Είναι η Ελλάδα συμβατή με το ευρώ;
08/06/2017Το καθεστώς που επιβλήθηκε στην Ελλάδα μέσα από τα τρία διαδοχικά Μνημόνια, τα οποία συνυπέγραψαν εκ των συνθηκών οι νόμιμες κυβερνήσεις της, είχε ουσιαστικά αναστείλει την ιδιότητα του κυρίαρχου κράτους και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτή την ιδιότητα. Η Ελλάδα θα πρέπει να αναλάβει και πάλι την ευθύνη διακυβέρνησής. Θα πρέπει να πάψει να είναι ευρωπαϊκό (ουσιαστικά γερμανικό) προτεκτοράτο.
Το τρίτο Μνημόνιο έχει ημερομηνία λήξης τον Αύγουστο 2018. Η Ελλάδα, δρώντας ως καλόπιστος εταίρος στην Ευρωζώνη, ενσωμάτωσε στο εσωτερικό της δίκαιο όλα εκείνα τα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής που της υπαγόρευσαν οι δανειστές. Η ελπίδα ήταν μέσα από αυτή διαδικασία να επανέλθει σε διαδρομή θετικών ρυθμών ανάπτυξης εντός της ζώνης του ευρώ.
Εύλογα, η Ελλάδα είχε και έχει κάθε λόγο να υπολογίζει -ως ενδεχόμενο bridge finance- τα αδιάθετα κεφάλαια του τρίτου Μνημονίου, ύψους περίπου 40 δισ ευρώ, τα αδιάθετα κεφάλαια από την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος ύψους περίπου 15 δισ ευρώ και τα κέρδη των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών από την κερδοσκοπία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας επί των ελληνικών ομολόγων. Θυμίζουμε ότι τα είχε αγοράσει με μεγάλη έκπτωση στην δευτερογενή αγορά και τα πληρώνεται στο ακέραιο, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη, τα οποία διανέμει στις κεντρικές τράπεζες των χωρών-μελών της Ευρωζώνης που είναι οι μέτοχοί της.
Η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους
Η πορεία της Ελλάδας προς τη έξοδο από τα Μνημόνια θα μπορούσε να είναι αρκετά διασφαλισμένη στην περίπτωση που η Ευρωζώνη και το ΔΝΤ συμφωνούσαν μεταξύ τους στην αναδιάρθρωση που θα καθιστούσε το ελληνικό χρέος βιώσιμο. Αυτό θα έπρεπε να είχε επιτευχθεί στο προηγούμενο Eurogroup. Υπάρχει ακόμα η ευκαιρία να συμφωνηθεί στην επόμενη σύνοδό του στις 15 Ιουνίου.
Σε μια πρώτη φάση είναι απαραίτητο να διακηρυχθεί ρητά ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο, ώστε μέσω της αγοράς ελληνικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να εμπεδωθεί ένα θετικό κλίμα για την προοπτική της ελληνικής οικονομίας στις διεθνείς αγορές. Αυτή θα είναι η αρχή της εξόδου από το «σπιράλ θανάτου».
Η Γερμανία, όμως, προβάλει εμπόδια. Αρνείται την υπόδειξη του ΔΝΤ για γενναία ελάφρυνση και για μειωμένα πρωτογενή πλεονάσματα, επιδιώκοντας ουσιαστικά να οδηγήσει την Ελλάδα σε νέο δάνειο και σε νέο Μνημόνιο, που πιθανότατα δεν θα ονομαστεί έτσι αλλά θα είναι το ίδιο.
Η χρεοκοπία περιμένει στη γωνία
Η χρεοκοπία, όμως, είναι στη γωνία και αυτό στο Βερολίνο το γνωρίζουν. Το φθινόπωρο του 2021 το ύψος των τόκων που θα πρέπει η Ελλάδα να καταβάλει διπλασιάζεται σε σχέση με το 2020 και διπλασιάζεται εκ νέου το 2022 σε σχέση με το 2021. Η οικονομία δεν μπορεί να αντέξει τέτοιο βάρος, όταν βρίσκεται στην κατάσταση που βρίσκεται, όταν η ανεργία θα παραμείνει σε πολύ υψηλά επίπεδα, γεγονός που εκτός από τις κοινωνικές επιπτώσεις συνιστά και απειλή κατάρρευσης του ασφαλιστικού συστήματος.
Η Ελλάδα προφανώς βρίσκεται προ στρατηγικού αδιεξόδου, εντός φαύλου κύκλου. Το κρίσιμο ορόσημο είναι ο Αύγουστος 2018. Η έξοδος από τον κύκλο των Μνημονίων θα πρέπει να εξελιχθεί είτε εντός της Ευρωζώνης, είτε με απαρχή διαπραγματεύσεων για αποχώρηση από το ευρώ και σύναψηα ειδικής συμβατικής σχέσης με την ΕΕ.
Σε περίπτωση που επιλεγεί η αποχώρηση περίπου το 2021-2022 θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα του bridge finance ύψους περίπου 50 δισ. Αυτή την πρόταση είχε κάνει το 2012 ο Σόιμπλε στον Βενιζέλο, αλλά αυτός την είχε απορρίψει, χωρίς να μεσολαβήσει οποιοδήποτε ζύγισμα των θετικών και των αρνητικών. Το 2017, όμως, οι συνθήκες και διεθνώς και στην Ελλάδα είναι πολύ διαφορετικές από το 2012.
“Σπιράλ χρεοκοπίας”
Το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση είναι συμβατότητα της ελληνικής οικονομίας με το ευρώ. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η απάντηση που δινόταν πριν την κρίση, ήταν σχεδόν αυτονόητα καταφατική. Τώρα πια, όμως, οι πολίτες άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι η Ελλάδα έχει εγκλωβισθεί σε «σπιράλ χρεοκοπίας», με αποτέλεσμα τη σταδιακή αλλά σταθερή αλλαγή του κλίματος.
Ολοένα και περισσότεροι Έλληνες δίνουν πλέον αρνητική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα. Σ’ αυτή τη μεταστροφή έχει συμβάλει αποφασιστικά η στάση του Βερολίνου και των άλλων ισχυρών της Ευρωζώνης. Έχει συμβάλει ο παραλογισμός για επιβολή πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 3% για 20 χρόνια, όπως προβλέπει ένα σενάριο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας!
Αυτό το σενάριο, αλλά και όσα άλλα είναι στο τραπέζι, συνεπάγονται την καταστροφή της οικονομίας και μόνιμη λιτότητα για τους Έλληνες επί δεκαετίες. Ουσιαστικά δεν μιλάμε πλέον για απλή λιτότητα, ούτε για περιοριστικά δημοσιονομικά μέτρα. Ο λόγος είναι για μια διαδικασία μαζικής φτωχοποίησης των Ελλήνων. Η υπανάπτυξη, η καχεξία, η παρακμή θα είναι οι μόνιμοι σύντροφοι του μέσου νοικοκυριού στην κόλαση της γερμανικής οικονομικής –ή μήπως βήμα-βήμα και γεωπολιτικής– ζώνης επιρροής που θα κρύβεται υπό τον ευρωπαϊκό μανδύα.
Εμποδίζουν την επιστροφή στην “κανονικότητα”
Η σύνοδος των υπουργών Οικονομικών στις 22 Μαΐου υπήρξε εξόχως διαφωτιστική. Παρά την αμφισβήτηση των προθέσεων του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ εκ μέρους των νεοφιλελεύθερων, των “εκσυγχρονιστών” και των σταυροφόρων του “ευρωπαϊκού μονόδρομου”, η αλήθεια είναι ότι αυτή η κυβέρνηση τα έχει κάνει όλα. Έχει ψηφίσει προκαταβολικά όλα τα μέτρα για το 2019-2020, έχει ψηφίσει μνημονιακές δεσμεύσεις που εκκρεμούσαν από το πρώτο Μνημόνιο.
Εκτός αυτού, έχει δομήσει συμμαχίες και στην ΕΕ και στις ΗΠΑ. Ο λαός επιδεικνύει καρτερία και αποδέχθηκε τις υπερβολικές απαιτήσεις των δανειστών, ελπίζοντας ότι κατ’ αυτό τον τρόπο προετοιμαζόταν η επιστροφή στην «κανονικότητα». Κι όμως τίποτα αισιόδοξο δεν προέκυψε από το Eurogroup.
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών επέβαλε την ατζέντα του. Τι σημαίνει αυτή; Μόνιμη φτώχεια και υπανάπτυξη. Αδυναμία επιστροφής στις αγορές και επανένταξης στην διεθνή οικονομία. Εγκλωβισμός στην ιδιότυπη γερμανικών προδιαγραφών “Σοβιετία”.
Στην προηγούμενη στροφή της Ιστορίας είχαμε αποφύγει να βρεθούμε στη σοβιετική σφαίρα επιρροής. Στην παρούσα φάση, δυστυχώς, η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε ιδιότυπη αποικία των Γερμανών. Με τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει, πολύ δύσκολα θα βρεθεί στις «ανοιχτές θάλασσες» που είναι η φύση και η θέση της.