Σαν αρχαία τραγωδία – Δύο δολοφονίες στη δυναστεία Τσάκαλος
18/05/2022Ο Αγαμέμνων εισέρχεται στο παλάτι, πατώντας έναν πορφυρό τάπητα που έχει τοποθετήσει η Κλυταιμήστρα για να τον ακινητοποιήσει και να τον σκοτώσει. Βασιλιάς, νικητής, παντοδύναμος, με όλο το χρυσάφι του κόσμου, αλαζόνας και παρόλα αυτά καταλήγει δολοφονημένος από αγαπημένο, οικείο χέρι. Η υπόθεση που συγκλονίζει τα τελευταία 24ωρα την άλλη άκρη του Ατλαντικού δεν γράφτηκε από τον Αισχύλο, αλλά θυμίζει αρχαία ελληνική τραγωδία, με Έλληνα πρωταγωνιστή, τον επιχειρηματία Τζον Τσάκαλος και θύτη και θύματα που μοιράζονται το ίδιο αίμα.
Ο αγαπημένος εγγονός συνελήφθη, έστω και χρόνια αργότερα, για τη δολοφονία του παππού και μέντορά του και για αυτόν της μητέρας του. Κίνητρο; Η συνήθης απληστία. Αυτή είναι που επιφέρει ανείπωτα δεινά και αναδεικνύει τα ταπεινότερα εκ των ανθρώπινων ενστίκτων. «Εν εκάστη τραγωδία υπάρχει Έγκλημα και Αδικία. της οποίας η Τιμωρία αποτελεί Κάθαρσιν»… Στο έγκλημα αυτό, αν και άργησε, φαίνεται ότι έφτασε η στιγμή της κάθαρσης.
Η υπόθεση αυτή έχει παρελθόν, παρόν και μέλλον, μιας και περιλαμβάνει δύο φόνους σε απόσταση ετών και στον πυρήνα αυτής μία οικογένεια που έμοιαζε ευλογημένη από κάθε άποψη. Χρήματα, φήμη, θαλπωρή και αγάπη. Ως γνωστόν, αίμα χύνεται τόσο σε παλάτια, όσο και σε καλύβες. Οι τραγωδίες, όμως, των πλουσίων και προνομιούχων αυτού του κόσμου ασκούν μία μυστικιστική σχεδόν έλξη στον υπόλοιπο κόσμο, από την αρχαιότητα ακόμα.
Παρά τον αποτροπιασμό που προκαλούν, υποσυνείδητα λειτουργούν και ως πλάστιγγα των δεινών: χάνουν τα πάντα, ακόμα και εκείνοι, στους οποίους έχουν ήδη δωθεί όλα. Η πτώση τους είναι πάντα πιο εκκωφαντική, μία υπενθύμιση ανθρώπινης ισότητας στη δυστυχία και στην φρίκη. Πόσο μάλλον, όταν βάζει κάτω τα πλέον ευφάνταστα κινηματογραφικά σενάρια.
Ποιος ήταν ο Τζον Τσάκαλος
Ο Τζον Τσάκαλος γεννήθηκε στην Αμερική. Ο μοναχογιός μιας οικογένειας Ελλήνων μεταναστών. Οι γονείς του Κώστας και Καλλιόπη είχαν μεταναστεύσει στη Γη της Επαγγελίας στα νιάτα τους. Είχαν αποκτήσει πέντε κόρες, πριν γεννηθεί επιτέλους ο γιός τους, «ο Γιαννάκης τους». Μετά την ενηλικίωσή του κατατάχθηκε στον στρατό των ΗΠΑ και υπηρέτησε με ως αλεξιπτωτιστής στις Φιλιππίνες κατά τη διάρκεια του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου. Συμμετείχε, μάλιστα, σε πολλές αποστολές υψηλού κινδύνου. Στη συνέχεια, απέκτησε την οικογένεια και την περιουσία του.
Το αγαπημένο του μότο ήταν «χωρίς οικογένεια δεν έχεις τίποτα. Οικογένεια είναι τα πάντα». Επιθυμούσε τόσο τα παιδιά, όσο και τα εγγόνια του να μην απομακρυνθούν από την ελληνική παράδοση. Όλοι βαφτίστηκαν ορθόδοξοι και παρακολούθησαν το ελληνικό σχολείο. Εξάλλου, απαιτούσε να μιλάνε ελληνικά στο σπίτι. Αποδείχθηκε έξυπνος και εργατικός. Ήταν πολύ αγαπητός στην κοινότητα και ιδιαίτερα στην ελληνική εκκλησία, μέσω της οποίας έδινε τεράστια ποσά.
Όσο ζούσε και η σύζυγός του, είχαν γίνει γνωστοί και για το σπίτι τους. Ως κτηματομεσίτης διάθετε ένα από τα πλέον εντυπωσιακά οικήματα στο Νιου Χάμσαϊρ και κάθε Χριστούγεννα άνοιγαν στο σπίτι στο κοινό, κάνοντας επίδειξη του χριστουγεννιάτικου φωτισμού του. Σύμφωνα με την οικογένειά του, η ζωή του ήταν η ζωντανή απόδειξη του αμερικανικού ονείρου. Ο επίλογος ήταν η μοναδική παραφωνία, μα τί παραφωνία!
Η μεγάλη του αγάπη
Ο ελληνικής καταγωγής 87χρονος άνδρας είχε δημιουργήσει έναν δυσθεώρητο πλούτο, πριν βρεθεί η σωρός του πυροβολημένη εξ΄ επαφής στο κεφάλι πολλές φορές, στο σπίτι του. Τη στιγμή εκείνη, η κληρονομιά του ξεπερνούσε τα 70 εκατομμύρια και θα μοιραζόταν ανάμεσα στις τέσσερις του κόρες. Ο Τσάκαλος δεν είχε συμπεριλάβει τα εγγόνια του, αλλά είχε ιδιαίτερη σχέση με ένα από αυτά, τον Νάθαν. Τον γιό της κόρης του Λίντα. Αν και ο Τζον λάτρευε τις κόρες του, στεναχωριόταν που δεν θα συνεχιστεί το όνομά του. Αυτός ήταν ο λόγος που προσκολλήθηκε στον εγγονό του Νάθαν.
Ο εγγονός του από μικρός έδειχνε ιδιαίτερη αδυναμία στον παππού του, ενώ είχε μείνει μαζί του για τρία ολόκληρα χρόνια μετά την αποφοίτησή του από το σχολείο. Ήταν ο μόνος που έδειχνε ενδιαφέρον για το επάγγελμα του. Τον ακολουθούσε σε διάφορα ραντεβού, ενώ ο Τζον έλεγε συχνά σε φίλους και συνεργάτες, συστήνοντάς τον ότι «ο Νάθαν είναι ο πιο Έλληνας από τους συγγενείς μου». Το δέσιμό του είχε αποτυπωθεί και στην οικονομική βοήθεια που του είχε προσφέρει. Κάτι που δεν είχε κάνει με κανένα άλλο του εγγόνι.
Του είχε ανοίξει δύο τραπεζικούς λογαριασμούς, βάζοντας διάφορα ποσά. Το τελευταίο ήταν πάνω από μικρό εκατομμύριο. Του αγόρασε επίσης ένα διαμέρισμα και ένα φορτηγό, ενώ τον προέτρεψε να πάει στο πανεπιστήμιο, αναλαμβάνοντας όλα τα έξοδα. Ο Νάθαν απέτυχε να ολοκληρώσει τα περισσότερα από τα μαθήματά του. Ο παππούς του εξομολογήθηκε σε φίλους του ότι «μάλλον θα γίνεις επιχειρηματίας σαν εμένα. Δεν ανησυχώ!».
Η “κατάρα” της Μάρθα Βίνεγιαρντ
Ο λατρεμένος αυτός εγγονός σπάραξε στην κηδεία του παππού του. Όταν τρία χρόνια αργότερα εξαφανίστηκε στη θάλασσα αυτός και η μητέρα του, όλοι έκαναν λόγο για κατάρα! Χάθηκαν στα νερά, έξω από το νησί της Μάρθα Βίνεγιαρντ. Σε έναν από τους αγαπημένους προορισμούς τόσο του ίδιου, όσο και της υπόλοιπης οικογένειας. Αν το σκεφτεί κανείς, η ειδυλλιακή ομορφιά του και οι διάσημοι επισκέπτες του το καθιστούν ως το ιδανικό σκηνικό της υπόθεσης αυτής.
Στο θέρετρο του Ατλαντικού, με θαμώνες τους πιο πλούσιους και ισχυρούς και τα σπίτια των δεκάδων εκατομμυρίων, όπως αυτό της οικογένειας του Μπαράκ Ομπάμα, των Κένεντι και άλλων, γράφτηκε ο δραματικός επίλογος και άλλων ιστοριών που έμοιαζαν αρχικά παραμυθένιες. Η πραγματικότητα, όμως, αποδεικνύεται συχνά πιο σκοτεινή. Το 1969, εκεί γράφηκε ο πολιτικός επίλογος, του πολλά υποσχόμενου τότε γερουσιαστή Tεντ Κένεντι, αδελφού του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Τζον Κένεντι.
Ο γερουσιαστής προκάλεσε ένα θανατηφόρο αυτοκινητιστικό δυστύχημα με θύμα μια νεαρή γυναίκα. Δεκαετίες αργότερα, το αεροπλάνο του ανιψιού του και γιού του προέδρου Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι, συνετρίβη στον Ατλαντικό Ωκεανό λίγο έξω από τις ακτές του νησιού, σκοτώνοντας τον ίδιο, την σύζυγό του, Καρολάιν Μπεσέτ Κένεντι, και την αδερφή της και ενισχύοντας την “κατάρα των Κένεντι”.
Το “τραγικό” παιχνίδι της μοίρας
Στα ίδια νερά βρέθηκε το 2016 ο 22χρονος Νάθαν Κάρμαν. Τόσο τα δικά του ίχνη, όσο και της μητέρας του, είχαν χαθεί επτά ημέρες νωρίτερα. Είχε καλέσει Λίντα να περάσουν την ημέρα μαζί. Οι δυο τους συνήθιζαν να πηγαίνουν για ψάρεμα, αποτυπώνοντας σε φωτογραφίες τα λάφυρά τους, τους τόνους που έπιαναν, με το σκάφος που η ίδια του είχε κάνει δώρο για τα 18ο γενέθλιά του και το είχαν ονομάσει για πλάκα «ανεμοβλογιά».
Η ακτοφυλακή και οι αρχές μετά από τέσσερα αγωνιώδη 24ωρα τερμάτισαν τις διαδικασίες ανεύρεσης και είχαν παραδεχτεί ότι οι πιθανότητες να βρεθούν ζωντανοί γιός και μητέρα ήταν απειροελάχιστές. Και, όμως, ξαφνικά εντόπισαν μία φουσκωτή βάρκα διάσωσης. Σε αυτήν, βρισκόταν μονάχα ο νεαρός, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι περιφερόταν για ημέρες στη θάλασσα αποπροσανατολισμένος. Αργότερα, περιέγραψε στις αρχές ότι το σκάφος βυθίστηκε όταν μυστηριωδώς μπήκε νερό.
Σε αντίθεση με τον ίδιο, η μητέρα του δεν κατάφερε να ανέβει στη σωσίβια σχεδία και παρά τις προσπάθειές του δεν μπόρεσε να την εντοπίσει. Οι αρχικές σκέψεις, επικεντρώθηκαν στην κακή τύχη του γοητευτικού νεαρού και της οικογένειάς του. Το άλλοτε χρυσό αγόρι της πάμπλουτης οικογένειας με τις τεράστιες χορηγίες και φιλανθρωπικές πράξεις στην κοινότητα, είχε χτυπηθεί αλύπητα από τη μοίρα. Αφότου έχασε τον παππού και πατριάρχη της οικογένειας με αυτό τον αποτρόπαιο τρόπο, έχασε και τη μητέρα του.
Ο άπληστος εγγονός
Η καχυποψία δεν άργησε να διαδεχθεί διαδεχθεί το πρώτο σοκ και αίσθημα ανακούφισης που προκάλεσε η διάσωση του επτά ολόκληρες ημέρες στο νερό. Οι θείες και τα μέλη της οικογένειάς του, δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι ο Νάθαν είχε προλάβει να προμηθευτεί νερό και τροφή πριν βουλιάξει το σκάφος, αλλά δεν είχε εντοπίσει τη μητέρα του. Ήταν εκείνοι που συνέδεσαν τα δύο εγκλήματα, εντόπισαν ως κίνητρο την διασφάλιση της περιουσίας και πίεσαν τις αρχές να κινηθούν. Πράγματι, εκδόθηκε ένταλμα έρευνας για το σπίτι του Νάθαν στο Βερμόντ. Η αστυνομία αναζητούσε χάρτες, έγγραφα, συσκευές εντοπισμού θέσης, ηλεκτρονικές συσκευές και οτιδήποτε θα συνέβαλε στην παροχή συντεταγμένων ή απόδειξης ενός σχεδίου βύθισης.
Οι αρχές αναζητούσαν επίσης αποδείξεις για αγορές ανταλλακτικών σκαφών ή εξοπλισμού. «Η έρευνα αποκάλυψε ότι το σκάφος του Νάθαν χρειαζόταν μηχανική επισκευή και ότι ο Νάθαν διεξήγαγε ένα μέρος αυτών των επισκευών με δική του βούληση, κάτι που θα μπορούσε ενδεχομένως να καταστήσει το σκάφος μη ασφαλές για λειτουργία», δήλωσε ένας εκ των ερευνητών που είχε αναλάβει την υπόθεση.
Τότε, ήταν που εστίασαν και στην προσωπικότητα του Νάθαν. Πίσω από την αψεγάδιαστη εικόνα, την προσποιητή ευγένεια και την αγάπη προς την οικογένειά του, ανακάλυψαν έναν προβληματικό νέο. Είχε υψηλό IQ, ξεσπάσματα και στο παρελθόν είχε εξαφανιστεί για ημέρες, μετά τον θάνατο του αλόγου του. Οι απανωτές απώλειες και η διάσωση εφτά ημέρες μετά την βύθιση οδήγησε και σε κάποιες τηλεοπτικές εμφανίσεις του Κάρμαν. Παρά την προσπάθειά του να παραπλανήσει την κοινή γνώμη και τις αρχές, η αμηχανία και η έλλειψη συναισθήματος ήταν εμφανής. Ο ίδιος τότε το έριξε στην αντεπίθεση, λέγοντας ότι πάσχει από Άσπεργκερ και δεν αντιδρά όπως οι υπόλοιποι, ακόμα και στο θρήνο.
Εντέλει, χρειάστηκαν χρόνια, αλλά μόλις δύο ημέρες πριν του ασκήθηκαν οκτώ διαφορετικές κατηγορίες, συμπεριλαμβανομένης της σκηνοθεσίας δολοφονίας της μητέρας του. Οι αρχές πιστεύουν ότι τη δολοφόνησε και μετά βύθισε το πλοίο. Η σωρός της δεν βρέθηκε ποτέ. Ο ίδιος επιμένει στην αθωότητά του. Στην περίπτωση που καταδικαστεί, θα περάσει όλη του τη ζωή στη φυλακή. Το χειρότερο όλων για την οικογένεια είναι ότι στην προσπάθειά του να υπερασπιστεί τον εαυτό του, διαβάλει τον παππού του μετά θάνατον.
Υποστήριξε ότι διέθετε παράνομο δεσμό με μία νεαρή γυναίκα 20 ετών, με τον δικηγόρο του Νάθαν να προσκομίζει οικονομικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς αυτούς. «Της είχε πληρώσει δεκάδες χιλιάδες δολάρια για πλαστική στήθους και άλλες αισθητικές παρεμβάσεις» και ίσως εμπλέκεται κάπως…Την καλούν, μάλιστα, και ως μάρτυρα.
Σαν αρχαία τραγωδία
Πριν από τη δολοφονία του παππού του, ο κατηγορούμενος –πλέον- όπως αναφέρεται στο κατηγορητήριο- άρχισε να κάνει “λεπτομερείς ερωτήσεις” σχετικά με την οικονομική αυτοκρατορία της οικογένειας. Έπεισε τη μητέρα του να τον ονομάσει δικαιούχο των δικών της καταπιστευμάτων. Οι αρχές πιστεύουν ότι το έγκλημα ήταν σχεδιασμένο εδώ και χρόνια. Ξεκίνησε με την άγρια δολοφονία του παππού του. Αγόρασε ψεύτικη ταυτότητα. Με αυτήν προμηθεύθηκε ένα όπλο.
Μπήκε στο σπίτι, καθώς είχε και κλειδιά και γνώριζε τους κωδικούς, σκοτώνοντας τον Τσάκαλο στον ύπνο του. Εξαφάνισε τον σκληρό δίσκο του υπολογιστή του και το GPS, ώστε να μην μπορεί να αποδειχθεί που βρισκόταν τη νύχτα της δολοφονίας. Το τραγικό της υπόθεσης είναι ότι όχι μόνο δεν κατηγορήθηκε για το έγκλημά του, αλλά ότι μετά τον θάνατό του Τσάκαλου, ο εγγονός του κληρονόμησε άλλο ένα μισό εκατομμύριο δολάρια που είχε ο παππούς εξασφαλίσει για αυτόν, κάτι σαν δώρο, για να «πραγματοποιήσει τα όνειρά του».
Σπατάλησε τα χρήματα και σειρά είχε η μητέρα του. Αποφάσισε να την εξοντώσει, ώστε να πάρει το μερίδιό της, το οποίο ξεπερνούσε τα 40 εκατομμύρια δολάρια. Μία από τις στενότερες φίλες της Λίντα περιέγραψαν ότι η γυναίκα αγαπούσε τον γιό της, αλλά και τον φοβόταν. Είχε υποψίες για την συμμετοχή του στη δολοφονία του πατέρα της, αλλά πείστηκε από τον ίδιο για την αθωότητά του. Για καλό και για κακό, όμως, της έστειλε ένα μήνυμα πριν την εκδρομή με το γιό της. Την ενημέρωνε ότι θα πήγαινε για ψάρεμα και της έδινε οδηγίες, σε περίπτωση που δεν θα επικοινωνούσε μαζί της να ειδοποιήσει τις αρχές.
Αυτό ακριβώς έκανε το ίδιο βράδυ. Η διαφορά ήταν ότι δεν είχε εξαφανιστεί μονάχα η Λίντα, αλλά και ο γιός της. Όταν οι ημέρες περνούσαν και οι ελπίδες για την ανεύρεσή της εξανεμίζονταν άρχισαν οι συζητήσεις και οι φήμες για κατάρα του άλλοτε τυχερού Έλληνα, με το χέρι του Μίδα. Τρεις απώλειες, σε λίγα χρόνια. Η κατάρα πήρε άλλη μορφή, όταν αποδείχθηκε η εμπλοκή του εγγονού.
Ο Τζον Τσάκαλος διάβαζε ελληνικές εφημερίδες και βιβλία. Ίσως είχε διδαχθεί την τραγωδία του Αισχύλου και τη δολοφονία του τρανού Αγαμέμνωνα από τα χέρια της γυναίκας του. Ο ίδιος, μετά από μία ζωή γεμάτη διακρίσεις και επιτυχία, χάθηκε από τα χέρια του αγαπημένου του εγγονού. «Εκείνου που θα τον διαδεχόταν…» Και τώρα ως ειρωνεία της τύχης, οι απογονοί του, τους οποίους προέτρεπε μονίμως να παραμείνουν ενωμένοι και να μην δίνουν δικαιώματα, παλεύουν στα δικαστήρια. Μηδένα προ του τέλους, μακάριζεν..