Ποιο το νόημα “στη σωστή πλευρά της Ιστορίας”
07/03/2022Η κυβέρνηση και οι υποστηρικτές της δηλώνουν ότι η έντονη ρητορική εναντίον της Ρωσίας και η θέση της Ελλάδας στην πρώτη γραμμή της αντιρωσικής επίθεσης μας τοποθετεί “στη σωστή πλευρά της Ιστορίας”. Ισχύει όμως κάτι τέτοιο και, αν ναι, σε ποιο βαθμό, σήμερα;
Ο όρος αυτός πρώτη φορά μάλλον χρησιμοποιήθηκε κατά τον Εθνικό Διχασμό του 1915-1920. Στη συνέχεια κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στην ένταξη της Ελλάδας στο δυτικό στρατόπεδο.
Ουσιαστικά ο όρος αναφέρεται στην τοποθέτηση της χώρας, αφενός στο πλευρό των νικητών, αφετέρου στη μεριά του Δικαίου, όπως αυτό το αντιλαμβάνεται η ίδια. Η τοποθέτηση αυτή βρήκε ανταπόκριση στους δύο πρώτους παγκόσμιους πολέμους, όπου η τοποθέτηση της χώρας υπήρξε πράγματι με τους νικητές με στόχο την απόκτηση ανταλλαγμάτων για την ολοκλήρωση των εθνικών πόθων.
Η επισφράγιση της κυριαρχίας επί των απελευθερωμένων περιοχών κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων, η, τελικά μη εφαρμοσθείσα, συνθήκη των Σεβρών του 1920 και η απελευθέρωση των Δωδεκανήσων το 1947, απέδειξαν την ορθότητα της επιλογής. Ταυτόχρονα, όμως, εξέφρασε –ιδιαίτερα στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο– και την επιλογή της χώρας για συμπαράταξη με το λεγόμενο Ελεύθερο Κόσμο ενάντια στα φασιστικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα.
Σήμερα, η απόλυτη ευθυγράμμιση και συμπαράταξη με το Δυτικό παράγοντα εναντίον της Ρωσίας βασίζεται –στο επίπεδο των διακηρύξεων– στη λογική της υποστήριξης του Διεθνούς Δικαίου, που καταπατάται βάναυσα από τη Ρωσία. Κι αυτό είναι προφανώς σωστό και ορθά η Ελλάδα συμπαρατάχθηκε και στο επίπεδο των διακηρύξεων και σε αυτό των κυρώσεων με τη Δύση. Να σημειώσουμε, ωστόσο, ότι η επίκληση του Διεθνούς Δικαίου δεν μπορεί να είναι επιλεκτική, πολλώ δεν μάλλον όταν αφορά εμάς τους ίδιους.
Είναι νωπές ακόμα οι κυβερνητικές διακηρύξεις ότι «οι κυρώσεις δεν είναι αυτοσκοπός» για την περίπτωση της συνεχιζόμενης τουρκικής κατοχής στην Κύπρο. Το κοινό σημείο και στις δύο περιπτώσεις, Ουκρανίας και Κύπρου, είναι ότι το πολιτικό μας σύστημα, όχι μόνο η κυβέρνηση, ευθυγραμμίστηκε με τον Δυτικό παράγοντα κι όχι με το Δίκαιο. Κι αυτό πρέπει να προβληματίσει για την ειλικρίνεια της δικαιολόγησης και αιτιολόγησης της στάσης του τώρα στην ουκρανική κρίση.
Στη σωστή πλευρά της Ιστορίας
Τι θα κάνει άραγε αύριο η Δύση σε ενδεχόμενη επίθεση της Τουρκίας στην Κύπρο ή την Ελλάδα; Θα πράξει όπως έπραξε το 1974 στην Κύπρο, ή το 1996 στα Ίμια; Είναι διαφορετικό να βρίσκεται κανείς μπροστά σε μια πρόκληση, έστω απαράδεκτη και συνεχιζομένη, κι άλλο να βρίσκεται απέναντι σε ευθεία επίθεση εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας του.
Η φράση στη “σωστή πλευρά της Ιστορίας” ερμηνεύεται και ως επιλογή στρατοπέδου. Με βάση την ουκρανική κρίση και τη συσπείρωση του δυτικού παράγοντα γύρω από την αντίθεση με τη Ρωσία, υπάρχει η εκτίμηση ότι η Ρωσία οδεύει προς μια στενότερη σχέση με την Κίνα, ότι χάνει οριστικά κάθε σημείο επαφής και συνεννόησης με τη Δύση. Κι ότι, συνακόλουθα, ο κόσμος θα βρεθεί μπροστά σε δύο στρατόπεδα το επόμενο διάστημα: Από τη μια μεριά αυτό των ευρασιατικών δυνάμεων (Ρωσία, Κίνα και συνοδοιπόροι τους) και από την άλλη αυτό των θαλάσσιων δυτικών δυνάμεων (ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, ΕΕ και συνοδοιπόροι τους).
Η ανάγνωση που γίνεται είναι ότι η Τουρκία πιθανότατα θα κατευθυνθεί προς τις ευρασιατικές δυνάμεις, λόγω κουλτούρας, πολιτικού συστήματος και ιστορίας. Συνεπώς η Ελλάδα, με βάση αυτή την άποψη, οφείλει να βρεθεί στο αντίπαλο στρατόπεδο για την προάσπιση των εθνικών μας συμφερόντων. Δεν γνωρίζουμε αν θα υπάρξει αυτός ο διαχωρισμός κι αν τελικά θα έχει μόνιμα χαρακτηριστικά.
Είναι παρακινδυνευμένη η όποια πρόβλεψη αυτή τη στιγμή, αν και οι ενδείξεις είναι όντως σαφείς. Ο λόγος της αμφιβολίας είναι ότι Κίνα και Ρωσία έχουν αποκλίνοντα συμφέροντα σε μια σειρά από ζητήματα. Ταυτόχρονα, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ποια στάση θα κρατήσει ο διαχρονικά “επιτήδειος ουδέτερος” της περιοχής μας, η Τουρκία, και κυρίως τί ανταλλάγματα θα μπορούσε να λάβει από τη μια ή την άλλη μεριά για την τοποθέτησή της στο ένα ή το άλλο στρατόπεδο.
Ελλάδα σε ρόλο Ιφιγένειας;
Μια πρώτη ορθολογική εκτίμηση είναι ότι η Τουρκία θα προσχωρήσει, αν προσχωρήσει, στην πλευρά που θα της είναι πιο αναγκαία, ώστε να αποκομίσει περισσότερα ανταλλάγματα. Και είναι μάλλον πιο πιθανό η Τουρκία να είναι πιο αναγκαία για τη Δύση για προβολή ισχύος στην ευρασιατική ενδοχώρα και ανάσχεση από νότο της Ρωσίας, από ό,τι στο αντίπαλο μπλοκ. Σημαντική παράμετρος θα είναι η τύχη του Κουρδικού ζητήματος. Σ’ αυτό το μέτωπο, το Ισραήλ και –προς το παρόν– και οι ΗΠΑ εμφανίζονται να ευνοούν τον κουρδικό παράγοντα.
Η Ελλάδα είναι σίγουρα πιο κοντά, ως πολιτική αντίληψη και κουλτούρα, στο δυτικότροπο φιλελευθερισμό από ό,τι στον ευρασιατικό αυταρχισμό. Όμως δεν είναι καθόλου βέβαιο, όσο πιστή κι αν είναι η Ελλάδα στις συμμαχίες της, ότι η Δύση δεν θα μπορούσε να την μετατρέψει σε “Ιφιγένεια” στο πλαίσιο ευρύτερων ανακατατάξεων και συσχετισμών ανάμεσα στα δύο ενδεχόμενα μπλοκ ή και ανάμεσα στους παίκτες του εκάστοτε σχηματισμού.
Επίσης, η Ρωσία, όσο κι αν η στάση της όντως απογοητεύει σήμερα, θα παραμείνει σταθερός παίκτης στην περιοχή μας με λόγο σε μια σειρά από ζητήματα ελληνικού ενδιαφέροντος, όπως το Κυπριακό. Έτσι, τελικά ακόμα και η ένταξή μας σε έναν από τους δύο υπό διαμόρφωση συνασπισμούς δε θα έπρεπε να ρίξει όλες τις γέφυρες επικοινωνίας και συνεννόησής μας με σημαντικούς παίκτες της άλλης πλευράς. Στη λογική αυτή, καθίσταται σαφής η αποφυγή κινήσεων “πρώτης γραμμής” που δεν είναι αναγκαίες και δεν εξυπηρετούν τα εθνικά συμφέροντα.
Όλα τα παραπάνω είναι, βεβαίως, ρευστά ακόμα. Δεν είναι, όμως, καθόλου μακριά η στιγμή που θα κληθούμε να λάβουμε αποφάσεις και να κάνουμε συγκεκριμένες επιλογές ως χώρα. Όχι μόνο με ποιους θα πάμε (“στη σωστή πλευρά της Ιστορίας”), αλλά, κυρίως με το πώς θα οριοθετήσουμε τη σχέση μας με τους όποιους συμμάχους και αντιπάλους μας. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που αναδεικνύεται πιο εμφατικά από ποτέ είναι η ανάγκη για ισχυροποίηση της χώρας σε κάθε επίπεδο: Ιδεολογικό, Παιδείας, Εθνικής Άμυνας, Εθνικής Οικονομίας, Δημογραφίας. Μόνο έτσι η χώρα θα μπορέσει να επιβιώσει, να αναπτυχθεί και να αποτελέσει αξιόπιστο, αξιοσέβαστο και ισχυρό παράγοντα σε ένα τόσο δύσκολο διεθνές περιβάλλον.