O Ελληνισμός στη μετα-αμερικανική εποχή – Μετά την Ουκρανία τί;
03/07/2022Από μία άποψη, η επιστήμη των διεθνών σχέσεων στην Ελλάδα πάσχει απ’ ότι πάσχει και ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο: πρώτο, από ένα σύστημα πολλαπλών και μηχανιστικών εξαρτήσεων από ιδέες που παράχθηκαν εκτός Ελλάδας και, δεύτερο, από ιστορική υστέρηση και υπανάπτυξη, σε σύγκριση με διανοητική παραγωγή που υπάρχει και εισάγεται ιστορικά από τις ΗΠΑ, κυρίως, αλλά και από την Ευρώπη, ειδικά την Αγγλία.
Βέβαια, καθώς η παιδεία των Ελλήνων διανοουμένων είναι κατά βάση ευρωκεντρική και Αγγλοσαξονική, δεν υπάρχει σχεδόν καμία αναφορά στις συμβολές διανοητών από τη Λατινική Αμερική, τη Ρωσία ή τη Κίνα και την Ιαπωνία, πόσο μάλλον αυθεντικές επεξεργασίες αυτών των συμβολών, με στόχο μία αυτοτελή ερμηνεία του ελληνικού καπιταλισμού και της ιδιάζουσας περιφερειακής του θέσης.
Το βιβλίο του Θέμη Τζήμα, “Η Ελλάδα και ο Ελληνισμός στη μετα-αμερικανική εποχή – Μετά την Ουκρανία, τι;” θέτει τις προϋποθέσεις για την εκκίνηση αυτού που απουσιάζει, δηλαδή μιας ενδογενούς διανοητικής παραγωγής στο ζήτημα του διεθνούς, κεντροθετώντας την Ελλάδα ως «περιφέρεια του κέντρου» μέσα σ’ ένα κόσμο που αλλάζει κάτω από την πίεση μιας μετατόπισης οικονομικής – προς το παρόν – ισχύος στην Νοτιοανατολική Ασία.
Η μελέτη του Τζήμα κάνει ακριβώς αυτό, παράλληλα με μία ανάγνωση του τουρκικού επεκτατισμού: Στόχος του βιβλίου, θα πει, είναι «η πρόσληψη των διεθνών συνθηκών, προκειμένου να διαμορφωθεί μία διεθνής πολιτική του Ελληνισμού» (σ.175). Και αυτό ο Τζήμας το κάνει φιλτράροντας τις γονιμότερες ιδέες των παγκόσμιων ιδεών για το διεθνές μέσα από τις ανάγκες, τον πολιτισμό και την ιστορία που παρήγαγε ο Ελληνισμός απ’ τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι την Ανατολική Μεσόγειο και την Εγγύς και Μέση Ανατολή. Χαρακτηριστικά, το ιστορικό υπόστρωμα της ανάλυσης του Τζήμα, όταν αναλύει την ελληνική περίπτωση, αντλείται από τις αυθεντικές αναλύσεις του ιστορικού Γιώργου Μαργαρίτη.
Η τομή που έφερε ο πόλεμος
Η οργάνωση του βιβλίου είναι ελκυστική για τον αναγνώστη. Ξεκινάει από το γενικό (θεωρία των διεθνών σχέσεων, παγκόσμια πολιτική και οικονομική κατάσταση σήμερα) για να πάει στο ειδικό (υποσύστημα Ανατολικής Μεσογείου, Μαύρης Θάλασσας και Ελλάδα). Κατά το μάλλον, ο Τζήμας αντλεί από την κοσμοσυστημική θεώρηση του Ιμάνουελ Γουόλερστιν και τη σχολή της εξάρτησης, θεωρώντας τη κρίση του στασιμοπληθωρισμού (stagflation) της δεκαετίας του 1970, την οποία εξετάζει μέσω ενός νεο-μαρξιστικού θεωρητικού πρίσματος, ως καθοριστική για τη μετατόπιση των αξόνων οικονομικής ισχύος του παγκόσμιου συστήματος.
Η κριτική του στάση προς το ρεαλισμό δεν τον απομακρύνει και τόσο απ’ αυτό το θεωρητικό παράδειγμα, ειδικά όταν προς το τέλος της μελέτης βλέπουμε να κάνει μία εξόχως (κριτική) ρεαλιστική ανάλυση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και του Κυπριακού ζητήματος. Το βιβλίο εμπεριέχει εξαιρετικές και πρωτότυπες ιδέες και αναλύσεις.
Εν συντομία, τα επιχειρήματα του Τζήμα είναι ως ακολούθως: Η έλευση της κυριαρχίας των υπηρεσιών και του χρηματιστηριακού κεφαλαίου πάνω στη πρωτογενή παραγωγή συμβαδίζει με την σχετική οικονομική παρακμή των ΗΠΑ, η οποία δεν είναι μόνο συνάρτηση, θα πει ο συγγραφέας, της ανόδου της Κίνας, αλλά και της ίδιας «της εσωτερικής σήψης της κοινωνίας των ΗΠΑ, με εναργέστερο παράδειγμα τη δημογραφική κρίση, η οποία αφορά όλη τη Δύση» (σ.45-50). Αυτή η παρακμιακή τάση εδράζεται στη δεκαετία του 1970.
Σε επίπεδο συγκρούσεων, η μεγάλη αλλαγή ήταν αυτό που ο συγγραφέας αποκαλεί πέρασμα από τους «αυτοκρατορικούς πολέμους» (π.χ. Ιράκ) στους πολέμους των «παγκόσμιων δυνάμεων» (π.χ. Ουκρανία). Επειδή οι πρώτοι υπέσκαπταν παραπέρα την ηγεμονία των ΗΠΑ, οι δεύτεροι τείνουν, τροπον τινά, να την αναβαθμίσουν, εφόσον έχουν τη δυνατότητα να πατάν γεωγραφικά σίγουρα στην Ευρώπη και να πετυχαίνουν την απαραίτητη συναίνεση μέσα στο ΝΑΤΟ. Αλλά οι ΗΠΑ, έχουν ήδη «πολιτικοποιήσει το δολάριο», θα πει ο Τζήμας, κι αυτό το βλέπουμε ξεκάθαρα στην Ουκρανική κρίση με τη περίπτωση των κυρώσεων.
Σε αδιέξοδο οι ελίτ
Το Ουκρανικό έφερε τις πολυ-εξαρτημένες μεταπρατικές ελίτ της χώρας σε αδιέξοδο. Όπως πάντα, στις κρίσιμες περιόδους της ιστορίας και στα κρίσιμα εθνικά θέματα, οι ελίτ αυτές ετεροπροσδιορίζοναι. Ο Τζήμας χρησιμοποιεί εύστοχα μία τοποθέτηση του Ανδρέα Παπανδρέου το Μάρτη του 1977, στην Εξόρμηση (σ.180): «Στις χώρες που βρίσκονται στο περιθώριο του παγκόσμιου καπιταλισμού, η ντόπια μεγαλοαστική τάξη, υποτελής, δορυφορική και διαβρωμένη από το πολυεθνικό μονοπωλιακό κεφάλαιο, όσες αντιδικίες κι αν έχει μαζί του, στα κρίσιμα θέματα θα μιλήσει με τη φωνή του κυρίου της».
Έτσι και σήμερα. Οι κυρίαρχες ελίτ αδυνατούν να εκφράσουν τα συμφέροντα του ελληνικού λαού και των μικρομεσαίων στρωμάτων. Εργαζόμενοι, συνταξιούχοι, νεολαία, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις αργοσβήνουν μέσα στο αδυσώπητο ανταγωνιστικό περιβάλλον και το καθεστώς μόνιμης λιτότητας, πειθαρχίας και επιτροπείας που επέβαλε η ΕΕ. Το τραπεζικό σύστημα έχει παντελώς αφελληνιστεί και πρόοδος, σύμφωνα με μία μερίδα της Αριστεράς, σημαίνει γερμανοποίηση των πάντων – τραπεζών, αεροδρομίων, σχολικών βιβλίων.
Η πορεία αυτή είχε σηματοδοτηθεί ξεκάθαρα από τη λεγόμενη “μεταπολίτευση” και το καραμανλικό κατεστημένο. Η πίστη των ελληνικών ελίτ ότι ένταξη στην ΕΟΚ/ΕΕ θα σημαίνει και προστασία έναντι της τουρκικής απειλής αποδείχτηκε φρούδα ελπίδα. Οι εκσυγχρονιστικές ελίτ της χώρας, απ’ τον Καραμανλή μέχρι τον Κώστα Σημίτη και τον Αλέξη Τσίπρα, έχουν στη κυριολεξία αποθηκεύσει ότι πλούσιο και παραγωγικό διέθετε η χώρα στο βωμό της απόλυτης εξάρτησης από τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, συμφέροντα τα οποία κρίνουν, τώρα όπως και στο παρελθόν, ότι η Τουρκία είναι πολύ περισσότερο χρήσιμη για την πολιτική οικονομία και την ασφάλεια της Δύσης, συνολικά απ’ ότι η Ελλάδα και η Κύπρος μαζί.
Το “όραμά” τους είναι η αποπληρωμή του δυσβάσταχτου χρέους μέσω δεσμεύσεων, υποχρεώσεων και πειθαρχιών που θα κρατήσουν για πάνω από 40 χρόνια και υπό ένα καθεστώς μόνιμης λιτότητας και η στράτευση των μεταναστών με μισθούς πείνας για να λυθεί το μέγα δημογραφικό πρόβλημα της χώρας. Αλλά αυτό δεν είναι παρά μία γνήσια λαϊκιστική ουτοπία, η οποία είναι ταυτόχρονα και πολύ επικίνδυνη, όπως μας προτρέπει να σκεφτούμε ο Τζήμας, λόγω της συνεχούς και αναβαθμισμένης – εν πολλοίς, υβριδικής – τουρκικής απειλής σε Κύπρο, Αιγαίο και Θράκη. Άρα, πρέπει, ειδικά τώρα με την Ουκρανική κρίση να αναζητήσουμε την «ελληνική πολιτική – όχι πολιτική των ΗΠΑ με ελληνική ένταξη σ’ αυτή, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα» (σ.233).
Το παράδειγμα της Τουρκίας
Η Τουρκία, απ’ την άλλη μεριά, και παρά τις αδέξιες φωνές δεξιά και αριστερά που βλέπουν την οικονομία της ως υπό κατάρρευση, διεκδικεί στρατηγική αυτονομία από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, ασκώντας ταυτόχρονα πολυεπίπεδη εξωτερική πολιτική με τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και τη Κίνα. Επείγει, λοιπόν, πολιτική αλλαγή και αυτό απαιτεί μία νέα πολιτική τάξη ανθρώπων που θ’ ανατρέψουν το υπάρχον εξαρτημένο και υποτελές καθεστώς πολιτικής εξουσίας της χώρας. Μόνο αν προκύψει αλλαγή προς αυτή τη κατεύθυνση, μόνο τότε η κίνηση «περικύκλωσης της Ελλάδας από την Τουρκία μπορεί να αναιρεθεί, μετατρέποντας το τουρκικό πλεονέκτημα σε μειονέκτημα» (σ.277).
Η Ελλάδα έχει το μεγάλο πλεονέκτημα αυτοτελούς άσκησης πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, ακριβώς επειδή ουδέποτε υπήρξε ιμπεριαλιστική/αποικιοκρατική δύναμη και έχει ιστορικούς δεσμούς φιλίας και αλληλεγγύης με τον αραβικό κόσμο. Μία νέα, ανεξάρτητη, πολλά υποσχόμενη, γενιά διεθνολόγων και πολιτικών αναλυτών με σοσιαλιστικό πρόσημο έχει αναδειχτεί τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα.
Μελέτες νέων ανθρώπων που φιλοξενούν επιθεωρήσεις, όπως τα “Τετράδια Πολιτικού Διαλόγου, Έρευνας και Κριτικής”, καθώς και μονογραφίες ή επιμέλειες συλλογικών τόμων – δες, για παράδειγμα το πρόσφατο τόμο “Σοσιαλισμός και πολιτική εξουσία σήμερα” (εκδ. Διόνικος, 2022), που επιμελήθηκε ο Χρύσανθος Τάσσης – αποτελούν παραδείγματα προς σ’ αυτή τη κατεύθυνση.
Και είναι αυτή η κατεύθυνση που έχει τη δυνατότητα και τη δυναμική να ανατρέψει την πολυεξαρτημένη, μηχανιστική και αντιπαραγωγική παρέλαση των αναλύσεων για τις έννοιες του διεθνούς και του ελληνισμού στην Ελλάδα, αν μη τι άλλο διότι είναι αυτές οι ιδέες που συνέδραμαν, μαζί με τις άρχουσες πολιτικές και οικονομικές ελίτ, στη σημερινή κατάντια της χώρας.