Η κυβερνητική αντεπίθεση αρχίζει στη ΔΕΘ
08/09/2018Στο Μαξίμου αναπνέουν στον ρυθμό της ομιλίας του Τσίπρα στη ΔΕΘ (Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης). Ο πρωθυπουργός είναι αποφασισμένος να εξαγγείλει παροχές, εξαντλώντας όλα τα δημοσιονομικά περιθώρια, χωρίς, όμως, να υπερβεί το πλαίσιο. Μέχρι στιγμής τουλάχιστον, κεντρικό στοιχείο της ομιλίας του έχει αποφασισθεί να είναι η ακύρωση της δέσμευσης για μείωση των συντάξεων από την 1η Ιανουαρίου 2019, με το επιχείρημα ότι δεν πρόκειται να προκύψει δημοσιονομικό κενό.
Το ΔΝΤ επιμένει στη μείωση, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι είναι και διαρθρωτικό μέτρο, αλλά το Μαξίμου ποντάρει στην υποστήριξη της Κομισιόν. Σύμφωνα με πληροφορίες, στις Βρυξέλλες, αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες επικρατεί η άποψη ότι δεν συμφέρει να αποδεχθούν το επιχείρημα του Ταμείου, το οποίο στηρίζεται στη συσχέτιση του ασφαλιστικού συστήματος με τον δημογραφικό παράγοντα. Κι αυτό, επειδή αυτό το επιχείρημα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε βάρος άλλων χωρών-μελών, μη εξαιρουμένης ακόμα και της ίδιας της Γερμανίας.
Στο Μαξίμου έχουν συνείδηση πως το πολιτικό-εκλογικό κλίμα θα καθορισθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από το εάν θα μειωθούν ή όχι οι συντάξεις. Γι’ αυτό κυβερνητική πρόθεση είναι η μείωση να μη συμπεριληφθεί στο σχέδιο προϋπολογισμού που αρχές Οκτωβρίου θα σταλεί στη Βουλή και στη συνέχεια στην Κομισιόν.
Από την άλλη πλευρά, ο Τσίπρας και το οικονομικό επιτελείο δεν θέλουν να κινηθούν, χωρίς την ανάλογη πολιτική κάλυψη από το ευρωιερατείο ή από τμήμα του, επειδή δεν θέλουν να προκαλέσουν ανησυχίες στις Αγορές σε μία διεθνώς δύσκολη συγκυρία, στην οποία η Ελλάδα θα πρέπει να αρχίσει να δανείζεται.
Υπενθυμίζουμε ότι ενώ το επιτόκιο του δεκαετούς ομολόγου της Ισπανίας και της Πορτογαλίας είναι αντιστοίχως στο 1,42% και στο 1,83%, της Ελλάδας είναι στο 4,19%. Πολλά, πάντως, θα κριθούν και από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την πορεία των μεγεθών της ελληνικής οικονομίας και από την πρώτη μεταμνημονιακή αξιολόγηση, η οποία θα πραγματοποιηθεί από τους Θεσμούς μετά την πρωθυπουργική ομιλία στη Θεσσαλονίκη.
Συντάξεις και κοινωνικό μέρισμα
Πέρα από το ζήτημα των συντάξεων, ο πρωθυπουργός θα υποσχεθεί ότι θα δοθεί και αυτά τα Χριστούγεννα το λεγόμενο κοινωνικό μέρισμα, θα εξαγγείλει φοροαπαλλαγές (μεταξύ αυτών και μείωση του ΕΝΦΙΑ), επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, κατάργηση του υπερκατώτατου μισθού για τους νέους και –μέσα από την συμφωνημένη διαδικασία– αύξηση του κατώτατου.
Με τη μείωση της υπερφορολόγησης, η κυβέρνηση κάνει ένα πολιτικό-εκλογικό άνοιγμα στα μεσαία στρώματα και ειδικά στη μικροεπιχειρηματικότητα. Η έμφαση, όμως, θα δοθεί στις παροχές προς τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα, αυτούς που κατά τον Τσίπρα σήκωσαν τα μεγάλα βάρη της κρίσης.
Μπορεί το 2012 και το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ να ψηφίσθηκε μαζικά από μεσαία στρώματα, αλλά η πολιτική του αυτά τα χρόνια, κυρίως η κάθε είδους υπερφορολόγηση, έχει απωθήσει πολύ μεγάλο μέρος από αυτή την κατηγορία των τότε ψηφοφόρων του. Το γεγονός ότι το εκλογικό ποσοστό του δεν έχει καταρρεύσει οφείλεται και στο ότι έχουν στοιχηθεί πίσω του ψηφοφόροι από τα στρώματα που αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης.
Πρόκειται για πολίτες που έχουν πέσει στον γκρεμό ή βρίσκονται στο χείλος του, για άλλοτε μικρομεσαία στρώματα που έχουν ήδη ή τείνουν να μετατραπούν σε πληβείους. Αυτοί θεωρούν ότι η “επιδοματική” πολιτική και η φιλική προς αυτούς ρητορική της κυβέρνησης είναι μία κάποια σανίδα σωτηρίας. Είναι όλοι αυτοί που περιμένουν με ανυπομονησία τον “μποναμά” στο τέλος του χρόνου.
Εκλογική στόχευση στους “πληβείους”
Η στρατηγική οικονομικής ενίσχυσης του κατώτερου εισοδηματικά στρώματος της ελληνικής κοινωνίας, που αριθμητικά έχει διογκωθεί πολύ τα χρόνια των Μνημονίων, ταιριάζει με το ιδεολογικό στερεότυπο του ΣΥΡΙΖΑ περί ταξικότητας. Η υπερφορολόγηση των μεσαίων στρωμάτων έγινε με σκοπό να προκύψει μεγαλύτερο από τον μνημονιακό στόχο πρωτογενές πλεόνασμα, ένα μέρος του οποίου δίνεται στους φτωχούς.
Πρόκειται για επιλογή, η οποία έχει ομολογηθεί και δημοσίως. Το νομιμοποιητικό επιχείρημα είναι ότι με αυτή την πολιτική απετράπη η ανθρωπιστική κρίση. Πολλές αντιρρήσεις μπορούν να προβληθούν, αλλά το ζήτημα είναι πως αυτή η επιλογή είναι ο πυρήνας της εκλογικής στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ.
Όπως προαναφέραμε, η επιλογή αυτή ανταποκρίνεται στα κουμπώνει απολύτως με τα ιδεολογικά στερεότυπα της Αριστεράς. Ταυτοχρόνως, σ’ αυτή τη δύσκολη συγκυρία εξασφαλίζει στον ΣΥΡΙΖΑ μία πρόσθετη βάση εκλογικής στήριξης. Με τη φιλική ρητορική και με τα διάφορα βοηθήματα και διευκολύνσεις, η κυβέρνηση έχει οικοδομήσει εκλογικούς δεσμούς με τους πληβείους και νεοπληβείους της κοινωνίας. Η έκταση και η αντοχή αυτών των δεσμών θα αποδειχθούν όταν θα στηθούν οι κάλπες.
Η επιλογή υπερφορολόγησης των μεσαίων στρωμάτων και στήριξης των φτωχών ικανοποίησε τους δανειστές και ταυτοχρόνως πρόσφερε ένα ιδεολογικό άλλοθι στους βουλευτές της συμπολίτευσης για να ψηφίζουν χωρίς διαρροές τα κάθε φορά επώδυνα μέτρα του 3ου Μνημονίου. Με άλλα λόγια, το αφήγημα ότι “διαφωνούμε με το Μνημόνιο, αλλά το εφαρμόζουμε για να σώσουμε τη χώρα”, εμπλουτίσθηκε με το ότι “παρά τις δύσκολες συνθήκες εμείς φροντίζουμε τους φτωχότερους”.