Ελληνικός στρατός στη Σμύρνη – Μπορούσαν να αποφευχθούν οι συγκρούσεις;
02/09/2022Στο πρόσφατο άρθρο μας, με αφορμή τα 100 χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή, φέραμε στο φως τις μεγάλες ανησυχίες του Ελευθέριου Βενιζέλου σχετικά με την εκτέλεση των εντολών του πριν την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Στις 23 Απριλίου-6 Μαΐου 1919 ο Άγγλος πρωθυπουργός, Λόιντ Τζορτζ, ανήγγειλε στον Έλληνα ομόλογό του την απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων να αποβιβαστεί ελληνικό στράτευμα στη Σμύρνη.
Την 1η Μαΐου 1919 διαβάστηκε από τον Μαυρουδή, στο μητροπολιτικό ναό της Σμύρνης, διάγγελμα του Βενιζέλου προς το λαό της πόλης, όπου ανακοίνωνε την απόφαση της Συνδιάσκεψης Ειρήνης σχετικά με το μέλλον της Σμύρνης. Το διάγγελμα υπήρξε εξαιρετικά μετριοπαθές και απέφυγε να δημιουργήσει φυλετικές διχόνοιες. Το προηγούμενο βράδυ, ο Βενιζέλος είχε ζητήσει από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, Εμμανουήλ Ρέπουλη, να μεταφραστεί μυστικά (προφανώς στα τουρκικά) προκήρυξη, η οποία θα κυκλοφορούσε την ημέρα της απόβασης του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη.
Το περιεχόμενο της προκήρυξης σκόπευε να ενημερώσει τα αλλογενή στοιχεία της πόλης για τον σκοπό της παρουσίας του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Επιπλέον, να κάνει σαφές ότι το ελληνικό στράτευμα θα σεβόταν τα ήθη, τα έθιμα και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των κατοίκων της πόλης. Ήταν αγωνιώδης η προσπάθεια του Βενιζέλου να παρουσιάσει την απόβαση ως συμμαχική κίνηση προστασίας των πληθυσμών και όχι ως ελληνική κατακτητική κίνηση. Το βράδυ της 1ης προς 2α Μαΐου τοιχοκολλήθηκε στους δρόμους της πόλης η παραπάνω προκήρυξη, σε μια προσπάθεια να εξηγηθούν οι λόγοι της ελληνικής παρουσίας στη Σμύρνη.
Στην έρευνά μας “Η μειονοτική πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου” καταδεικνύεται ότι οι ανησυχίες του Βενιζέλου για τις συνέπειες των ελληνικών στρατιωτικών σφαλμάτων από τις αρχή ήταν απόλυτα δικαιολογημένες. Το έργο της κατάληψης της πόλης ανετέθη στην 1η Μεραρχία Λαρίσης, με διοικητή τον συνταγματάρχη πυροβολικού, Ν. Ζαφειρίου. Στην ημερήσια διαταγή του έκανε λόγο για την ανάγκη σεβασμού της ζωής, της τιμής και της περιουσίας των αλλογενών, ώστε η Ελλάδα να αποδείξει ότι ήταν ικανή να διοικήσει και μη Έλληνες υπηκόους.
Το πρωί της 2-15 Μαΐου 1919 αποβιβάστηκαν τα πρώτα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα στην προκυμαία της Σμύρνης, μετά από συμμαχική εντολή. Σκοπός της παρουσίας του ελληνικού-συμμαχικού στρατεύματος ήταν αφενός να εξαναγκάσει την Τουρκία να τηρήσει τις υποχρεώσεις της από τη Συνθήκη του Μούδρου (17/30-10-1918), αφετέρου η προστασία των μειονοτικών ομάδων της περιοχής μέχρι την τελική υπογραφή της συνθήκης ειρήνης.
Φόβοι για επεισόδια
Οι φόβοι του Βενιζέλου για δημιουργία επεισοδίων δεν διαψεύστηκαν. Αν και ο ίδιος είχε διατάξει την αποφυγή οποιασδήποτε προστριβής με το τουρκικό στοιχείο της Σμύρνης («κάθε άμεσον σύγκρουσιν») εντούτοις, τα σφάλματα ορισμένων προσώπων της στρατιωτικής ηγεσίας, που διενεργούσαν την απόβαση, απέβησαν μοιραία. Κατ’ αρχάς, τα ελληνικά μεταγωγικά αποβίβασαν τα στρατιωτικά τμήματα στην προκυμαία της Σμύρνης, εν μέσω πολυπληθούς συγκέντρωσης από ομογενείς. Λόγω σύγχυσης μεταξύ των επικεφαλής των στρατιωτικών σωμάτων, το 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων αντί να αποβιβαστεί στο προάστιο Καραντίνα, στα νότια της πόλης, αποβιβάστηκε στο μέσο της προκυμαίας. Στη συνέχεια, κινήθηκε νότια μέσω της παραλιακής οδού.
Η οδός, όμως, αυτή διερχόταν από την πλατεία Δικαστηρίου, το Κονάκ (Διοικητήριο), τους τουρκικούς στρατώνες και από τμήμα της τουρκικής συνοικίας. Σημειωτέον, ότι ο τουρκικός στρατός (3.000 άνδρες) βρισκόταν και αυτός εντός της πόλης, κλεισμένος στους στρατώνες του. Όταν η στρατιωτική φάλαγγα έφτασε στην περιοχή των στρατώνων του τουρκικού στρατού, δέχτηκε πυρά στα οποία απάντησε αμέσως. Δεν έχει εξακριβωθεί ποιος πυροβόλησε πρώτος από την τουρκική πλευρά, ωστόσο θεωρείται δεδομένο ότι τα ελληνικά στρατεύματα δεν άνοιξαν πυρ, αλλά ότι ανταπέδωσαν τα πυρά που δέχτηκαν.
Θεωρείται μοιραία η απόφαση του αντισυνταγματάρχη Διονύσιου Σταυριανόπουλου να παρελάσει το τάγμα του μέσα από τις τουρκικές συνοικίες της Σμύρνης, παρόλο που ο Μαυρουδής είχε τροποποιήσει το δρομολόγιο του τάγματος, ώστε να αποφύγει τη σύγκρουση μαζί τους. Η συμπλοκή αυτή διήρκησε περίπου μια ώρα, ενώ επεισόδια έλαβαν χώρα και σε άλλες περιοχές της πόλης. Ο αριθμός των θυμάτων δεν είναι απολύτως εξακριβωμένος. Έως τις 17 Μαΐου είχε αποκατασταθεί η τάξη, μόνο περιστασιακές συγκρούσεις λάμβαναν χώρα στα περίχωρα της πόλης.
«Σεβασθήτε την ατομικήν ελευθερίαν»!
Ο πρώτος αρχηγός του στρατού κατοχής, συνταγματάρχης Νικόλαος Ζαφειρίου, είχε πολλούς λόγους να ανησυχεί για το μέλλον της ελληνικής υπόθεσης στην Ιωνία, αλλά αυτό που τον ανησυχούσε περισσότερο «ήτο το φυλετικό μίσος ολόκληρων αιώνων και ο ερεθισμός στρατού και ελληνικού πληθυσμού δια την αιφνιδιαστικήν επίθεσιν των Τούρκων κατά των Ευζώνων». Τα γεγονότα της 2ας Μαΐου θύμισαν στο ελληνικό στοιχείο της πόλης τους διωγμούς του 1914, τα εργατικά τάγματα κατά τη διάρκεια του πολέμου, τις αδικίες και τις κατασχέσεις κτημάτων, με αποτέλεσμα να γεννηθεί ένα αίσθημα εκδίκησης.
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-13 επηρέασαν βαθύτατα τις ελληνικές κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι οποίες υπέστησαν σημαντικούς διωγμούς, με αποτέλεσμα οι σχέσεις χριστιανών και μουσουλμάνων να έχουν εκτραχυνθεί. Μολαταύτα, οι διαταγές του Ζαφειρίου προς το λαό της Σμύρνης απέπνεαν ένα αίσθημα συμφιλίωσης και αδελφοσύνης, με σκοπό την αποφυγή επεισοδίων, την αποκατάσταση της τάξης και κυρίως τον σεβασμό των αλλογενών στοιχείων της Σμύρνης.
Στην ημερήσια διαταγή της 5ης Μαΐου διαβάζουμε, «σεβασθήτε την ατομικήν ελευθερίαν και τας θρησκευτικάς πεποιθήσεις των αλλοθρήσκων συμπατριωτών σας και αδελφών σας. Το φέσι του Μουσουλμάνου έχει την αυτήν αξίαν με το φέσιον του Ευζώνου[…]». Την ίδια περίοδο, ο αντιστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος ενημέρωνε τον Βενιζέλο ότι «Εξέδωκα έντονον διαταγήν συνιστών εις στράτευμα παράσχη πάσαν προστασίαν εις τουρκικούς πληθυσμούς και περιστειλώσι δι’ αυστηρών μέσων υπερβασίας ημετέρων».
Η έκθεση Μαυρουδή
Σε έκθεση του Μαυρουδή, με ημερομηνία 4 Μαΐου 1919, για τις συγκρούσεις που ακολούθησαν την απόβαση, επαναλαμβανόταν η ρητή εντολή του Βενιζέλου να μη θιγεί το τουρκικό στοιχείο «εάν θέλωμεν να εξυπηρετήσωμεν υπέρτερα εθνικά συμφέροντα και εξασφαλίσωμεν την πρόοδο ημών, εις το εσωτερικόν και προάγωμεν την κατοχήν εις την μετά της Ελλάδος Ένωσιν όλης της Δυτικής Μικράς Ασίας». Ο ίδιος προσπάθησε να εντοπίσει τα αίτια που οδήγησαν στα αιματηρά γεγονότα την ημέρα της απόβασης.
Κατ’ αρχάς, αν και αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, κατήγγειλε την τάση ορισμένων στρατιωτικών να μη δρουν «συμφώνως προς τα συστάσεις του κ. Προέδρου της κυβερνήσεως», ενώ παρά τις σαφείς συστάσεις και οδηγίες του πρωθυπουργού, «προνοήσαντος περί πάντων, μέχρι και των ελαχίστων λεπτομερειών», τα κατώτερα κλιμάκια του στρατού αποδείχτηκαν ανεπαρκή να επιτελέσουν τον παραπάνω σκοπό. Ο Μαυρουδής ζητούσε να ενισχυθεί ο στρατός κατοχής και με δεύτερη Μεραρχία και να στελεχωθεί το Επιτελείο «προ πάντων με σοβαρόν πολιτικόν σύμβουλον». Άμεση έπρεπε να είναι η συγκέντρωση αρμοδιοτήτων και η κατανομή ρόλων μεταξύ των ελληνικών αρχών, διότι «τα πράγματα και η κατάστασις δεν επιτρέπουσιν ουδεμίαν βραδύτητα αποφάσεως».
Με βάση την έκθεσή του, ο τρόπος της αντίληψης του μεράρχου για την αντιμετώπιση της κατάστασης ήταν «καθαρώς στρατιωτικώς, άνευ πολιτικής ευλυγισίας, ουδέ στοιχειωδεστέρας κατανοήσεως της πολιτικής σκοπιμότητος εν ταις ενεργείαις του». Ολοκλήρωνε την έκθεση του, ομολογώντας ότι «ατυχέστερον τρόπον δεν εφανταζόμην», όσον αφορά την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη.
Οι ευθύνες των Τούρκων
Βέβαια, εκτός από τα λάθη των Ελλήνων στρατιωτικών, τα οποία επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη της απόβασης, ευθύνες έφερε και το τουρκικό στοιχείο της πόλης, όπως και οι σύμμαχοι. Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι υπήρχε προετοιμασία του τουρκικού στοιχείου πριν την άφιξη του ελληνικού στρατού. Μοιράστηκαν όπλα, κυκλοφόρησαν προκηρύξεις που καλούσαν τους Τούρκους σε εξέγερση, απελευθερώθηκαν κρατούμενοι από τις φυλακές της Σμύρνης, ενώ οι Τουρκοκρητικοί της πόλης οργανώθηκαν σε ένοπλες ομάδες.
Το σημαντικότερο όμως ήταν η παρουσία τουρκικών στρατευμάτων εντός της πόλης, γεγονός που δεν μπορούσε να αποδειχθεί ευνοϊκό για την εξέλιξη της απόβασης. Αν και οι Έλληνες στρατιωτικοί είχαν ενημερώσει τον Άγγλο ναύαρχο Κάλπορθ για την παρουσία των Τούρκων στρατιωτών εντός της πόλης, εντούτοις, δεν έγινε καμία ενέργεια για την απομάκρυνσή τους. Κρίσιμο ρόλο στην αναζωπύρωση του τουρκικού εθνικισμού έπαιξε ο βαλής Σμύρνης, ο δημοφιλής Νουρεντίν Πασάς, ο οποίος ανέπτυξε σημαντική υπονομευτική δράση και από νωρίς οργάνωσε αντιστασιακούς πυρήνες.
Όπως προείπαμε, οι Τούρκοι, πριν ακόμα ο ελληνικός στρατός πατήσει το πόδι του στη Μικρά Ασία, δεν αποδέχονταν το ενδεχόμενο κατάληψης της πόλης από ελληνικό στράτευμα. Ήδη από τον Νοέμβριο του 1918 είχε ιδρυθεί η “Επιτροπή για την Ένωση και την Άμυνα των δικαιωμάτων της Ανατολίας και Ρούμελης”, με σκοπό την υπεράσπιση των δικαίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είναι σαφές ότι υπήρξε οργανωμένη τουρκική αντίσταση την ημέρα της απόβασης, βασικά στοιχεία της οποίας ήταν οι Τουρκοκρητικοί της Σμύρνης, η ιταλική ανάμειξη και τα πύρινα κηρύγματα του Νουρεντίν Πασά.
Απογοητευμένος ο Βενιζέλος
Τα γεγονότα που έλαβαν χώρα την ημέρα της απόβασης προκάλεσαν βαθύτατη θλίψη και απογοήτευση στον Βενιζέλο. Η αντίδρασή του υπήρξε άμεση και αποφασιστική: στρατοδικεία, απελάσεις και αυστηρές ποινές στους υπαίτιους των γεγονότων. Η γλώσσα που χρησιμοποίησε για όσους ευθύνονταν για τα επεισόδια την ημέρα της απόβασης ήταν ιδιαίτερα σκληρή. Ξεχείλιζε από θυμό και αγανάκτηση ενάντια σ’ όλους εκείνους, είτε επρόκειτο για απλούς πολίτες είτε για τις ελληνικές στρατιωτικές αρχές, που με τη στάση τους υπονόμευαν τα εθνικά συμφέροντα.
Ιδιαίτερης προσοχής πρέπει να λάβει το γεγονός ότι ο Βενιζέλος δεν έκανε καμία νύξη για τον ρόλο του τουρκικού στοιχείου της πόλης στη δημιουργία των ταραχών την ημέρα της απόβασης, παρότι αναγνώριζε ότι η «αντίστασις αύτη οργανώθη υπό λειψάνων Νεότουρκων συνεργαζομένων μετά ξένης προπαγάνδας (υπονοείται η ιταλική ανάμειξη) ήτις παρέσυρε και Τουρκοκρήτας». Κατακεραύνωνε το ομογενειακό στοιχείο της Σμύρνης και τις στρατιωτικές αρχές, ενώ δεν ανέφερε τίποτα για τους Τούρκους της πόλης. Τέλος, ζητούσε από την ηγεσία του ελληνικού στρατεύματος να εμφυσήσει στους Έλληνες στρατιώτες το δίκαιο του πολέμου.
Οι ανησυχίες του Κρητικού πολιτικού για τις επιπτώσεις σε διεθνές επίπεδο, από τα γεγονότα της πρώτης ημέρας, δεν άργησαν να φανούν. Οι σύμμαχοι απαίτησαν να συσταθεί ειδική εξεταστική επιτροπή. Ο Βενιζέλος αντέδρασε, διότι δεν προβλεπόταν η συμμετοχή Έλληνα αντιπροσώπου σ’ αυτήν. Μετά από σχετική πίεση, οι σύμμαχοι αποφάσισαν τον διορισμό του, χωρίς όμως δικαίωμα ψήφου και ουσιαστική συμμετοχή στο τελικό πόρισμα της επιτροπής. Ο Έλληνας πρωθυπουργός για το σκοπό αυτό διόρισε τον συνταγματάρχη Αλέξανδρο Μαζαράκη.
Οι σύμμαχοι για τα επεισόδια
Την ίδια περίοδο, ο Βενιζέλος τηλεγραφούσε στον αντιστράτηγο Παρασκευόπουλο, με αφορμή συζήτηση που έγινε στο αγγλικό Κοινοβούλιο για τη στάση του ελληνικού στρατού τις πρώτες ημέρες της κατοχής, ζητώντας του την παραδειγματική τιμωρία των στελεχών του στρατού που εμπλέκονταν στα επεισόδια. Ζητούσε, επίσης, τη μεταφορά της στρατιωτικής διοίκησης από την ηπειρωτική Ελλάδα στη Σμύρνη, ώστε να παταχθούν εκ του σύνεγγυς φαινόμενα υπερβασιών του στρατού.
Στο ίδιο τηλεγράφημα απαιτούσε άμεση απόταξη όσων αξιωματικών και στρατιωτών εμπλέκονταν σε κακοποιήσεις μουσουλμάνων, ενώ ζητούσε να αντικατασταθούν οι διοικητές των σωμάτων, οι οποίοι αποδείχθηκαν ανεπαρκείς στην εθνικά λεπτή αποστολή που τους ανατέθηκε. Η σύσταση έκτακτων στρατοδικείων και η τιμωρία των ενόχων αποτελούσε, για τον Βενιζέλο, τη μοναδική λύση εξιλέωσης του στρατεύματος για τα συμβάντα.
Παράλληλα, ο Μαζαράκης, μετά από διαταγή του Βενιζέλου, μετέβη στη Σμύρνη, ώστε να συντάξει τη δική του έκθεση για τα γεγονότα. Ο Έλληνας αξιωματικός αποφάνθηκε ότι όντως έλαβαν χώρα βιαιότητες την ημέρα της απόβασης, ενώ οι αιτίες για τα επεισόδια έπρεπε να αναζητηθούν στη σφαλερά σύλληψη και εκτέλεση του σχεδίου της απόβασης, το οποίο είχε σχεδιαστεί με προχειρότητα. Οι διάφορες εθνότητες της Σμύρνης αντιμετώπισαν με διαφορετικό τρόπο την απόβαση του ελληνικού στρατού. Βάσει της έκθεσης του Μαζαράκη, ο ενθουσιασμός μετατράπηκε «εις πανικόν εις μέρος του λαού, εις λύσσαν εκδικήσεως εις άλλους. Η επίθεσις των φανατικών Τούρκων, εξωγκώθη δια των διαδόσεων και μετετράπη εις Γενική των Τούρκων επίθεσιν».
Σύγχυση και επεισόδια στη Σμύρνη
Σύγχυση, αταξία, επεισόδια, έξαψη πνευμάτων είναι λίγες από τις λέξεις που μπορούν να χαρακτηρίσουν την κατάσταση στη Σμύρνη την ημέρα της απόβασης. Από πλευράς Τούρκων είχε υπάρξει μια σχετική πολεμική προετοιμασία, στην οποία, όμως, δεν συμμετείχαν οι επίσημες τουρκικές αρχές. Σημαντική ευθύνη, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έκθεσης, έφερε η διοίκηση της Μεραρχίας για το σχέδιο απόβασης και συγκεκριμένα ο συνταγματάρχης Σταυριανόπουλος, που οδήγησε το ελληνικό στράτευμα μέσα από την τουρκική συνοικία.
Ο Βενιζέλος, έχοντας στα χέρια του, την έκθεση του Μαζαράκη, απαιτούσε από τη διοίκηση της Σμύρνης να επισπεύσει τις απαραίτητες ενέργειες για την τιμωρία των ενόχων. Επεδίωκε να είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία της εύρεσης και τιμωρίας των ενόχων, όπως και της αποζημίωσης των θυμάτων, πριν την άφιξη της Διεθνούς Ανακριτικής Επιτροπής των συμμάχων.
Σχετικά με αν πράγματι καταδικάστηκε κανείς αξιωματικός από τη στρατιωτική διοίκηση της Σμύρνης για τα γεγονότα της απόβασης, σύμφωνα με τηλεγράφημα του Στεργιάδη, κανένας αξιωματικός δεν καταδικάστηκε για τα γεγονότα των πρώτων ημερών μόνο «διοικητικώς ετέθησαν σε αποστρατείαν Συν/ρχης Ζαφειρίου και Αντι/ρχης Σταυριανόπουλος 40 ημέρες κράτηση. Λύσεις επιεικείς εις παραπτώματα αξιωματικών».
Τον Νοέμβριο του 1919 κατατέθηκε στη Συνδιάσκεψη το πόρισμα της Διεθνούς Ανακριτικής Επιτροπής Σμύρνης, το οποίο υπήρξε αρνητικό για τις ενέργειες της ελληνικής πλευράς. Το εν λόγω πόρισμα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των συμμάχων. Ο Γάλλος πρόεδρος, Ζορζ Κλεμανσώ, σε επιστολή του προς τον Βενιζέλο, επεσήμανε τα λάθη που διέπραξαν τα ελληνικά στρατεύματα στην ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης, ενώ υπενθύμιζε στον Έλληνα πρωθυπουργό ότι η κατοχή της ήταν προσωρινή.