Απόστολος Μαγγανάρης: Ο δαιμόνιος Μικρασιάτης του ελληνικού Τύπου
14/06/2022Το 1972, πριν από πενήντα χρόνια, ένας άνθρωπος που υπηρέτησε αδιάκοπα την ελληνική δημοσιογραφία αποσύρθηκε. Ήταν ο θρυλικός Απόστολος Ν. Μαγγανάρης (1904-1990). Ίδρυσε, διαμόρφωσε και προσδιόρισε με τις καινοτομίες του εφημερίδες και περιοδικά στην Ελλάδα της προπολεμικής και της μεταπολεμικής περιόδου.
Γεννημένος στα περίχωρα της Σμύρνης, με καταγωγή από εύπορη οικογένεια της Νάξου, απόφοιτος του φημισμένου Γυμνασίου της Ευαγγελικής Σχολής, δεκατετράχρονος δημοσίευε ποιήματα και πεζογραφήματά του στη δημοτική γλώσσα σε περιοδικά της Σμύρνης (“Νέα Ζωή”) και της Κωνσταντινούπολης (“Ο Λόγος”). Συνεργάστηκε επίσης με την εφημερίδα “Θάρρος” της Σμύρνης. Το 1921 είναι κοντά στον Ελληνικό Στρατό που προήλαυνε στη Μικρά Ασία, εθελοντής απεσταλμένος της αθηναϊκής εφημερίδας “Ελεύθερος Τύπος”.
Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στη Γερμανία και νομικά στην Αθήνα, όπου έφτασε στα τέλη του 1924 και εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος, χρηματιστηριακός μεσίτης, διερμηνέας-μεταφραστής στη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού και στο υπουργείο Συγκοινωνίας. Από τη Γερμανία ήδη δίνει το παρών με μεταφράσεις, ποιήματα, δοκίμια σε λογοτεχνικά περιοδικά: “Νουμάς”, “Μούσα”, “Νέα Εστία”, “Μακεδονικά Γράμματα” (Θεσσαλονίκη), “Ελληνική Επιθεώρησις”, “Έσπερος” (Σύρος), “Εστιάδα” (Χίος), “Πνοή”, “Ρυθμός”, “Σαλόνι”, “Βωμός” (Παρίσι).
Θέατρο, ποίηση, πεζογραφία
Από το 1930 δραστηριοποιείται και στο θέατρο, συγγραφέα σατιρικών επιθεωρήσεων, με πρώτη τη “Ρουκέτα”, και το 1931-32 με την “Αλατιέρα”, το καλοκαίρι του 1932 με την “Πρόγκα”, το 1933-34 με τον “Καζαμία” και με την “Πιπεριά”. Μεταπολεμικά, το 1946-47 γράφει ορισμένα νούμερα για το δίδυμο Οικονομίδη-Αρία στο θέατρο “Ριάλτο”, και το 1964, σε συνεργασία με τον Μήτσο Βασιλειάδη, δίνει για τον θίασο Θεοφανίδη-Σταυρίδη-Καραγιάννη στο θέατρο “Αλάμπρα” την επιθεώρηση “Παρίσι-Καστρί”.
Χρημάτισε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων από το 1936, είχε εκλεγεί και στο Διοικητικό Συμβούλιό της το 1972. Δημοσίευσε ποιητικές συλλογές που αποπνέουν λυρική διάθεση: “Στα Δεσμά του Στίχου” (1920), “Το Ταξίδι” (1924), “Στον Πρώτο Σταθμό” (1929), “Ο Άλλος Δρόμος” (1943), “Διαδρομή” (1972, 1974, με πρόλογο του Γιώργου Βαλέτα και με εικονογράφηση Αλέκου Κοντόπουλου [1904-1975]), “Ο Κύκλος του Ταξιδιού” (1973), “Εν Έτει Δύο Χιλιάδες και…” (1974), “Δωδεκασπόνδυλα” (1975), “Γουοντερμάτζικα. Νέα Ποιήματα” (1976, με ένδεκα αναπαραγωγές ξυλογραφιών του Α. Τάσσου [1914-1985], μεγεθύνσεις λεπτομερειών ή σμικρύνσεις συνόλων από την έκθεσή του στην Εθνική Πινακοθήκη το 1975-76 και με πρωτότυπες ξυλογραφίες του), “Οι Θυρεοί” (1978), “Ύφη και Στυλ” (1979), “Η Άλλη Γραφή” (1980, με εικονογράφηση Γιώργη Βαρλάμου [1922-2013]).
Στην ποιητική συλλογή του “Ύφη και Στυλ”, με τον επεξηγηματικό υπότιτλο “À la manière de… 120 ποιητών”, επιχειρεί ένα είδος υποκειμενικής άσκησης με άξονα στίχους Ελλήνων ποιητών σε πέντε κατηγορίες δικών του ποιημάτων: παραλλαγές, απαντητικά, μιμήσεις γραφής, αναστροφές και αφορμές. Το βιβλίο κοσμείται με έξι σχέδια και αναπαραγωγές χαρακτικών των Γιώργου Σικελιώτη (1917-1984), Γιάννη Μαγκανάρη (Manganaris, 1918-2007), Αλέξανδρου Κορογιαννάκη (1906-1966), Κίμωνος Λάσκαρι (1905-1978) και Μιχάλη Νικολινάκου (1923-1994). Να σημειωθεί ότι σχεδίαζε και ο ίδιος γελοιογραφικά σκίτσα συνήθως.
Πεζά του είναι τα εξής “Ο Ηρόστρατος” (1930), “Τα Μαύρα Πουλιά” (1931), “Η Τελευταία των Ρωμαντικών” (διήγημα, 1943, με εξώφυλλο δίχρωμη ξυλογραφία του Τάσσου), “Πάστωρ Χ” (μυθιστόρημα, 1943), “Θρήνοι και Παινέματα για τις Χαμένες Πατρίδες” (1988, ανθολογία από κοινού με την σύζυγό του, ποιήτρια Καίτη Κοντώση-Μαγγανάρη).
Δημιουργός περιοδικών
Ξεχωριστός τομέας ενδιαφερόντων του ήταν ο οικογενειακός Τύπος ποικίλης ύλης, τον οποίον καθιέρωσε ως αρχισυντάκτης, όπως και το αστυνομικών περιπετειών έντυπο που το εισήγαγε στην Ελλάδα. Ευρεία ήταν η αποδοχή εκ μέρους του αναγνωστικού κοινού των προσεγμένων από τον ίδιον έως την παραμικρή λεπτομέρεια κατά τη διαμόρφωση των σελίδων τους περιοδικών “Εβδομάς”, “Ατλαντίς”, “Μάσκα”, “Θησαυρός”, “Ρομάντσο”, “Μπουκέτο”, “Αράχνη”, “Άσσος”, “Ο Ταχυδρόμος”, “Τραστ του Γέλιου”, “Το 7”, “Σκούπα” (με το ψευδώνυμο Μ. Τόλης), “Θεατής”, “Τετάρτη Εξουσία”.
Δεν έμεινε μακριά υπό την αυτήν ιδιότητα, του αρχισυντάκτη, και από εφημερίδες, όπως “Δημοκρατία”, “Ελεύθερος Άνθρωπος”, “Ανεξάρτητος”, “Η Μάχη”, “Αθηναϊκή”, “Ελεύθερος Λόγος”, “Τα Νέα”, “Ελευθεροτυπία”. Ο Μαγγανάρης ήταν ικανότατος στην προσαρμογή ξένων προτύπων, όπως το αμερικάνικο αστυνομικό περιοδικό “Blue Mask” της δεκαετίας του 1920, στην ελληνική πραγματικότητα.
Μοναδικό προσόν του, η άνεσή του στην παράλληλη εργασία αρχισυνταξίας εντύπων, όπου έδειξε τις απαράμιλλες ικανότητές του. Επινόημά του ήταν η λέξη “σταυρόλεξο”.
Όπως θυμόταν στην ομιλία του σε εκδήλωση της Εστίας Νέας Σμύρνης προς τιμήν του Μαγγανάρη στις 26 Μαρτίου 1973 ο τότε πρόεδρος της Ενώσεως Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ) και συνομήλικος του Μαγγανάρη Πάνος Γ. Τρουμπούνης, «παρέμεινε αρχισυντάκτης σε περιοδικά και εφημερίδες, πότε σε μια, πότε σε δύο μαζί δουλειές, και όχι σπάνια σε τρεις».
Συνδικαλιστική και άλλη δράση
Προσφορά του είναι η εισαγωγή στη χώρα μας από τη δεκαετία του 1930 του αστυνομικού περιοδικού και του βιβλίου τσέπης (ίσως μεταφορά του γερμανικού Taschenbuch), ενώ σε εκείνον οφείλεται η επιβολή της δημοτικής γλώσσας τόσο στον περιοδικό όσο και εν μέρει στον ημερήσιο Τύπο.
Το 1931 συμμετέσχε στην πρώτη απεργία δημοσιογράφων στο περιοδικό “Εβδομάς”. Το 1935 ίδρυσε την Ένωση Συντακτών Περιοδικού Τύπου, την κατοπινή Ένωση Συντακτών Αθηναϊκού Τύπου (ΕΣΑΤ), στην οποίαν εξελέγη πρόεδρος, αντιπρόεδρος και γενικός γραμματέας για 30 χρόνια. Το 1931 έλαβε μέρος στην πρώτη απεργία δημοσιογράφων στο περιοδικό Εβδομάς. Επίτευγμά του για τα μέλη της Ένωσης στάθηκε η καθιέρωση της αργίας της Δευτέρας του Πάσχα.
Από τα ιδρυτικά μέλη του ΕΑΜ, στρατευμένος στα αγνά ιδανικά της Εθνικής Αντίστασης, το 1943 ανέλαβε τη διεύθυνση του εκδοτικού οίκου “Ωρίων”, στον οποίον εξέδωσε τρία βιβλία του. Το 1947 πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Ραδιοφωνικού Σταθμού Ενόπλων Δυνάμεων ως βοηθός του ίλαρχου Πέτρου Καβούρη, υποδιευθυντής του κατά τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του.
O θείος, όπως τον αποκαλούσαν στο σινάφι τους οι δημοσιογράφοι, ήταν λάτρης του γυναικείου φύλου. Τύπος μποέμ, αριστοκρατικός στους τρόπους, γοητευτικός άσχημος, αγαπούσε μέχρι το τέλος την εργασία του σε σημείο τέτοιο ώστε να αφήσει την τελευταία του πνοή από καρδιακή προσβολή στο γραφείο του των “Νέων”.
Ζούσε στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Αλεξάνδρου Σούτσου 24. Κομψός εργένης, σύχναζε τις καλοκαιρινές νύχτες της δεκαετίας του 1960 στην κοσμική Φωκίωνος Νέγρη, συνοδεύοντας εμφανίσιμες κυρίες του θεάτρου.
Στις 13 Οκτωβρίου 2021 η Εστία Νέας Σμύρνης τον τίμησε με την ανίδρυση προτομής του, έργου του Γιάννη Γεωργακάκη, από το 2018, στην Πλατεία Χρυσοστόμου Σμύρνης και Εθνικής Μνήμης. Στα αποκαλυπτήρια της προτομής παρέστη και μίλησε ο καθηγητής στο Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Γεράσιμος Γ. Ζώρας ως πρόεδρος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της οποίας μέλος διετέλεσε ο τιμώμενος.
Μνήμη Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα (1934-2022)