Έγινε η σπίθα πυρκαγιά
24/09/2018Η επιλογή του τίτλου του άρθρου δεν γίνεται τυχαία καθώς το μήνυμά του έχει διπλό σκοπό. Από τη μία τον δανειζόμαστε από την περσινή πετυχημένη εκδήλωση αναπαράστασης της πυρκαγιάς του 1917 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, σε σκηνοθετική επιμέλεια των βραβευμένων In Flux (Χάρης Πεχλιβανίδης – Κορίνα Βασιλειάδου). Aπό την άλλη ξαναθυμόμαστε τον αντίστοιχο στίχο λαϊκού άσματος που περιγράφει τον έρωτα. Τα δύο παραπάνω στοιχεία τυχαίνει να κυριαρχούν και στο νέο μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη «Ο θρύλος του Ασλάν Καπλάν» (εκδ.Άγρα).
Ο συγγραφέας μετά την εξαιρετική επιμέλεια του Ημερολογίου για τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της πόλης της Θεσσαλονίκης (εκδ.Μεταίχμιο) μετουσιώνει την αγάπη του και πάνω απ’ όλα τον πλούτο των γνώσεων και πληροφοριών που κατέχει γι’ αυτήν σ’ ένα ξεχωριστό μυθιστόρημα.
Θα λέγαμε ότι μετά το πολυδιαβασμένο και βραβευμένο «‘55», αποτελεί το δεύτερο μυθιστόρημα του συγγραφέα ως ένα άτυπο αφιέρωμα σε μία πόλη με αφορμή ένα ιστορικό γεγονός που ανέτρεψε τη ροή της ζωής της στον ιστορικό χρόνο. Χαρακτηρίστηκε ως έπος της πόλης, μιας πόλης που η πυρκαγιά του 1917 άλλαξε άρδην και «έσβησε» τον οριενταλιστικό της χαρακτήρα. Έτος κομβικό για τη χώρα καθώς βρισκόμαστε στα χρόνια του Εθνικού Διχασμού και η Θεσσαλονίκη αποτελεί το προπύργιο των Βενιζελικών.
Παράλληλα όμως με τα ιστορικά γεγονότα η πόλη δεν χάνει τους έντονους ρυθμούς της, την πολυπολιτισμική της ταυτότητα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των κατοίκων της. Τόσο διαφορετικοί και τόσο όμοιοι, άτυποι πρόσφυγες που ζουν στην αγκαλιά της μάνας-Σαλονίκης είναι και οι ήρωες του βιβλίου. Για μια ακόμη φορά οι ήρωες του συγγραφέα δεν είναι σημαντικές ιστορικές πραγματικότητες, αλλά αντιήρωες και άνθρωποι της διπλανής πόρτας που βιώνουν τον αντίκτυπο γεγονότων με όλες τους τις εντάσεις και τα πάθη. Είναι ήρωες που μπορεί κανείς να ταυτιστεί μαζί τους.
Η χαμένη εικόνα της πόλης
Ο Κοροβίνης μέσα σε 27 κεφάλαια και με χρονικό πλαίσιο τις 32 ώρες που καιγόταν η πόλη τον Αύγουστο του 1917, μας παρουσιάζει ένα λαϊκό ρομάντζο, όπως χαρακτηρίζεται και από τον υπότιτλο του βιβλίου, ανάμεσα σ’ έναν Τουρκαλβανό και μια Ισπανοεβραία. Κορμός του μυθιστορήματος είναι το πάθος του έρωτά τους, ο οποίος τους οδηγεί στα άκρα και στο τέλος καίγονται εξαιτίας του μεταφορικά, αλλά παράλληλα με την κυριολεκτική καταστροφή της πόλης. Ωστόσο, ο συγγραφέας εκτός από παραμυθάς της Ανατολής, αποδεικνύεται και εξαιρετικός λαογράφος και τοπιογράφος. Με έναν γλωσσολογικό αλλά και περιγραφικό πλούτο μας παρουσιάζει σε κεφάλαια-παρακλάδια όλη την χαμένη εικόνα της Θεσσαλονίκης πριν το 1917.
Οι διαφορετικές κοινότητες-εθνότητες-φυλές που ζούσαν σ’ αυτήν, οι καθημερινές τους συνήθειες, η συνύπαρξη τόσων γλωσσών και θρησκειών, τα λιθόστρωτα στενά, τα στέκια, οι αγορές και οι στοές, οι καφενέδες, τα λουτρά, οι πολύβουες ταβέρνες, οι οίκοι ανοχής, οι λαϊκές θυμοσοφίες και οι μαγγανείες, γεύσεις και αρώματα σ’ ένα τεράστιο σταυροδρόμι πολιτισμών όλα αυτά συνυπάρχουν μοναδικά και παρουσιάζονται, αν και μυθοπλαστικά, αυθεντικά και ζωντανά μέσα από τις σελίδες του βιβλίου.
Ο Κοροβίνης δεν έχει μόνο ταλέντο στο να ταξιδέψει τους αναγνώστες του σ’ ένα οριενταλιστικό παρελθόν, αλλά και στο να εκφράσει μεγάλες αλήθειες που έγιναν πραγματικότητα, ακόμα και αν πονάνε, και φτάνουν μέχρι το σήμερα.
Από το ζήτημα του μεγαλείου και του πλούτου της πόλης που θα χαθεί, στον χαρακτηρισμό της ως προσφυγομάνα, μέχρι και τις πολιτικές εξελίξεις που καθορίζονταν και επηρεάζονταν πάντα από τα νότια της χώρας. Είναι αλήθεια ότι είναι στο χέρι του καθενός «αυτή την πόλη να την απολαύσει και να καζαντίσει» όπως τονίζει και ένας από τους ήρωες και ο συγγραφέας για μια ακόμη φορά μας μυεί με τον καλύτερο τρόπο στα μυστικά μιας πόλης που ακόμα δεν τα έχουμε ανακαλύψει όλα.