα και τα κοινωνικά στερεότυπα” (εκδόσεις Αλεξάνδρεια), ο καθηγητής Αντώνης Λιάκος που μου έκανε την τιμή να συμμετέχει, είπε πως αγόρασε το βιβλίο για να δει «τι γράφουν οι άλλοι, για ΄μας τους ιστορικούς». Σήμερα, είμαι με θέση να του απαντήσω: εμείς οι άλλοι που δεν είμαστε ιστορικοί, σας βλέπουμε με καχυποψία, αλλά και με θαυμασμό, ενίοτε και με ευγνωμοσύνη.
Αφορμή γι’ αυτή την καθυστερημένη απάντηση στάθηκε το άρθρο-διάλεξη του κ. Λιάκου “Η διαμάχη των ερμηνειών – Η φρονηματιστική ιστοριογραφία στα 200 χρόνια της Επανάστασης” που δημοσιεύθηκε στην “Εφημερίδα των Συντακτών”, όπου θέτει μεταξύ άλλων και το ερώτημα «Πού βρίσκεται το στίγμα και η στάθμη των συζητήσεων στα 200 χρόνια της ιστορίας μας, σ’ αυτή την επετειακή χρονιά;»
Εδώ γεννιέται το εξής ερώτημα: “ποιων συζητήσεων; των ιστορικών, των κοινωνιολόγων, των πολιτικών επιστημόνων ή των αναγνωστών, ή ακόμη πιο προκλητικά, των συζητήσεων του λαού στο διαδίκτυο;” Το άρθρο-διάλεξη περιορίζεται στη συζήτηση των επιστημόνων που αναμφίβολα έχει την αξία της και είναι κρίσιμη γιατί όπως γράφει «η ιστορία είναι ένας στοχασμός για την πορεία της κοινωνίας και τη μοίρα των ανθρώπων» και γιατί «η ιστορία ανήκει στα μεγάλα πολιτικά διακυβεύματα».
Και είναι φυσικό οι επιστήμονες (υιοθετώ τον γενικό όρο, γιατί ιστορία δεν γράφουν πια μόνο οι ιστορικοί) να κάνουν τη συζήτηση μεταξύ τους, γιατί εκεί εν πολλοίς παίζεται το “power game της εγκυρότητας”. Όμως, «οι θεωρήσεις και οι ερμηνείες της ελληνικής ιστορίας δεν είναι ασκήσεις επί χάρτου», γράφει ο Λιάκος και συμπληρώνω, για να γίνονται ερήμην του ελληνικού λαού, όπως έγινε με την Επιτροπή Αγγελοπούλου που απομονώθηκε εξ αρχής από το λαϊκό αίσθημα, με την εμπορευματοποίηση της επετείου.
Η ιδεολογική μεταχείριση της Ιστορίας
Αλλά ας πάμε στο “στίγμα” και στη “στάθμη” των επιστημονικών συζητήσεων. Η στάθμη είναι αναμφίβολα υψηλή πια. Το στίγμα έχει χαθεί στις “διαμάχες των ερμηνειών”, αφού ακόμη εξακολουθεί και σε αυτό το επίπεδο το “ιστορικό γεγονός” να έχει υποβαθμιστεί, καθώς έχουμε περάσει στην μετα-αλήθεια, ήτοι στο λόγο, τη θεώρηση ή την ερμηνεία, των ειδημόνων και των πολιτικών.
Από τη μια, η αποδόμηση του ηρωϊκού στοιχείου από την ιστορία και η αποσιώπηση των γωνιών της λειτουργεί σαν ευνουχισμός για τους “πατριώτες” που καταγγέλλουν τον “εθνομηδενισμό”. Από την άλλη οι εκσυγχρονιστές και οι μεταμοντέρνοι καταγγέλλουν τους “εθνολαϊκιστές” εφαρμόζοντας συχνά απλουστευτικά σχήματα ερμηνείας ή σε μαρτυρίες αμφίβολης βαρύτητας (δεν λέω εγκυρότητας, του στιλ πέρασε μια κυρία των τιμών από τα Βαλκάνια του 18ου και “έγραψε” ιστορία… πού στα Βαλκάνια!). Κάπως έτσι η λογοτεχνία, έβαλε τους ιστορικούς και λοιπούς ειδήμονες στο βρακί της!
Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας. Η ιδεολογική μεταχείριση της ιστορίας συνεχίζεται απανταχού, γιατί όπως γράφει ο Λιάκος: «Οι μεγάλες στροφές στην πολιτική απαιτούν και στροφές στην ιστοριογραφία». Και τώρα, η Ελλάδα, όπως λέει ο Ευάγγελος Βενιζέλος βρίσκεται «μπροστά σε μια μοναδική ευκαιρία αναδιαμόρφωσης της γενικότερης αντίληψης της απόκτησης μιας εθνικής αυτοπεποίθησης που να βασίζεται σε σοβαρά και ρεαλιστικά θεμέλια».
Οι όροι της νέας αυτοπεποίθησης
Πράγματι, In sha’Allah, αλλά ποια είναι τα “σοβαρά” και ποια τα “ρεαλιστικά” θεμέλια; Τα 12 μίλια; Η Χάγη; Η συνεκμετάλλευση; Τα δύο κράτη, ή τα Rafale, οι Belh@ra, οι έξυπνες τορπίλες; Πάντως, αν οι αγωνιστές του 1821 ήταν “ρεαλιστές” θα είχαμε ακόμη την Υψηλή Πύλη, εκτός κι αν περιμέναμε να βγάλουμε Ρωμιό σουλτάνο! Πάμε τώρα στην εθνική αυτοπεποίθηση που είναι και το ουσιαστικό ζητούμενο, αφού το ταυτοτικό πρόβλημα του “οριενταλισμού” έχει λυθεί με το “καθ’ ημάς Ανατολή” και το “ανήκομεν εις την Δύση” (αν και δεν ανήκουμε, είμαστε). Το ζήτημα είναι κοινωνικό, διάβαζε παιδείας, αλλά κυρίως είναι πολιτικό.
Αν οι πολιτικοί και τα κόμματα έκαναν πραγματική, ουσιαστική αυτοκριτική για τα λάθη και τις παραλήψεις τους, θα είχαμε καλύτερη ιστορία. Αντ’ αυτού, ιδιωτικοποιούν την ιστορία, φτιάχνουν ιδρύματα με κρατικά λεφτά για να διασώσουν την υστεροφημία τους, βγάζουν ένα βιβλίο καθ’ υπαγόρευση, κάνουν και μια ημερίδα με επιφανείς φίλους, εκδίδουν τα πρακτικά και περνάνε στην βιβλιογραφία και στην ιστορία.
Εδώ είναι ο παιδευτικός (διάβαζε, εθνικός) ρόλος του ιστορικού, αφού οι πολιτικοί δεν μπορούν. Αλλά σημασία δεν έχει ένας αριστερός να ιστοριογραφήσει τα λάθη ή τα εγκλήματα της Δεξιάς, αλλά να το κάνει ένας δεξιός. Και τούμπαλιν. Μόνο έτσι μπορεί να υπάρξει σύγκλιση κι ουσιαστική απομυθοποίηση της ιστορίας, ώστε να φύγουν τα εμφύλια πάθη.
Βήματα γίνονται, ίσως και άλματα (ελπίζουμε όχι στο κενό). Έτσι, θα φύγει η “καχυποψία” για τους ιστορικούς και ερμηνευτές. Κάτι τέτοιο θα επηρεάσει θετικά τους πολιτικούς και τα κόμματα. Εκτός αν πάμε την Ιστορία στα δικαστήρια, όπως έκανε ο εγγονός του Πρωτοπαπαδάκη που πέτυχε την επανάληψη της Δίκης των Έξι και την αθώωσή τους στον Άρειο Πάγο…