Το Παλάτι του Βουκολέοντα και οι εννέα σκελετοί Βυζαντινών – Τουρκική σιγή ιχθύος
14/02/2022Οι επτά σκελετοί που βρέθηκαν τον περασμένο Νοέμβριο στα υπόγεια στο Παλάτι του Βουκολέοντα στον Μαρμαρά (εν τω μεταξύ έγιναν εννέα, καθώς οι ανασκαφές έφεραν στην επιφάνεια τα οστά άλλων δύο ατόμων) εκτιμήθηκε πως ανήκαν σε πολεμιστές που σφαγιάσθηκαν από τους σταυροφόρους του 1204 κατά την πρώτη άλωση της Κωνσταντινουπόλεως.
Η πρώτη εκτίμηση των Τούρκων αρχαιολόγων ήταν πως επρόκειτο για ανθιστάμενους Βυζαντινούς. Μετά, όμως, οι εκτιμήσεις έγιναν γενικόλογες με αναφορές σε «άτομα που πέθαναν από βίαιο θάνατο». Ένας τουλάχιστον, μάλιστα, είχε πλήγμα από σπαθί. Επειδή η τουρκική αρχαιολογία ελάχιστο ενδιαφέρον δείχνει σε ό,τι άπτεται των Ελλήνων, οι ανασκαφείς αναφέρονται γενικώς και αορίστως στο θέμα, λέγοντας σε συνεντεύξεις τους ότι ίσως οι νεκροί ήταν κρατούμενοι σε φυλακές, ή ότι ίσως έπεσαν θύματα σεισμού.
Όμως, οι σκελετοί βρέθηκαν σε υπόγειο πέρασμα διαφυγής του παλατιού, δηλαδή σε μυστική έξοδο. Επίσης, δεν μπορεί να ήταν τυχαία η αρχική αναφορά των Τούρκων αρχαιολόγων σε θύματα των σταυροφόρων. Θα ήταν πολύ απλό να εξετασθεί η ηλικία των οστών, αν βεβαίως κάποιος ήθελε όντως να τα χρονολογήσει. Δεν δημοσίευσαν ούτε καν την ηλικία ή το φύλο τους, αλλά τεκμαίρεται ότι ήταν άνδρες και μάλιστα σχετικά νέοι.
Η θεωρία των Τούρκων ότι ίσως ήταν φυλακισμένοι, δεν ενέχει λογική, με την έννοια ότι το κτήριο ήταν λειτουργικό (μέχρι την Άλωση του 1204 από τους Σταυροφόρους) και θα ήταν αδιανόητο να μένουν άταφοι νεκροί, ακόμα και για λόγους υγιεινής. Επίσης το γεγονός ότι πρόκειται μάλλον για εννέα άνδρες, παραπέμπει επίσης σε στρατεύσιμες ηλικίες, ενώ το ότι ο ένας είχε τραύμα από σπαθί, αποκλείει τον σεισμό. Δεν αποκλείει πάντως να ήταν ομαδικός τάφος στη δεύτερη άλωση της Πόλης από τους Οθωμανούς.
Το Παλάτι του Βουκολέοντα
Σίγουρα εννέα άνδρες δεν μπορεί να αφέθηκαν να σαπίζουν σε καιρό ειρήνης και είναι μάλλον αδύνατον οι δράστες να ήταν Βυζαντινοί και τα θύματα Φράγκοι ή Οθωμανοί ή διαφωνούντες πολιτικοί και να τους άφηναν να σαπίζουν στο ανάκτορο. Ας σημειωθεί ότι η κηδεία των φτωχών στο Βυζάντιο καλυπτόταν από το κράτος και την Εκκλησία, ακόμα κι αν ήταν ξένοι. Σε καιρό αναταραχής βέβαια όλα αυτά αλλάζουν, αλλά και πάλι δεν θα άφηναν πτώματα στο υπόγειο του ανακτόρου.
Το μόνο που έγινε γνωστό είναι ότι βρέθηκαν συνολικά εννέα σκελετοί, καθώς οι ανασκαφές συνεχίζονται, έστω και χωρίς μεγάλη ζέση. Αξίζει παρεμπιπτόντως να σημειωθεί ότι το παλάτι του Βουκολέοντα είχε αφεθεί στην τύχη του να ρημάζει, παρότι είναι ένα έργο περίπου του 400 μ.Χ. και ιδιαίτερα σημαντικό. Παρά την αξία του, το υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκίας (ένα και το αυτό όπως φαίνεται και από τις πρακτικές τους στη Μονή Σουμελά), δίνει προτεραιότητα σε ανακαίνιση “ιστορικών κτηρίων” του 1920 και ως φαίνεται δεν περισσεύουν κονδύλια για να μάθουμε δια της ακριβούς χρονολογήσεως των οστών αν πρόκειται για νεκρούς της πρώτης ή της δεύτερης Άλωσης.
Οι υπεύθυνοι αρχαιολόγοι δηλώνουν ότι «φτάσαμε σε ένα βάθος όπου βρίσκονταν ανθρώπινοι σκελετοί. Φτάσαμε στον πρώτο σκελετό στις 8 Νοεμβρίου. Φθάσαμε στους εννέα και βρεθήκαμε αντιμέτωποι με ένα μεγάλο αίνιγμα. Το ερώτημα ήταν: Πώς σκοτώθηκαν αυτοί οι άνθρωποι; Διότι οι πρώτες μας εντυπώσεις έδειχναν ότι επρόκειτο για χώρο μαζικής ταφής. Και κάποιοι από τους σκελετούς είχαν ίχνη από σπαθιά ή πάντως αιχμηρά αντικείμενα».
Το ένα κρανίο έφερε σημάδια από σπαθί, χτύπημα που καταφέρθηκε με μεγάλη ένταση αφού διέρρηξε τα οστά. Οι αρχαιολόγοι είχαν αρχικά δηλώσει ότι πρέπει να σκοτώθηκαν σε περίοδο αναταραχής, επειδή δεν τάφηκαν και το συμπέρασμά τους είναι πολύ λογικό. Και “δένει” με την εκδοχή της σταυροφορίας, όπου οι σταυροφόροι είχαν επιδοθεί σε όργιο σφαγών. Τα κορίτσια μεταμφιέζονταν σε αγόρια ή γριές για να γλιτώσουν και ακόμα και ο Νικήτας Χωνιάτης αναγκάσθηκε τότε να κρύβεται επί μέρες από το ένα σπίτι στο άλλο μέχρις ότου διαφύγει παριστάνοντας με την οικογένειά του τον ζητιάνο και να καταλήξει στη Θράκη ή στη Νίκαια της Βιθυνίας.
Το όνομα Βουκολέων
Η σταυροφορία εκείνη άλλαξε εκ βάθρων την ταυτότητα του βυζαντινού κράτους, την εθνική αντίληψη των λαών του Βυζαντίου, αλλά και της αυλής. Τα Ορμίσδα, όπως ήταν το παλαιότερο όνομα του τόπου (από το όνομα του υπεύθυνου των φρουρίων) ήταν η κύρια κατοικία των αυτοκρατόρων μέχρι τους Κομνηνούς, οι οποίοι έκαναν επίσημη έδρα τους τις Βλαχέρνες.
Το όνομα Βουκολέων δόθηκε ίσως στα τέλη του 6ου αιώνα από τον Ιουστινιανό, όταν κατασκευάστηκε το μικρό λιμάνι μπροστά από το παλάτι, το οποίο είναι τώρα προσχωμένο. Στήθηκαν εκεί ένα άγαλμα ταύρου και ένα λέοντος, οπότε το λιμάνι ονομάσθηκε Βουκολέων (βοῦς και λέων), ενώ το ανάκτορο “παλάτι του Βουκολέοντα” ή Οίκος του Ορμίσδα, ή Οίκος του Ιουστινιανού.
Ο Ορμίσδας, περσικής καταγωγής, ήταν αξιωματούχος και συγκεκριμένα έπαρχος της Ανατολής, επικεφαλής της αιγυπτιακής φρουράς της πόλης, υπεύθυνος μάλλον για την ανοικοδόμηση των τειχών που έγινε στα τέλη του 4ου με αρχές του 5ου αιώνα, επί βασιλείας του Θεοδοσίου Α’. Ήταν γιος Πέρση πρίγκηπα που είχε φυλακισθεί από τον βασιλιά της Περσίας και είχε καταφύγει στην αυλή του Βυζαντίου, πολεμώντας μάλιστα εναντίον των Περσών. Η δε περιοχή στην οποία του παραχωρήθηκε ως άσυλο ολόκληρο παλάτι, λεγόταν “ἑν τοῖς Ὁρμίσδου” από τους Κωνσταντινουπολίτες της εποχής εκείνης. Δεν είναι σαφές αν διέμενε εκεί και ο γιος του ή αν του δόθηκε το όνομα για άλλους λόγους, πάντως εν συνεχεία έγινε διαμονή των βυζαντινών αυτοκρατόρων.
“Δεσμωτήριον Βουκολέοντος”
Εκεί φυλάσσονταν –όπως πίστευαν τουλάχιστον οι πολίτες τότε αλλά και από όσα γράφει στην “Αυλή και Πρωτεύουσα του Βυζαντίου” (2011) ο βρετανικής υπηκοότητας βυζαντινολόγος Paul Magdalino– το αγκάθινο στεφάνι του Ιησού, η λόγχη και ο σπόγγος. Ήταν ο λεγόμενος “θησαυρός του Πάθους”. Αυτά σύμφωνα με παραδόσεις τα πήραν οι Γάλλοι το 1234.
Στα υπόγεια λειτουργούσε όντως και φυλακή, το “δεσμωτήριον Βουκολέοντος” ειδικά για πολιτικούς κρατούμενους, που θεωρείτο σκόπιμο να τους ελέγχει η αυτοκρατορική φρουρά. Εντούτοις άταφοι νεκροί δεν θα έμεναν ποτέ σε ένα εν λειτουργία παλάτι. Είναι δηλαδή βέβαιο ότι οι σκελετοί ανήκουν σε ανθρώπους που σκοτώθηκαν σε πολεμική περίοδο και σίγουρα μετά την άλωση του 1204, εκτός και αν οι Τούρκοι αρχαιολόγοι πέφτουν έξω κατά χιλιετίες και όχι κατά αιώνες.
Μετά την άλωση το παλάτι εγκαταλείφθηκε και ξεχάσθηκε, ώσπου σκάβοντας για τις γραμμές του τρένου και το τούνελ οι Τούρκοι έπεσαν πάνω του. Έπρεπε, λοιπόν, να αποφασίσουν αν θα το πάρουν σβάρνα ή θα το ανασκάψουν. Το άλλοτε παραλιακό παλάτι τώρα –λόγω προσχώσεων– απέχει από τη θάλασσα. Μετά από πολλά χρόνια, από πέρυσι άρχισε ανασκαφή και προσπάθειες ανακαίνισής του.