Ο Αναστασιάδης σπάει το ταμπού του Σχεδίου Β’
25/11/2018Η πανηγυρική παραδοχή της αποτυχίας της κυρίαρχης πολιτικής που ακολουθείται στο Κυπριακό για να έχει σημασία θα πρέπει να συνοδεύεται από μια πραγματική εναλλακτική πρόταση ανατροπής των κατοχικών δεδομένων. Την ίδια ώρα είναι πρόδηλο πως όταν η παραδοχή για την κατάρρευση της πολιτικής αυτής γίνεται από τον βασικότερο εκφραστή της, υπέρμαχό της, τότε σαφώς και έχει τη σημασία της. Γιατί δεν προέρχεται από την αντίπερα όχθη, αυτήν των λεγόμενων απορριπτικών.
Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης, μετά την Πενταμερή του Κραν Μοντανά δημόσια (και σε κατ’ ιδίαν επαφές πολύ πιο πριν) επιχειρεί να αποδομήσει τη μέχρι τώρα ακολουθούμενη πολιτική στο Κυπριακό. Σε προ ημερών ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων πως «δεν είναι με το να δίνεις μόνο που θα εξευρεθεί η λύση. Και η δοκιμασία μου τα τελευταία χρόνια, με την εμπλοκή μου στον διάλογο, μου δημιουργεί εύλογες ανησυχίες όσον αφορά το πού επιτέλους τερματίζονται τα θέλω της άλλης πλευράς, πού επιτέλους είναι το κοινό σημείο».
Όντως, η μέχρι σήμερα ακολουθούμενη πολιτική στηρίχθηκε στη λογική του δώσε-δώσε, καθώς θεωρήθηκε διαχρονικά πως με την «ενθάρρυνση», εξευμενισμό της τουρκικής πλευράς, θα σπάσει το αδιέξοδο και θα φέρει λύση. Αυτό δεν έγινε ποτέ. Το μόνο που πέτυχε αυτή η τακτική ήταν να φορτώσει τις συζητήσεις με υποχωρήσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς, που διαμόρφωναν ένα μόρφωμα μη λειτουργικό, με ρυθμίσεις ξένες προς ένα κανονικό κράτος. Ρυθμίσεις διαχωριστικές, που αναπαράγουν τις αντιπαραθέσεις και τους εθνικισμούς.
Η εύλογη απορία είναι πώς και γιατί καταγράφεται τώρα αυτή η στροφή από τον πρόεδρο; Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς πως δοκίμασε, όντας ο διαχειριστής πλέον και όχι ως αρχηγός κόμματος, και διαπίστωσε πως αυτή η πολιτική είναι αδιέξοδη. Το ζητούμενο είναι τι γίνεται μετά τις διαπιστώσεις αυτές. Ο πρόεδρος, από όσα ακούγονται στο παρασκήνιο, φαίνεται πως ναι μεν κάνει μια σωστή διαπίστωση, αλλά προφανώς η διέξοδος που έχει υπόψη του είναι ένα σενάριο χειρότερο από αυτό που συζητείται εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Ή είναι ένα μοντέλο που δεν θα αντέξει στον χρόνο. Δηλαδή ένα μοντέλο δυο κρατών, με συνομοσπονδιακή ομπρέλα.
Θέμα ταμπού
Για χρόνια θεωρείτο ταμπού η συζήτηση ενός σχεδίου Β’. Ήταν παρεξηγήσιμο ακόμη και να γίνουν σκέψεις για εναλλακτικά σενάρια. Κυριαρχούσε, πάντα, στους εκάστοτε διαχειριστές του Κυπριακού, ο φόβος μήπως παρεξηγήσουν οι τρίτοι πως σκέφτονται στη Λευκωσία κάτι άλλο, εκτός από τις μακρές ατέρμονες συζητήσεις, που επί της ουσίας βαθμηδόν οδηγούν στην πραγμάτωση των τουρκικών μακρόπνοων σχεδιασμών.
Και τώρα; Τώρα που γίνεται η διαπίστωση η αντίδραση είναι προβληματική. Από τη μια υπάρχει ο φόβος μήπως και κατηγορηθεί η ελληνοκυπριακή πλευρά ότι δεν θέλει λύση, ή ότι εγκαταλείπει τη βάση λύσης που καθόρισε ο ΟΗΕ. Φόβος υπάρχει και για τα όσα λένε και θα συνεχίσουν να αναφέρουν στο εσωτερικό οι δυνάμεις αναγνώρισης των αποτελεσμάτων της εισβολής, της κατοχής.
Από την άλλη, χωρίς μελέτη και ενδελεχή συζήτηση (στο εσωτερικό με πολιτικές δυνάμεις, με την κοινωνία αλλά και με την Αθήνα), εκφράζεται μια προσέγγιση, έστω και ατύπως, που προκαθορίζει εν πολλοίς τα επόμενα βήματα. Όταν, για παράδειγμα, γίνεται μια πρώτη κουβέντα με τον Τσαβούσογλου, μετά τα όσα συζητούνται δεν αποσύρονται. Αυτό έπρεπε να το γνωρίζουν όσοι διαχειρίζονται το Κυπριακό.
Η μη λύση δεν είναι λύση, αλλά ούτε η πεπατημένη και οι κινήσεις απελπισίας είναι διέξοδος. Είναι παραδοχή αδυναμίας απέναντι στους υλοποιούμενους τουρκικούς σχεδιασμούς και απουσία στρατηγικού προσανατολισμού.