Συμπληγάδες για Μητσοτάκη οι υποκλοπές και ο επερχόμενος “τυφώνας”
02/09/2022Μπορεί το σκάνδαλο των υποκλοπών να κυριαρχεί –όχι αδικαιολόγητα– στην ελληνική πολιτική σκηνή, αλλά ο ελέφαντας στο δωμάτιο, για τον οποίον ελάχιστα γίνεται συζήτηση, είναι ο επερχόμενος οικονομικός-κοινωνικός “τυφώνας”. Αναφέρομαι στον συνδυασμό της ενεργειακής κρίσης με τον πληθωρισμό και την ανεπάρκεια των εισοδημάτων της μικρομεσαίας θάλασσας, του κορμού της ελληνικής κοινωνίας. Ο “τυφώνας” και η θεσμική κρίση αλληλεπιδρούν και αναμένεται να επικαθορίσουν τις πολιτικές εξελίξεις.
Είναι αληθές ότι η κυβέρνηση έχει επιδοτήσει σε σημαντικό βαθμό πληττόμενα νοικοκυριά και επιχειρήσεις και κατά τη διάρκεια των lockdowns και τώρα με την κατακόρυφη άνοδο της τιμής και του ηλεκτρικού ρεύματος και των καυσίμων. Είναι σαφές, ωστόσο, ότι η ελληνική οικονομία έχει όρια όσον αφορά στη χρηματοδότηση της επιδοματικής πολιτικής. Και οι αριθμοί δείχνουν ότι αυτά τα όρια έχουν σχεδόν εξαντληθεί. Εκτός αυτού, όμως, τα επιδόματα μπορούν να αμβλύνουν κάπως τις γιγαντιαίες αυξήσεις, αλλά σε καμμία περίπτωση να τις εξισορροπήσουν. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν αρκούν για να εξασφαλίσουν την αξιοπρεπή επιβίωση τουλάχιστον της πλειονότητας των μικρομεσαίων νοικοκυριών που δεν διαθέτουν αποθέματα και εναλλακτικές λύσεις.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επικαλείται το γεγονός ότι αυτή η πολυσχιδής κρίση είναι πανευρωπαϊκή και ως εκ τούτου δεν έχει μπορεί να της καταλογισθεί το σχετικό πολιτικό κόστος. Το επιχείρημά της δεν είναι αβάσιμο, αλλά είναι η μισή αλήθεια. Δεν είναι του παρόντος, αλλά η κυβέρνηση δεν εξάντλησε το οπλοστάσιό της για να ανακόψει τις αυξήσεις, όπως συνέβη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Εκτός αυτού, υπάρχουν πολιτικοί υπεύθυνοι για τη δραματική κατάσταση, στην οποία έχει περιέλθει η Ευρώπη τόσο στο επίπεδο της ενεργειακής τροφοδοσίας, όσο και στο επίπεδο του πληθωρισμού. Η σημερινή κατάσταση είναι προϊόν των πολιτικών αποφάσεων της Δύσης, όχι ανεξέλεγκτο φυσικό φαινόμενο.
Προφανώς, η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει το ειδικό βάρος να επηρεάσει τις αποφάσεις της Δύσης σχετικά με τον χαρακτήρα των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι ο Μητσοτάκης δεν περιορίσθηκε να ακολουθήσει την πολιτική της Δύσης, αλλά πρωτοστάτησε στην αντιρωσική ρητορική με όλες τις επιπτώσεις που αυτή η στάση έχει και θα έχει στις σχέσεις Αθήνας-Μόσχας και κατ’ επέκταση στα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό.
Η απόγνωση γεννάει οργή
Ανεξαρτήτως, όμως, των όποιων ευθυνών της κυβέρνησης Μητσοτάκη στην πρόκληση της κρίσης και εν συνέχεια στον χειρισμό της, γεγονός παραμένει ότι επί των ημερών της αναμένεται να κλιμακωθεί η κρίση, για την ακρίβεια να προκύψει “τυφώνας”. Τα φετινά υψηλά τουριστικά έσοδα θα λειτουργήσουν σαν αλεξικέραυνο για το τμήμα του πληθυσμού που εμπλέκεται –με τον έναν ή τον άλλο τρόπο– με τον τουρισμό, αλλά η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας, ειδικά τα μικρομεσαία στρώματα των μεγάλων αστικών κέντρων, είναι εκτεθειμένα στον επερχόμενο “τυφώνα”.
Οι πολίτες, λοιπόν, που ήδη δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα και οι πολλοί περισσότεροι που δεν θα μπορούν το χειμώνα να ανταποκριθούν σε στοιχειώδεις ανάγκες, όπως το φαγητό και η θέρμανση, είναι αναπόφευκτο να κυριευθούν από απόγνωση, η οποία με τη σειρά της γεννάει την οργή, όχι απλώς την πολιτική δυσαρέσκεια. Το κυβερνητικό επιχείρημα “δεν φταίμε εμείς, η κρίση είναι πανευρωπαϊκή” μπορεί –όπως προανέφερα– να έχει σε σημαντικό βαθμό βάση, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να ανασχέσει και πολύ περισσότερο να εκτονώσει την κοινωνική οργή.
Η πολιτική ιστορία διεθνώς μας διδάσκει πως όταν περισσότερο ή λιγότερο ανατρέπονται οι σταθερές του βίου της μεγάλης πλειονότητας των πολιτών, παράγονται πολιτικές-εκλογικές συνέπειες. Η όποια κυβέρνηση –φταίει δεν φταίει– πληρώνει αναπόφευκτα το πολιτικό κόστος. Στην Ελλάδα το ζήσαμε πρόσφατα. Το άλλοτε κραταιό ΠΑΣΟΚ, στα χέρια του οποίου “έσκασε” η κρίση, έφθασε να πέσει κάτω και από το 5%, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ του 3-4% έφθασε να σχηματίσει κυβέρνηση.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι εάν η κυβέρνηση Μητσοτάκη τελικώς επιβιώσει του σκανδάλου των υποκλοπών και εξαντλήσει την τετραετία, πιθανότατα θα βρεθεί απέναντι σε ένα κύμα αρνητικής ψήφου. Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να μην πείθει την πλειοψηφία ως εναλλακτική λύση στο πρόβλημα διακυβέρνησης, αλλά αυτό δεν μπορεί για πολύ να διατηρεί το προβάδισμα της μητσοτακικής ΝΔ. Όπως είναι ιστορικά αποδεδειγμένο, ότι κυριαρχεί η αρνητική ψήφος, οι πολίτες παύουν να συγκρίνουν ποιο από τα δύο μεγάλα κόμματα προτιμούν για κυβέρνηση. Κυριαρχεί η επιθυμία τους να τιμωρήσουν και να διώξουν την κυβέρνηση “κι ας έρθει όποιος να ‘ναι”.
Υποκλοπές και επερχόμενος “τυφώνας”
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι οι ψηφοφόροι της ΝΔ θα στραφούν προς τον ΣΥΡΙΖΑ, αν και κάποιοι λίγοι μπορούν να το κάνουν κι αυτό. Κατά κανόνα οι οργισμένοι ψηφοφόροι της ΝΔ θα στραφούν προς το ΠΑΣΟΚ και προς την Ελληνική Λύση. Προς το ΠΑΣΟΚ κυρίως κεντρώοι ψηφοφόροι που παλαιότερα ψήφιζαν ΠΑΣΟΚ, αλλά την εποχή των Μνημονίων το είχαν εγκαταλείψει μετακινούμενοι εκλογικά προς τη ΝΔ. Ο ενεργειακός-οικονομικός-κοινωνικός “τυφώνας”, σε συνδυασμό με τη θεσμική κρίση που προκαλεί το σκάνδαλο των υποκλοπών, τους ωθεί σε εκλογικό “επαναπατρισμό”. Σ’ αυτό τους ωθεί και ένα είδος νοσταλγίας, καθώς και το αίσθημα ότι αρκετά έχουν τιμωρήσει το κόμμα τους.
Το κόμμα του Βελόπουλου έχει υιοθετήσει την –προσαρμοσμένη στις ελληνικές συνθήκες– ρητορική που συναντάμε στα κόμματα της ευρωπαϊκής λεγόμενης “Νέας Δεξιάς” ή “Εναλλακτικής Δεξιάς”, ή για άλλους Ακροδεξιάς. Όλα, λοιπόν, δείχνουν ότι η Ελληνική Λύση θα πραγματοποιήσει μεγαλύτερο ή μικρότερο άλμα στις επόμενες εκλογές όποτε κι αν γίνουν. Κι αυτό, επειδή μικρομεσαία στρώματα που ψηφίζουν τη ΝΔ, αλλά ιδεολογικά συγγενεύουν με τη ρητορική Βελόπουλου, θα εκφράσουν την οργή τους για την κρίση, μετακινούμενα δεξιότερα στο εκλογικό επίπεδο.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν το σκάνδαλο των υποκλοπών μπορεί πολιτικά-εκλογικά να διασυνδεθεί με τον επερχόμενο “τυφώνα”. Την απάντηση μας τη δίνει η Ιστορία. Ακόμα και ο οργισμένος ψηφοφόρος που θα πειστεί από το επιχείρημα ότι για την κρίση δεν φταίει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, έχει την ανάγκη κάποιον να χρεώσει για τη δική του απόγνωση. Και βεβαίως χρεώνει την όποια κυβέρνηση. Το σκάνδαλο των υποκλοπών, μάλιστα, του προσφέρει και μία διέξοδο για να διοχετεύσει την πολιτική οργή του.
Αυτά για τον τρόπο που ο ενεργειακός-οικονομικός-κοινωνικός “τυφώνας” επηρεάζει τον πολιτικό-εκλογικό συσχετισμό. Ο τρόπος που τα εγχώρια θεσμικά επιτελεία, τα εξωθεσμικά κέντρα άτυπης εξουσίας και ο ξένος παράγοντας αντιλαμβάνονται το νέο πολιτικό-εκλογικό τοπίο και οι κινήσεις, με τις οποίες επιχειρούν να το επηρεάσουν, θα είναι το αντικείμενο το επόμενου άρθρου μου. Στο ίδιο θα ασχοληθώ με το ανοικτό ζήτημα της επιβίωσης ή όχι της κυβέρνησης Μητσοτάκη.