Η ιστορική ευκαιρία του ΠΑΣΟΚ να ξαναγίνει μεγάλο
23/05/2022Μετά την εκλογή νέου προέδρου, μετά το κομματικό “δημοψήφισμα” που αποφάσισε την επιστροφή στο όνομα ΠΑΣΟΚ και τώρα με το συνέδριο, το άλλοτε κραταιό Κίνημα επιχειρεί ένα δυναμικό come back στη χορεία των πρωταγωνιστών του πολιτικού συστήματος. Το εάν θα τα καταφέρει θα το δείξει ο χρόνος. Αυτό που μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα είναι ότι η συγκυρία είναι εξαιρετικά ευνοϊκή, για την ακρίβεια είναι η ιστορική ευκαιρία του ΠΑΣΟΚ να ξαναγίνει μεγάλο.
Όπως είχαμε επισημάνει από το 2017 και απέδειξαν τα γεγονότα, το πολιτικό άνοιγμα προς την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και η ρητορική μετατόπιση της Κουμουνδούρου προς την Κεντροαριστερά δεν είναι από μόνες τους ικανές κινήσεις να αφομοιώσουν στον ΣΥΡΙΖΑ τους κεντροαριστερής προέλευσης ψηφοφόρους. Σε ένα βαθμό αυτό μπορεί να συμβεί. Δεν φαίνεται, όμως, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να γίνει ο διάδοχος του μεγάλου ΠΑΣΟΚ, όπως ελπίζει ο Τσίπρας.
Για να καλύψει με ηγεμονικούς όρους ο ΣΥΡΙΖΑ το κενό πολιτικής εκπροσώπησης της Κεντροαριστεράς έπρεπε να εκφράσει πολιτικά τις βασικές κοινωνικοοικονομικές ανάγκες και τις εθνικές ανησυχίες του κορμού της εκλογικής της βάσης. Σε ό,τι αφορά τις κοινωνικο-οικονομικές ανάγκες η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Τσίπρα ήταν σε γενικές γραμμές να στηρίξει τα φτωχά στρώματα, αφαιμάζοντας τη μεσαία τάξη. Σε ό,τι αφορά τις εθνικές ανησυχίες των κεντροαριστερών ψηφοφόρων, αυτό είναι αδύνατον λόγω των περισσότερο ή λιγότερο εθνομηδενιστικών ιδεολογημάτων που κυριαρχούν στην Κουμουνδούρου.
Όσο το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ παρέμενε στο πλαίσιο που είχε χαράξει η Γεννηματά, φαινόταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κινδύνευε. Ο αναποτελεσματικός και ιδεολογικοποιημένος τρόπος που η Κουμουνδούρου ασκεί αντιπολίτευση από το 2019 και οι θέσεις που πήρε σε κρίσιμα ζητήματα λόγω των ιδεολογημάτων του (μεταναστευτικό, ελληνογαλλικό σύμφωνο αμυντικής συνδρομής, αμυντικές δαπάνες κ.α.) κατέδειξαν την ιδεολογική-πολιτική κυριαρχία του “μικρού ΣΥΡΙΖΑ” επί του “μεγάλου ΣΥΡΙΖΑ”, παρότι στο τελευταίο συνέδριο η ομάδα Τσίπρα κέρδισε κατά κράτος. Μέχρι τώρα, όμως, οι κεντροαριστεροί πρώην “πράσινοι” ψηφοφόροι που πήγαν στο κόμμα του Τσίπρα σαν εκλογικοί πρόσφυγες και το εκτόξευσαν, ελάχιστα επηρέασαν την πολιτική του.
Ιδεολογικοπολιτικός μεταπρατισμός
Όσο ασκούσε την εξουσία, το raison d’ etat μετρίαζε τις ιδεοληψίες των κυβερνητικών παραγόντων, επειδή ακριβώς ήταν υποχρεωμένοι να αντιμετωπίζουν συγκεκριμένα προβλήματα. Και ενώ θα περίμενε κανείς ότι τα πεντέμιση χρόνια που ο ΣΥΡΙΖΑ άσκησε την εξουσία θα τον προσγείωναν και θα τον ωρίμαζαν ιδεολογικά-πολιτικά, όταν το καλοκαίρι του 2019 βρέθηκε στην αξιωματική αντιπολίτευση και τα ανώτατα στελέχη του επέστρεψαν στην Κουμουνδούρου, παλινδρόμησαν στα γνωστά ιδεολογικά-πολιτικά καταγωγικά στερεότυπά τους.
Στην Ελλάδα το δραματικά ζητούμενο είναι η εξάρθρωση του κλεπτοκρατικού συστήματος, ο ριζοσπαστικός εκσυγχρονισμός και η παραγωγική ανασυγκρότηση με την αξιοποίηση των πολλών λιμναζουσών αναπτυξιακών δυνατοτήτων. Και βεβαίως, η προάσπιση της εθνικής ασφάλειας απέναντι αφενός στον κλιμακούμενο τουρκικό επεκτατισμό, αφετέρου στην έμμεση, αλλά όχι μικρότερη, απειλή της μαζικής παράνομης μετανάστευσης. Πρόκειται για εθνικού χαρακτήρα προτάγματα.
Ο ιδεολογικός-πολιτικός μεταπρατισμός σύσσωμου του πολιτικού συστήματος, η διαπλοκή με την ολιγαρχία του χρήματος και οι εξαρτήσεις των αρχουσών ελίτ από τους ξένους “προστάτες” δεν αφήνουν, όμως, περιθώρια αισιοδοξίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει τα όριά του, ενώ η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με επαρχιώτικο φανατισμό, ισορροπεί ανάμεσα στις δικές της νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες και στον παραδοσιακό “κοτζαμπασιδισμό” της.
Ο Τσίπρας έχει συνειδητοποιήσει ότι το εκλογικό μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ είναι να “κατακτήσει” τον κεντροαριστερό χώρο. Το επιχειρεί, όμως, με όρους εκλογικής αριθμητικής και όχι πολιτικής άλγεβρας. Προσέλκυσε πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ και επιδιώκει να προσδέσει εκλογικά στον ΣΥΡΙΖΑ τους πασοκογενείς ψηφοφόρους που είχαν προσέλθει. Έχει χάσει, όμως, σε μεγάλο βαθμό την ιστορική ευκαιρία να τους ενσωματώσει πολιτικά.
Η εκλογή Ανδρουλάκη
Αυτή ήταν σε γενικές γραμμές η εικόνα όταν το ΚΙΝΑΛ ξεκίνησε τη διαδικασία εκλογής νέου προέδρου. Όπως είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού, η μεγάλη συμμετοχή στις κομματικές κάλπες και η εκλογή Ανδρουλάκη προκάλεσαν μία πολιτική δυναμική, η οποία αποτυπώνεται και στις δημοσκοπήσεις. Είναι ξεκάθαρο ότι ένα σημαντικό ποσοστό ψηφοφόρων που είχαν εγκαταλείψει το ΠΑΣΟΚ, καταφεύγοντας κυρίως στον ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως στη ΝΔ του Μητσοτάκη, βρίσκεται σήμερα σε κατάσταση εκλογικού μετεωρισμού. Αρκετοί εξ αυτών σκέφτονται πλέον σοβαρά τον εκλογικό “επαναπατρισμό”.
Οι λόγοι είναι δύο: Πρώτον, το γεγονός ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ έχουν σε σημαντικό βαθμό απογοητεύσει πρώην “πράσινους” ψηφοφόρους που είχαν ψηφίσει τα δύο αυτά κόμματα. Δεύτερον, λόγω αυτής της πολιτικής απογοήτευσης, εκδηλώνεται ένα είδος πολιτικής νοσταλγίας. Πολλοί πρώην “πράσινοι” ψηφοφόροι που σκόρπισαν προς διάφορες κατευθύνσεις είναι –για διαφορετικές αιτίες– απογοητευμένοι από τη νέα εκλογική “στέγη” τους. Αυτό ισχύει και για όσους μετέτρεψαν τον ΣΥΡΙΖΑ από μικρό σε μεγάλο κόμμα, αλλά και για όσους (κυρίως σημιτικής προέλευσης) κατέφυγαν εκλογικά στη ΝΔ του Μητσοτάκη. Αμφότεροι θεωρούν ότι έχουν αρκετά τιμωρήσει το Κίνημα και ως εκ τούτου πολλοί εξ αυτών σκέφτονται να του δώσουν μία δεύτερη ευκαιρία, γεγονός που συνιστά ιστορική ευκαιρία για το ΠΑΣΟΚ.
Το εάν αυτή η τάση θα μετατραπεί σε ρεύμα θα το δούμε το επόμενο διάστημα. Κρίσιμο ρόλο παίζει ο τρόπος που πολιτεύεται και θα πολιτευθεί ο Ανδρουλάκης. Μπορεί ακόμα να διανύει περίοδο χάριτος ως νέος πρόεδρος, αλλά δεν έχει δώσει δείγματα γραφής ότι μπορεί να εκμεταλλευθεί την ευνοϊκή συγκυρία για να δημιουργήσει μία νέα πολιτική-εκλογική δυναμική, αναλαμβάνοντας πολιτικές πρωτοβουλίες, οι οποίες θα τροφοδοτούσαν και θα παγίωναν την τάση “επαναπατρισμού”.
Η ιστορική ευκαιρία του ΠΑΣΟΚ
Προς το παρόν, λοιπόν, μπορεί η αρχική δυναμική που προκάλεσε η εκλογή νέου προέδρου που δεν βαρύνεται με αμαρτίες του παρελθόντος, να μην έχει εξαντληθεί, αλλά δεν έχει μετουσιωθεί σε “αναγεννητική” δυναμική. Η επιστροφή στο όνομα ΠΑΣΟΚ και στο απόλυτο πράσινο προφανώς δεν αρκούν. Ούτε αρκεί το να υψώνει ο Ανδρουλάκης σημαία σοσιαλδημοκρατίας. Αυτή μοιάζει περισσότερο με ιδεολογικοπολιτικό βόλεμα παρά με τη χάραξη ενός προγραμματικού βηματισμού που να προτείνει εγχώριες λύσεις στα εγχώρια προβλήματα.
Με άλλα λόγια, αναγκαία συνθήκη για να γίνει το ΠΑΣΟΚ ξανά μεγάλο είναι να προτείνει στην κοινωνία μία σφαιρική πολιτική επαγγελία για την Ελλάδα. Μόνο έτσι θα έχει την ελπίδα να ιονίσει τις κοινωνικές δυνάμεις που παραμένουν σ’ αυτό τον χώρο και να δημιουργήσει νέα πολιτική-εκλογική δυναμική. Ουσιαστικά χρειάζεται να γίνει κάτι ανάλογο που έκανε τη δεκαετία του 1970 ο Ανδρέας, σε άλλες συνθήκες και βεβαίως με νέο τρόπο και σύγχρονο πρόσημο. Στο διάστημα που έχει μεσολαβήσει από την εκλογή του, όμως, ο Ανδρουλάκης δεν έχει κάνει ούτε μία καινοτομική πολιτική πρόταση. Δεν αρκεί να λες ότι δεν θα πας ούτε με τη ΝΔ ούτε με τον ΣΥΡΙΖΑ κι ότι οραματίζεσαι σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση.
Για τον λόγο που το ΚΙΝΑΛ απέτυχε να ανασυγκροτήσει την Κεντροαριστερά, κινδυνεύει να χαθεί η τωρινή ιστορική ευκαιρία του ΠΑΣΟΚ να ξαναγίνει μεγάλο. Στην πολιτική είναι εύκολο να λες γενικότητες, ακόμα και να θέτεις στόχους, αλλά δύσκολο να τους επιτυγχάνεις. Η πολιτική-εκλογική αποδόμηση του ΠΑΣΟΚ προ δεκαετίας προέκυψε από το γεγονός ότι έριξε την Ελλάδα στην αγκαλιά της Τρόικας. Παρά τις μεγάλες διαφορές τους και οι δύο τότε ηγετικές προσωπικότητές του (Γιώργος Παπανδρέου και Βαγγέλης Βενιζέλος) είχαν ταυτόσημη θέση ως προς αυτό και η τωρινή παρουσία τους στο συνέδριο μπορεί να σηματοδοτεί μία εντύπωση ενότητας, αλλά δεν προσφέρει πολιτικό κεφάλαιο.
Η κρίσιμη δοκιμασία για το νέο ΠΑΣΟΚ θα είναι στις επόμενες εκλογές, πιθανότατα το φθινόπωρο. Το γεγονός ότι θα διεξαχθούν με απλή αναλογική διευκολύνει την ανάκαμψή του. Εάν οι “πράσινοι” υπερβούν το 15% θα δημιουργηθεί πρόσθετη δυναμική από την προσδοκία επανόδου σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Αυτό σημαίνει ότι το ΠΑΣΟΚ θα πάψει να είναι μικρομεσαίος ρυθμιστής, με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε για μία μεταβατική περίοδο σε τριπολιτικό πολιτικό σύστημα. Εάν συμβεί αυτό θα πρόκειται για στρατηγικού χαρακτήρα εξέλιξη.