Τί λένε οι άριες στις όπερες που αγαπήσαμε (Μέρος Β’)
17/05/2022Στο πρώτο μέρος του αφιερώματος σε αγαπημένες όπερες και άριες, είχαμε τα λόγια από δημοφιλή αποσπάσματα από την Τόσκα, τη Μαντάμ Μπατερφλάι και τους Αλιείς των Μαργαριταριών. Σε αυτό το δεύτερο μέρος, η θεματολογία και σε αυτές τις όπερες είναι δραματική, με σπανιότατο το happy end, αφού εξάλλου οι όπερες ξεκίνησαν ως μίμηση της αρχαίας τραγωδίας, αλλά και οι μουσουργοί μαζί με τους λιμπρετίστες απευθύνονταν στο ευρύ κοινό που αποζητούσε το μελόδραμα. Oμως, ιστορία έγραψε και η κωμική όπερα, π.χ. με τον Κουρέα της Σεβίλλης, τον Φιγκαρό.
Στη όπερα Νόρμα, μια ιέρεια των Δρυίδων της Γαλατίας, απαρνιέται μυστικά τον ιερό της ρόλο για παρθενία, και αποκτά δυο παιδιά με τον Ρωμαίο κυβερνήτη, τον επικεφαλής των κατοχικών δυνάμεων. Όμως, οι Γαλάτες ξεσηκώνονται με αρχηγό τον Δρυίδη, τον πατέρα της επίορκης ιέρειας Νόρμα. Η αμαρτωλή σχέση της Νόρμα είναι μυστική στην αρχή του έργου. Ο Ρωμαίος κυβερνήτης ανακαλείται στη Ρώμη και οι Δρυίδες πια είναι έτοιμοι να πάρουν την εξουσία τους πίσω.
Ο Ρωμαίος όμως εν τω μεταξύ έχει ερωτευθεί μια άλλη νεαρή ιέρεια των Δρυίδων. Είναι αναποφάσιστος, καθώς θέλει φεύγοντας για τη Ρώμη να πάρει μαζί του το νέο του έρωτα, όμως, νιώθει και ενοχές για την ιέρεια που παρέσυρε στην αμαρτία και με την οποία έχει αποκτήσει δύο παιδιά. Η Νόρμα του ζητάει να απαρνηθεί την νεαρή, μα εκείνος δεν δέχεται. Τον απειλεί ότι θα σκοτώσει και τα παιδιά τους.
Όταν ο Ρωμαίος δεν αλλαξογνωμεί, η Νόρμα ουσιαστικά αυτοκτονεί, γιατί ομολογεί δημοσίως τον έρωτά της, αποκαλύπτει στους επαναστάτες ότι έχει αποκτήσει ήδη δύο παιδιά και οι Δρυίδες, με επικεφαλής τον ίδιον της τον πατέρα, την οδηγούν στην πυρά. Ο Ρωμαίος τότε μετανιωμένος ορμάει κι εκείνος στην πυρά για να πεθάνουν μαζί, ενώ σε άλλες εκδοχές τον καταδικάζουν σε θάνατο οι Δρυίδες.
Νόρμα του Μπελίνι
Στο “Casta Diva” από τη Νόρμα του Μπελίνι, η Κάλλας εν προκειμένω βρίσκεται ανάμεσα στους ξεσηκωμένους Δρυίδες που δεν γνωρίζουν ακόμη ότι είναι επίορκη και ετοιμάζονται να ανατρέψουν τους Ρωμαίους. Λέει τα εξής: «Θεά της Αγνότητας, που καλύπτεις με ασήμι αυτά τα ιερά αρχαία φυτά, στρέψε προς εμάς το δίκαιό σου πρόσωπο χωρίς σύννεφα και αποκαλύψου. Φέρε γαλήνη στις ταραγμένες καρδιές μας, ω Θεά, μετρίασε τον τολμηρό ζήλο».
Ο χορός λέει «Φέρε στη γη την ίδια ειρήνη που σε κάνει να βασιλεύεις στον ουρανό». Η Νόρμα λέει «Ας ολοκληρωθεί η τελετή και στο ιερό δάσος να μη μείνει τίποτα αμαρτωλό, όταν το Πνεύμα θα θρηνήσει και σκοτεινιάσει, θα ζητήσει το αίμα των Ρωμαίων. Από το ναό των Δρυίδων η φωνή μου θα βροντήσει». Ο χορός λέει: «Ούτε ένας από αυτούς τους άθεους δεν ξεφεύγει από αυτή τη δίκαιη σφαγή. Και πρώτος θα πέσει ο κυβερνήτης τους». Η Νόρμα αναρωτιέται «Κι αν δε πέσει; Μπορώ να τον τιμωρήσω».
Και μετά μονολογεί, χωρίς να την ακούν οι άλλοι: «Μα η καρδιά μου δεν ξέρει πώς να τιμωρεί. Αχ! Γύρνα σε μένα όμορφέ μου, πρώτε μου έρωτα, ενάντια σε ολόκληρο τον κόσμο εγώ θα σε προστατεύσω. Γύρνα σε μένα λαμπερός και γαλήνιος, θα σε έχω πατρίδα και ουρανό μου, γύρνα ξανά όπως ήσουν άλλοτε, όπως τότε που σου έδωσα την καρδιά μου. Ω, γύρνα σε εμένα!»
Όπερα Μανόν Λεσκό
Η Μανόν Λεσκό ξελογιάζει ένα πλουσιόπαιδο και του τρώει τα λεφτά. Τον αγαπάει με τον τρόπο της, αλλά είναι πολυέξοδη. Αυτός δανείζεται και μένει απένταρος. Την αγαπάει παράφορα, αν και εκείνη βρίσκει άλλον εραστή. Την συλλαμβάνουν για κλοπές και πορνεία, οπότε την εξορίζουν. Εκείνος δεν αντέχει μακριά της και την ακολουθεί. Στη Νέα Ορλεάνη όπου βρίσκονται εξόριστοι, κάποιος τους εκβιάζει και ο νεαρός τον χτυπάει. Νομίζοντας ότι τον σκότωσε, λέει στην Μανόν να το σκάσουν. Καθώς αποφασίζουν να δραπετεύσουν, προσπαθούν να διασχίσουν μια έρημο. Η Μανόν Λεσκό δεν αντέχει πια τις κακουχίες χωρίς νερό. Εκείνος φεύγει για να βρει νερό. Τότε η ηρωίδα λέει το “Μόνη, χαμένη, εγκαταλελειμμένη”.
Τα λόγια είναι τα εξής: «Μόνη, χαμένη, εγκαταλελειμμένη σε μια έρημο. Φρίκη! Ο ουρανός σκοτεινιάζει. Αλίμονο, είμαι μόνη. Και βαθιά μέσα στην έρημο πέφτω, σκληρά βασανιστήρια, μόνη, εγκαταλελειμμένη, η έρμη γυναίκα! Αχ! Δεν θέλω να πεθάνω! Όχι! Δεν θέλω να πεθάνω! Ώστε όλα τελείωσαν πια. Κι εγώ που νόμιζα ότι είχα βρει μια ειρηνική γη. Αχ! Η μοιραία μου ομορφιά, που άναβε φωτιές οργής, ήθελαν να με χωρίσουν από αυτόν, τώρα όλο το τρομερό παρελθόν μου ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μου. Αιματοβαμμένο. Όλα τελείωσαν. Τώρα γαλήνη βλέπω μόνο στον τάφο. Όχι, Δεν θέλω να πεθάνω! Βοήθησέ με, αγάπη μου». Ο αγαπημένος της επιστρέφει χωρίς να έχει βρει ούτε νερό ούτε κατάλυμα και εκείνη ξεψυχά, με εκείνον (σε αυτή την εκδοχή) να πεθαίνει δίπλα της αμέσως μετά.
H Κάρμεν του Μπιζέ
Στην “Χαμπανέρα” (μουσική και χορός από την Αβάνα) η μοιραία Κάρμεν του Μπιζέ λέει: «Πότε θα σας αγαπήσω; Μα την πίστη μου, δεν ξέρω. Ίσως ποτέ, ίσως αύριο, πάντως σίγουρα όχι σήμερα. Ο έρωτας είναι ένα ελεύθερο πουλί που κανείς δεν μπορεί να το βάλει σε κλουβί, είναι μάταιο να το καλούμε, άμα το βολεύει να αρνιέται. Τίποτα δεν καταφέρνουμε, ούτε με απειλές, ούτε με προσευχές. Ο ένας μιλάει όμορφα και ο άλλος σωπαίνει. Όμως εμένα μου αρέσει ο άλλος. Ο έρωτας! Ο έρωτας! Είναι παιδί των μποέμ, δεν ξέρει τίποτα από νόμους.
Αν δεν με αγαπάς, σε αγαπώ. Αν σε αγαπώ, να προσέχεις! Αν δεν με αγαπάς, αν δεν με αγαπάς, σε αγαπώ! Αλλά, αν σε αγαπώ, αν σε αγαπώ, να προσέχεις! Αν δεν με αγαπάς, αν δεν με αγαπάς, σε αγαπώ! Αλλά, αν σε αγαπώ, α σε αγαπώ, να προσέχεις! To πουλί θα νόμισες ότι θα τσακώσεις απροετοίμαστο, άνοιξε τα φτερά του και πέταξε. Η αγάπη είναι μακριά, μπορείς να κάτσεις να την περιμένεις. Όταν δεν την περιμένεις άλλο, να την εδώ. Ο έρωτας όλο σε τριγυρίζει πεταρίζοντας γρήγορα. Έρχεται, φεύγει, ξανάρχεται. Νομίζεις ότι τον κρατάς, και σου ξεφεύγει. Πας να του ξεφύγεις, και σε κρατάει αυτός. Ο έρωτας! Ο έρωτας! Παιδί των μποέμ».
Κωμική Όπερα
Ο Φιγκαρό είναι ένας κουρέας που ξέρει όλα τα μυστικά της πόλης και σε όλα ανακατεύεται. Εν προκειμένω οργανώνει ένα σχέδιο προκειμένου ένας κόμης να συναντήσει την αγαπημένη του. Ο φερόμενος ως πατέρας της την κρατά κλεισμένη σε κάστρο. Ο δαιμόνιος κουρέας όμως ξέρει ότι η νεαρή δεν είναι κόρη του τάχα αυστηρού πατέρα, αλλά μια πιτσιρίκα που ο μεσήλικας θέλει να παντρευτεί και για να μην προκαλέσει σκάνδαλο διαδίδει ότι είναι κόρη του. Ο κουρέας, που αποβλέπει και σε μια μίζα, συμβουλεύει τον κόμη να παραστήσει τον μεθυσμένο στρατιώτη που έχει σταλεί για φρουρά στο κάστρο του αυστηρού “πατέρα”.
Ο τελευταίος μαθαίνει ότι κυκλοφορεί στην πόλη αντεραστής και αποφασίζει να επισπεύσει τον γάμο του. Συλλαμβάνει τον “μεθυσμένο στρατιώτη” επειδή προκαλεί φασαρίες, αλλά όταν αποκαλύπτεται ότι είναι κόμης, τον αφήνουν ελεύθερο. Ο “αυστηρός πατέρας” πιστεύει ότι ο μεθυσμένος στρατιώτης ήταν βαλτός από τον κόμη και δεν ξέρει ακόμη ότι είναι το ίδιο και το αυτό πρόσωπο. Αυτό το ξέρει μόνον η φρουρά στην πόλη. Ο κόμης εν τω μεταξύ ξαναμεταμφιέζεται και αυτή τη φορά επανεμφανίζεται στο κάστρο παριστάνοντας τον δάσκαλο πιάνου “για την κόρη” του μεσήλικα. Πουλάει και εκδούλευση λέγοντας ότι, μπορεί να αποδείξει στη μικρή ότι, ο κόμης που της κάνει καντάδες, την απατά με άλλες. Ο μεσήλικας δέχεται ευχαρίστως να παραπλανήσουν την νεαρή.
Ο κανονικός δάσκαλος όμως εμφανίζεται ξαφνικά και αρχίζει νέα αναστάτωση. Ο μεσήλικας καλεί συμβολαιογράφο και παπά για να τον παντρέψουν άρον-άρον με τη νεαρή. Εκείνη δεν ξέρει ποιον να πιστέψει, αλλά στο τέλος μετά από πολλά μπερδέματα, πείθεται ότι ο κόμης έχει ειλικρινή αισθήματα και όταν ο παπάς και ο συμβολαιογράφος καταφθάνουν, την παντρεύουν με τον κόμη. Η πιο γνωστή άρια είναι το Largo al factotum (Κάντε πέρα για τον άνθρωπο για όλες τις δουλειές), όπου ο βαρύτονος Dmitri Hvorostovsky (Μόντρεαλ, 1998) ακούγεται να λέει:
«Κάντε Τόπο στον άνθρωπο για όλες τις δουλειές, τον καταφερτζή της πόλης! Χάραξε πια, γρήγορα στο μαγαζί. Α! Τι ωραία ζωή, τι ευχαρίστηση για έναν κουρέα περιωπής. Άξιος Φιγκαρό! Πανάξιος, εκπληκτικός! Και πολύ τυχερός σίγουρα. Έτοιμος για όλα, μέρα και νύχτα. Πάντα δίπλα σε όλους και παντού. Καλύτερος παράδεισος για τον μπαρμπέρη δεν υπάρχει. Ξυράφια, χτένες, λάμες και ψαλίδια, όλα στις προσταγές μου, αλλά έχω τον τρόπο μου να βγάζω κάτι κι από μικρές κυρίες και ιππότες. Α, τι χαρούμενη, τι ζωή ωραία για έναν μπαρμπέρη αλλιώτικο από τους άλλους.
»Ολοι με ζητάνε, όλοι με θέλουνε, νέοι και γέροι, κορίτσια και γυναίκες, φτιάχνω περούκες, φτιάχνω και μούσια, βάζω και βδέλλες, να και η πληρωμή. Όλοι με θέλουν, όλοι με φωνάζουν, Φιγκαρο, Φιγκαρο, Φιγκαρό! Α πόσο βιάζονται, πανζουρλισμός, πέφτουν μαζεμένοι όλοι πάνω μου, ένας -ένας καλύτερα, για το Θεό! Φιγκαρό ! Νά ‘μαι! Έι, Φιγκαρό ! Νά ‘μαι! Φιγκαρό εδώ, Φιγκαρό εκεί, Φιγκαρό πέρα, Φιγκαρό δώθε. Πάντα έτοιμος για όλα, ενεργώ αμέσως, γιατί είμαι ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές. Μπράβο Φιγκαρό! Και ξανά μπράβο σου! Η τύχη δεν τσιγκουνεύτηκε με σένα. Είμαι της πόλης το παιδί για όλες τις δουλειές».