Το ΠΑΣΟΚ στο σταυροδρόμι – Αυτοδικαίωση ή αυτοκριτική;
31/05/2022Σε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες αναλυτικές προσεγγίσεις που έχουν παραχθεί εντός πολιτικού κόμματος από το 1974 μέχρι σήμερα, στην 18η σύνοδο της Κ.Ε. του ΠΑΣΟΚ (Σεπτέμβριος 1985), ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης στον κριτικό του αντίλογο απέναντι στη συλλογική γραφειοκρατία του κόμματος, σε μια διαφαινόμενη στιγμή ολοκλήρωσης ενός ιστορικού-κομματικού κύκλου, επισημαίνοντας την κεντρικότητα του ζητήματος της ερμηνείας της ιστορίας αναφέρει: «ένα πολιτικό κίνημα είναι θεωρία, πολιτικό σχέδιο, μνήμη του εθνικού ταξικού αγώνα. Εκτός απ’ αυτό που προτείνει και αντιπροσωπεύει, εκφράζει ταυτόχρονα και τη μνήμη της ιστορικής εξέλιξης. Ένα πολιτικό κίνημα που δεν έχει μνήμη της ιστορίας και των μετασχηματισμών του, που δεν μπορεί να ερμηνεύσει σωστά την ιστορία του δεν έχει μέλλον, προοπτική».
Φεύγοντας από τα σχήματα ενός στενού οικονομικού-κοινωνιολογικού αναγωγισμού, συμφωνώ με τη προσέγγιση ότι τα κόμματα είναι μεταξύ άλλων συλλογικοί-μνημονικοί τόποι. Μνημονικοί τόποι που εξελίσσονται δυναμικά, παράγοντας ερμηνείες ιστορικών διαδικασιών, συνδέονται με τη θεωρία που διαμορφώνουν-καταναλώνουν και την πολιτική πρακτική που έχουν ως κομματικοί σχηματισμοί. Η ίδια η εμφάνιση του ΠΑΣΟΚ και η ηγεμονία του για αρκετές δεκαετίες στα χρόνια της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας θεμελιώθηκε στην ερμηνεία της ιστορίας που πρότεινε ή καλύτερα στη μορφοποίησή της σε πολιτικό κίνημα, σε αλληλεξάρτηση με επιμέρους πολιτικές-κυβερνητικές πρακτικές.
Η αργόσυρτη κρίση του στη συνέχεια, η σταδιακή ιδεολογικοπολιτική του πτώχευση, που προηγήθηκε της οικονομικής του χρεοκοπίας και της εκλογικής του συρρίκνωσης, καταγράφεται στην αδυναμία παραγωγής μιας κοινής ερμηνείας της εξέλιξης του κόμματος και της χώρας, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και μετά. Ζήτημα που τέθηκε στις διαφορετικές συγκυρίες του 2ου (1990) και 3ου (1994) συνεδρίου, αλλά δεν λύθηκε. Η συλλογική γραφειοκρατία του κόμματος, στο πλαίσιο της αναπαραγωγής της ως κοινωνικού στρώματος, κινήθηκε σταδιακά σε άλλη κατεύθυνση από σημαντικό μέρος της εκλογικής, αλλά και της οργανωμένης βάσης, κάτι που θα καταγραφεί και με ποσοτικούς όρους την περίοδο 2010-2015.
Το διαρκές αυτό χάσμα είχε σαν αποτέλεσμα την βαθμιαία ποιοτική αλλοίωση των σχέσεων εκπροσώπησης-ένταξης-συμμετοχής. Η αφετηρία βρίσκεται στην κρατικοποίηση του κόμματος ως κυρίαρχης τάσης ήδη από τη δεκαετία του 1980, που θα λάβει ιδίως από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μετά, καταιγιστικούς ρυθμούς, μετασχηματίζοντας τη μορφή του ως κόμμα, τον χώρο του ως παράταξη, προκαλώντας κενά, στασιμότητα, πολιτικο-θεωρητικές αδυναμίες και οργανωτική υποχώρηση-μετάλλαξη.
Αυτοδικαίωση όχι αυτοκριτική
Η ερμηνεία της ιστορίας από την κομματική γραφειοκρατία δομείται ως αυτοδικαίωση, εχθρότητα απέναντι στην αυτοκριτική, αναθεώρηση, μια λέξη που ενοχοποιήθηκε στην ιστορία του διεθνούς σοσιαλιστικού κινήματος. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε εκφράσει δημόσια αυτοκριτική κάποιων πολιτικών του επιλογών, όπως για την ελληνοτουρκική συνάντηση στο Νταβός (1988), το περίφημο mea culpa, ή η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης για το σκάνδαλο Κοσκωτά. Στα δύο δηλαδή από τα τρία πιο σημαντικά ζητήματα της περιόδου 1985-89. Ήταν στοιχείο της πολιτικής υπεροχής του.
Απεναντίας, σε όλους τους επόμενους ηγέτες του ΠΑΣΟΚ μέχρι και την περίοδο 2012-14, οπότε και το ΠΑΣΟΚ εμφανίζεται με άλλη ονομασία, δεν σημειώνεται αυτοκριτικός ή αναθεωρητικός λόγος, ούτε κατά τον σύγχρονο των πράξεων ιστορικό χρόνο, ούτε σε αναστοχαστικές εκ των υστέρων αποτιμήσεις. Κυριαρχεί αποκλειστικά η αυτοδικαίωση, απουσιάζει η συγγνώμη. Στοιχείο αδυναμίας (για μια συνολική πραγμάτευση της εξέλιξης του ΠΑΣΟΚ, βλ. Χ. Τάσσης, “Το σοσιαλιστικό εγχείρημα στην Ελλάδα: Η περίπτωση του ΠΑΣΟΚ”, στο συλλογικό τόμο “Σοσιαλισμός και πολιτική εξουσία σήμερα”, Διόνικος, 2022).
Η μνημονιακή υπαγωγή της χώρας στους διεθνείς πιστωτές, με τους όρους που θεσμοποιήθηκε, επιτάχυνε με βίαιο τρόπο την αδυναμία διευρυμένης κοινωνικής αναπαραγωγής της πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας, πυκνώνοντας τον πολιτικό χρόνο και δημιουργώντας εκρηκτικούς όρους, όπως εκφράστηκαν στις αλλαγές των σχέσεων πολιτικής εκπροσώπησης. Οι διπλές εκλογές του Μαΐου-Ιουνίου 2012 κατέγραψαν τις μεγάλες μετατοπίσεις που προκάλεσε η κρίση και το αντιμνημονιακό κίνημα της περιόδου 2010-12. Στον αντιδεξιό-κεντροαριστερό χώρο ο ΣΥΡΙΖΑ κατέλαβε τη θέση του ΠΑΣΟΚ και το (εναπομείναν) ΠΑΣΟΚ άρχισε να βιώνει υπαρξιακή κρίση.
Για την εκλογική πορεία του ΠΑΣΟΚ και την εξέλιξη της σχέσης του με τα κινήματα, βλ. Παναγιώτης Κουστένης, “Στο λυκόφως (;) του Πράσινου Ήλιου : Συγκρότηση και μετεξέλιξη της εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ “(1974-2015), Κώστας Κανελλόπουλος, “Η διαλεκτική κομμάτων και κινημάτων στην ελληνική πολιτική : Το ΠΑΣΟΚ από το αντιδικτατορικό κίνημα στους Αγανακτισμένους”, στο Β. Ασημακόπουλος-Χ. Τάσσης (επιμ), “ΠΑΣΟΚ 1974-2018 : Πολιτική Οργάνωση-Ιδεολογικές Μετατοπίσεις-Κυβερνητικές Πολιτικές” (Gutenberg 2018).
Ας δούμε συνοπτικά πώς διαβάζουν ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ τη “στιγμή 2012”, έχοντας υπ’ όψιν ότι η μαζική μετατόπιση και η διαμόρφωση των συσχετισμών μεταξύ των δύο χώρων γίνεται το 2010-2012. Καταγράφεται και σε περιορισμένο αριθμό κομματικών ακτιβιστών από το ΠΑΣΟΚ στο ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή, από ένα κυβερνητικό σε ένα μικρό κόμμα της ελάσσονος αντιπολίτευσης.
Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ γίνεται αξιωματική αντιπολίτευση, ιδίως μετά τις ευρωεκλογές 2014 που είναι άμεση η προοπτική εκλογικής νίκης, καθώς η ηγεσία του θέτει θέμα μη συναίνεσης στην εκλογή νέου Προέδρου Δημοκρατίας, ακόμα περισσότερο μετά τις εκλογές του 2015 και κατά την κυβερνητική περίοδο 2015-19, παρατηρείται σημαντική μετατόπιση κομματικών στελεχών από το ΠΑΣΟΚ στο ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή από έναν κόμμα που βρίσκεται σε ραγδαία υποχώρηση, σε έναν που είναι ήδη κυβέρνηση εν αναμονή ή βρίσκεται στην κυβέρνηση, χωρίς ανάλογη μαζική μετακίνηση ψηφοφόρων.
Το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ
Το κυρίαρχο αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ συμπυκνώθηκε στις φράσεις της περιόδου του 2012-13 “το 27% ανήκει στο 4%”, “έγιναν δεκτές οι θέσεις μας που για χρόνια υποστηρίζαμε”. Υπήρξε αδυναμία-άρνηση διαμόρφωσης ενός συμπεριληπτικού ερμηνευτικού σχήματος για την εξέλιξη του πολιτικού αγώνα. Δηλαδή, αυτό που να συνθέτει τις διαφορετικές εμπειρίες, στον αποκλεισμό ή περιθωριοποίηση από τα κεντρικά όργανα του ενιαιοποιημένου ΣΥΡΙΖΑ, των προερχόμενων από το ΠΑΣΟΚ ή από άλλους χώρους που είχαν κινητοποιηθεί στην αντιμνημονιακή συνθήκη και μετείχαν στη συγκρότηση των οργανώσεων του νέου φορέα.
Οι κομματικοί αυτοί ακτιβιστές, που έθεταν ζητήματα φυσιογνωμίας του χώρου για να συμβάλλουν στην από κοινού οικοδόμηση του νέου σχήματος, στην πλειοψηφία τους βρίσκονται εκτός ΣΥΡΙΖΑ από το 2015 και μετά, περιθωριοποιημένοι ήδη από το 2013-14. Η περιθωριοποίηση όσων παρέμειναν στο ΣΥΡΙΖΑ και αποτελούσαν υπόμνηση της κίνησης του 2010-12, αντιμετωπίζουν διαρκώς την ίδια πρακτική από τον κεντρικό μηχανισμό της Κουμουνδούρου και τα υποσυστήματά του. Υπόψιν, η περίπτωση αποκλεισμού της βουλευτού Β’ Πειραιά Νίνας Κασιμάτη από την Κεντρική Επιτροπή, παρότι κατέλαβε εκλόγιμη θέση.
Τα στελέχη από το ΠΑΣΟΚ στα ηγετικά κλιμάκια του ΣΥΡΙΖΑ, στη μεγάλη τους πλειοψηφία εντάχθηκαν στο ΣΥΡΙΖΑ το 2014-15 και μετά. Αυτό εύκολα διαπιστώνεται από την ολική απουσία των ονομάτων τους λ.χ. από τη σύνθεση του σχήματος “Αττική Συνεργασία-Όχι στο Μνημόνιο” (2010), από τα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ (2012), από την ανθρωπογεωγραφία της συνδιάσκεψης ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ (2012) και του 1ου συνεδρίου (2013), αλλά και από το τελευταίο κεφάλαιο του ενδιαφέροντος βιβλίου του Γιάννη Μπαλάφα, “20 χρόνια χρειάστηκαν” (Νήσος, 2012).
Η ανοιχτή πρόσκληση προς στελέχη από το ΠΑΣΟΚ, ανεξαρτήτως της πολιτικής τους πρακτικής, ήταν συνειδητή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με την Απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής τον Ιούνιο 2014, (για μια κριτική στην απόφαση αυτή εκείνη την περίοδο, βλ. Β. Ασημακόπουλος, Πορεία Αριστερά. Επισημάνσεις και εκτιμήσεις για την εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ και άλλες ιστορίες…, ιδίως το κείμενο “Η «πασοκοποίηση» ως αντικειμενικό προτσές”, Γόρδιος, 2016).
Η διαδρομή αυτή αποτυπώνεται στην τρέχουσα πολιτική του κόμματος, στα κείμενά του, με κυρίαρχη την αυτοδικαίωση της ηγεσίας, είτε είναι στην προεδρική τάση, είτε ανήκουν στην “Ομπρέλα”. Αποτυπώνεται σ’ ένα ηθικό τελικά ζήτημα που θέτει η συγκεκριμένη πρακτική, καθώς η πολιτική σημαίνει και παράδειγμα. Αυτά είναι μερικές από τις αιτίες της στασιμότητας του ΣΥΡΙΖΑ και της επανεμφάνισης του ΠΑΣΟΚ με φιλοδοξία αμφισβήτησης των μεταξύ τους πολιτικών συσχετισμών της τελευταίας 10ετίας.
Εκκρεμεί μία συγγνώμη
Η μαζική συμμετοχή στην εκλογή της νέας ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ και η απόρριψη εκδοχών που εκφράζαν το ΠΑΣΟΚ της κρίσης, παρέχει από μόνη της δυνατότητες κριτικής αποτίμησης και επανερμηνείας της κομματικής διαδρομής. Η οργανωτική ανασυγκρότηση που οδήγησε στο 3ο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, αποτύπωσε μια κομματική δομή-ανθρωπογεωγραφία με σημαντικά στοιχεία ανανέωσης.
Ένα από τα ζητήματα που αντιμετωπίζει η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ είναι η δυσκολία επικοινωνίας με το μεγάλο μέρος των πολιτών που αποχώρησε από το ΠΑΣΟΚ και σήμερα παραμένει στο ΣΥΡΙΖΑ, συγκροτώντας ουσιαστικά τη λαϊκή του βάση, ή είναι ανένταχτος κομματικά. Στην επαναπροσέγγιση που είναι αναγκαία, όπως και στη σχέση με τη νεότερη γενιά που δεν έχει καμία βιωματική σχέση με το ΠΑΣΟΚ, θα κριθούν το ζήτημα της ηγεμονίας στο χώρο της Κεντροαριστεράς, συνεπώς και ο βαθμός της πολιτικής αυτονομίας, που η νέα ηγεσία διακηρύσσει.
Αλλά θα κριθεί κυρίως η αναμέτρηση του κόμματος με τους στόχους που έθεσε ο Νίκος Ανδρουλάκης στις ομιλίες του στο 3ο Συνέδριο, ως κατευθύνσεις μιας σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής: κοινωνικό κράτος, δημογραφικό, αντιμετώπιση της ακρίβειας, αντίσταση στην τουρκική επιθετικότητα και ανάγκη ανάδειξης της παθολογίας της σε πολλαπλά διεθνή επίπεδα και οικοδόμηση της γεωπολιτικής αυτονομίας της Ευρώπης. Αυτά είναι θετικά σημεία, που αποτυπώνουν ενδεχομένως την έννοια του χρήσιμου κόμματος, του θεμελιωμένου σε στόχους και αρχές και εφόσον μπορούν να εξέλθουν ενός απλού διαχειριστικού πλαισίου.
Όμως από μόνα τους δεν αρκούν. Απαιτείται μια θαρραλέα και απελευθερωτική ερμηνεία της ιστορικής διαδρομής του ΠΑΣΟΚ, παλιότερης και σύγχρονης. Η παραταξιακή αναφορά στον Ελευθέριο Βενιζέλο, στο ΕΑΜ και στον Ανδρέα Παπανδρέου είναι ορθή, αλλά από μόνη της δεν αρκεί. Ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα από πολιτικές που έβαλαν σε κρίση την ταυτότητα του ΠΑΣΟΚ στο παρελθόν και παράγουν συνέπειες στο σήμερα.
Είναι σωστή η θετική αξιολόγηση της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ που ολοκληρώθηκε το 2003 και την οποία επαναλαμβάνει συχνά ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Δεν υπάρχει όμως καμία αναφορά για τη θέση της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ την περίοδο 2003-04 υπέρ του Σχεδίου Ανάν. Είναι σωστή η θέση για τις ευθύνες της κυβέρνησης Καραμανλή για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Υπάρχει όμως σιωπή για την αποπαραγωγικοποίηση της ελληνικής οικονομίας πριν το 2004. Ήταν ορθή και συγκινητική η αναφορά του Προέδρου στο κουρδικό κόμμα HDP. Όμως εκκρεμεί από το 1999 μια μεγάλη και ειλικρινής συγγνώμη –κι όχι μόνον– στους Κούρδους για τον Οτζαλάν.
Και τέλος η γραμμή ότι οι πολίτες που έφυγαν από το ΠΑΣΟΚ το 2010-12 έκαναν λάθος, παρασύρθηκαν από λαϊκιστικές φωνές κλπ (για το λαϊκιστικό φαινόμενο, βλ. Σ. Σεφεριάδης, “Λαϊκισμός, Δημοκρατία, Αριστερά- Η πρόκληση της μεθόδου”, Τόπος, 2021) είναι ψευδής ιστορικά, συνιστά αυτοδικαίωση της προηγούμενης ηγετικής ομάδας και πολιτικά αναποτελεσματική. Η επαναπροσέγγιση με τους πολίτες που έφυγαν, περνά μέσα από επίπονη προσπάθεια οικοδόμησης μιας κοινής ερμηνείας και μιας προσέγγισης με χαρακτηριστικά “εθνικής-λαϊκής ενότητας”. Στην κατεύθυνση αυτή η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, εγκαταλείποντας την αυτοδικαίωση, μπορεί να ακολουθήσει –όπως λέει και ένας καλός φίλος– τον στίχο της Λίνας Νικολακοπούλου:
«Εγώ με λάβα τα ’λαβα
αυτά που λέει κρυφά το πλήθος
κι ας μοιάζαν θεοπάλαβα
τα αχ των ζωντανών
κατάλαβα».