Η πτώση του Τείχους και η ιστορία ενός ανθρώπου που δεν πρόλαβε να την δει
18/11/2018Με αφορμή την 29η επέτειο από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ο λόγος για έναν άνθρωπο που δεν γνώρισα ποτέ, αλλά για τον οποίο πάντα άκουγα να μιλούν με αγάπη και σεβασμό, το Θεόφιλο Γκίκα από την Σωπική Πωγωνίου της Βορείου Ηπείρου. Ο Θεόφιλος έφυγε από τη ζωή στις 8 Νοεμβρίου 1989, μία ημέρα πριν από την πτώση του «Τείχους της Ντροπής», ένα γεγονός που θα ήθελε οπωσδήποτε να είχε ζήσει καθώς κατέρρεε οριστικά ένας μακρόχρονος ολοκληρωτισμός, που ο ίδιος είχε βιώσει από τα πρώτα του κιόλας χρόνια.
Ήταν πέντε ετών, όταν το νεοσύστατο κομμουνιστικό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα εκτέλεσε τον πατέρα του, Ευθύμιο Γκίκα, μαζί με άλλους πέντε διανοούμενους Βορειοηπειρώτες με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και της αυτονομιστικής δράσης. Από εκείνη τη στιγμή και για μισό αιώνα εκτυλίσσεται η τραγωδία της οικογένειας που άφηνε πίσω του. Μετά την εκτέλεση του πατέρα, οι ντόπιοι κομμουνιστές έκαναν κατάσχεση της περιουσίας του και άφησαν το σπίτι κυριολεκτικά άδειο.
Ακολούθησαν μέρες μεγάλης φτώχειας, εξορίας και πείνας για τα δύο ανήλικα παιδιά της χήρας του, Πολύμνιας, ενώ την ίδια την παρενοχλούσαν συνέχεια οι ανήθικοι χαφιέδες της SIGURIMI. Ο Θεόφιλος, μαζί με την μεγαλύτερή του αδερφή, Χρυσαυγή, έζησαν στο περιθώριο της τοπικής κοινωνίας στιγματισμένοι ως μικροί αλλά «αδίστακτοι» εχθροί.
Οι δημόσιες διαπομπεύσεις μέσα στις ίδιες τις σχολικές αίθουσες και οι εξευτελισμοί έγιναν μέρος της καθημερινότητάς τους. Την γιορτή της Πρωτομαγιάς, κάποιος «δάσκαλος» έμαθε τους μαθητές να τραγουδούν και να χορεύουν ένα τραγούδι προσβλητικό για τη μνήμη του πατέρα τους. Στην πιο αποτρόπαια κορύφωση των εξευτελισμών που τους υπέβαλλαν, άρπαξαν με τη βία στο χορό τα παιδιά του εκτελεσμένου. Ήταν αυτός ο διασυρμός η πιο επαίσχυντη προϋπόθεση για να τους δεχτούν στην Οργάνωση των Πιονιέρων.
Η προδοσία
Τέσσερα χρόνια μετά την εκτέλεση του ανδρός της η Πολύμνια πήρε την δύσκολη απόφαση της λιποταξίας. Η Σωπική δεν απείχε παρά ελάχιστα χιλιόμετρα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Στα μισά της διαδρομής, βρέθηκαν προδομένοι. Ένα τσούρμο ασφαλιτών και χωρικών τούς περικύκλωσε και τους οδήγησε σακατεμένους στις περιβόητες φυλακές του Καλιά. Η Πολύμνια καταδικάστηκε σε κάθειρξη πέντε ετών στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας ενώ τ’ ανήλικα παιδιά τα έστειλαν εξορία στη βιομηχανική ζώνη των Τιράνων.
Όταν, αργότερα, μεταφέρθηκε σε κάποιο στρατόπεδο αγροτικών εργασιών στα προάστια των Τιράνων και η Πολύμνια, ο μικρός Θεόφιλος με την αδερφή του έτρεχαν από πίσω της εκλιπαρώντας να τους δώσει ένα κομμάτι ψωμί. Εκείνη έκλαιγε με λυγμούς από την αδυναμία της να τους το προσφέρει. Τη δεκαετία του 1950 σε αυτά τα στρατόπεδα οι τρόφιμοι πέθαιναν από την πείνα.
Το 1955 η Πολύμνια αποφυλακίζεται και επιστρέφει εξαθλιωμένη στο χωριό της. Το ίδιο βράδυ τη συλλαμβάνουν ξανά οι κομμουνιστές συγχωριανοί της και τη στέλνουν εξορία χωρίς τα παιδιά της στο Αργυρόκαστρο. Το Κόμμα την υποχρέωσε να ενοικιάσει κάποιο καταγώγιο, όμως κανένας δεν της πρόσφερε για κατοικία ούτε την καλύβα του φοβούμενος τον κοινωνικό στιγματισμό. Οι μόνοι που καταδέχτηκαν να την φιλοξενήσουν ήταν οι τσιγγάνοι της συνοικίας Παλιορτό.
Σε αλβανικό γκούλαγκ
Μετά από τρία χρόνια, της επιτρέπουν να δεχτεί στο υπόγειο και τα δύο εγκαταλελειμμένα της παιδιά που τα είχε αφήσει μόνα για σχεδόν μια δεκαετία. Ο Θεόφιλος ολοένα αρίστευε με τις επιδόσεις του στην Παιδαγωγική Σχολή της πόλης, κληρονομώντας την έφεση προς τα γράμματα και τη γνώση από τον αδικοχαμένο πατέρα του. Όμως, όπως ήταν αναμενόμενο για κάθε αριστούχο μαθητή με τόσο βεβαρημένη οικογένεια, το Κόμμα του απαγόρευσε την ολοκλήρωση των σπουδών του. Όταν πήγε στο τελευταίο έτος του Γυμνασίου, τον ανάγκασαν να εκπληρώσει εσπευσμένα τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις.
Όταν απολύθηκε από το στρατό, τον καθόρισαν εργάτη στον κάμπο όπου δούλευε μαζί με τους τσιγγάνους, τους παιδικούς του φίλους από το Παλιορτό. Η μοίρα του Θεόφιλου Γκίκα ήταν από αυτό το σημείο και ύστερα προδιαγεγραμμένη. Αφού αντιστάθηκε στις αφόρητες πιέσεις της SIGURIMI και δεν συνεργάστηκε, προορισμός του ήταν η σύλληψη, η ανάκριση, η καταδίκη, η φυλακή, το στρατόπεδο-ορυχείο του Σπατς όπου έμεινε έγκλειστος μια δεκαετία.
Τα τελευταία χρόνια της ποινής του, υπέφερε από οξεία γαστρίτιδα εξαιτίας του δηλητηρίου που εισέπνεε όλα τα χρόνια στα έγκατα του πιο κακόφημου αλβανικού γκούλαγκ. Τόσο το πρόβλημα της υγείας του όσο και η SIGURIMI τον ταλαιπώρησαν και μετά την αποφυλάκισή του από το Σπατς. Στις 8 Νοεμβρίου του 1989, ο Θεόφιλος Γκίκας πέθανε, σχεδόν μόνος. Μία ημέρα μετά, στο Βερολίνο πέφτει το «Τείχος της Ντροπής», σηματοδοτώντας την αρχή του τέλους αυτής της μακάβριας παραφοράς που για μισό αιώνα συνέθλιψε τη ζωή του και τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων στον εικοστό αιώνα.
* Αρκετά στοιχεία αντλώ από το βιβλίο “Ξεχασμένοι Ήρωες” του Κωνσταντίνου Κυριακού